Εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ, κατά την παρουσίαση της έκδοσης την Τετάρτη 15/1 στο βιβλιοπωλείο της «Σύγχρονης Εποχής»
Το βασικό θέμα της 18ης Ολομέλειας αφορούσε στη συζήτηση για την έκθεση δράσης της ΚΕ από το 8ο Συνέδριο (1961), το Σχέδιο του νέου Προγράμματος και του Καταστατικού του Κόμματος, ως εισηγητικά κείμενα στις εργασίες του 9ουΠρογραμματικού Συνεδρίου (4 - 10/12/1973). Συμπληρώθηκε η ημερήσια διάταξη με το ειδικό θέμα συζήτησης για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, με ενημέρωση - εκτίμηση για την πορεία του αντιδικτατορικού αγώνα (που είχε δυναμώσει μέσα στην Ελλάδα από το 1972), και τον καθορισμό της στάσης του Κόμματος στο δημοψήφισμα της χούντας. Η στρατιωτική χούντα, την 1ηΙούλη 1973, κατάργησε με Συντακτική Πράξη τη βασιλεία, ανακήρυξε ως πρώτο Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Γ. Παπαδόπουλο και προκήρυξε δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα για τις 29 Ιούλη, ενώ πλάσαρε μέτρα «φιλελευθεροποίησης» και προσφυγής σε εκλογές, σε ένα μακρύτερο χρονικό διάστημα και με τη δική της συμμετοχή ως πολιτικού μορφώματος - κόμματος.
Στη συζήτηση του θέματος αυτού συμπεριελήφθη και η Διακήρυξη της ΚΕ (που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από τη 18η Ολομέλεια) η οποία αναφερόταν στον, μετά τη χούντα, πολιτικό στόχο του Κόμματος, στο καθεστώς της Νέας Δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία αποσκοπούσε στο να εξασφαλιστεί η αυτοτελής παρέμβαση του ΚΚΕ, να γινόταν διακριτή η διαφορά του απέναντι στα αστικά κόμματα, είχε και το χαρακτήρα πρότασης για πολιτική συνεργασία.
Τα ντοκουμέντα που ψηφίστηκαν για το 9ο Συνέδριο ονομάστηκαν Προσχέδιο, καθώς δόθηκε η δυνατότητα να ξανασυζητηθούν στις ΚΟ και να διαμορφωθούν για συζήτηση στις εργασίες του 9ου Συνεδρίου. Η απόφαση να μεσολαβήσει νέος κύκλος συζήτησης πριν από το Συνέδριο προέκυψε καθώς, κατά τις εργασίες της Ολομέλειας ανέκυψαν προβληματισμοί, διαφορετικές σκέψεις, επισημάνθηκαν αντιφάσεις. Αφορούσαν κυρίως στο ζήτημα της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας με τη λογική των δύο σταδίων, της αντιιμπεριαλιστικής δημοκρατικής επανάστασης και της σοσιαλιστικής. Διαφορετικές απόψεις και ερωτήματα προβλήθηκαν για την εκτίμηση της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, αν η Ελλάδα ήταν βιομηχανική, αγροτική καπιταλιστική χώρα ή ήταν σε πορεία να γίνει, κατά πόσο παρέμεναν προκαπιταλιστικά στοιχεία στην αγροτική παραγωγή. Στην εισήγηση του ΠΓ χρησιμοποιήθηκε, λαθεμένα, ως κριτήριο εκτίμησης για προκαπιταλιστικά στοιχεία η ύπαρξη μεγάλου αριθμού μικροϊδιοκτητών αγροτών, σε σύγκριση με άλλα καπιταλιστικά κράτη, ή αν αποτελούσαν ένα λεπτό επάνω στρώμα απέναντι στη μάζα των μικροϊδιοκτητών. Διαφορές και ερωτήματα υπήρξαν και στο ζήτημα των κοινωνικών κινητήριων δυνάμεων των δύο σταδίων.
Μεγάλο πανόραμα στοιχείων που προσφέρουν ιστορική πείρα
Η παρούσα έκδοση κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρηθεί πλεονασμός, επειδή έχουν εκδοθεί τα Δοκίμια του ΚΚΕ και κομματικά ντοκουμέντα για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η Ανακοίνωση για τα 50χρονα της επιβολής της στρατιωτικής χούντας το 1967, η ειδική έκδοση για την περίοδο της δικτατορίας. Προσφέρει ένα μεγάλο πανόραμα στοιχείων που βοηθούν στην πιο αναλυτική τεκμηρίωση των συμπερασμάτων που κατέληξε το Κόμμα στα δύο Δοκίμια. Κυρίως, προσφέρει πολύτιμη ιστορική πείρα που απαντά στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν ένα ΚΚ, που ποτέ δεν εγκατέλειψε την πίστη του στον μαρξισμό - λενινισμό, τον προλεταριακό διεθνισμό, την αναγκαιότητα της πάλης για τον σοσιαλισμό, την υπεράσπιση της παγκόσμιας προσφοράς του στον 20ό αιώνα, την καταστατική κατοχύρωση των αρχών και κανόνων λειτουργίας του Κόμματος Νέου Τύπου, τελικά δεν απαλλάχθηκε από παρεκκλίσεις και οπορτουνιστική στρατηγική, έως και τη 10ετή αυτοδιάλυσή του.
Αδυναμίες, λάθη και σε ορισμένες περιπτώσεις δυσκολίες να προβλεφθούν όλες οι πιθανές πτυχές απότομων στροφών και εξελίξεων δεν είναι εύκολο να αποφευχθούν με το «μαχαίρι», όσο και αν ένα ΚΚ έχει δράση ενός αιώνα. Υπάρχουν λάθη, αδυναμίες, που διορθώνονται γρήγορα, που δεν έχουν βαθύτερες επιπτώσεις, αλλά δυστυχώς και λάθη που μπορεί να εξελιχθούν σε αλλοίωση του επαναστατικού του χαρακτήρα, υιοθέτηση οπορτουνιστικών θέσεων, ενώ θεωρητικά δεν έχουν απορριφθεί οι θεμελιακές του αρχές. Τέτοια λάθη βαραίνουν, όπως συνέβη κατά την απελευθέρωση του '44, όταν διαμορφώθηκε επαναστατική κατάσταση και η επιρροή του Κόμματος στις μάζες και το κίνημα ήταν στο ζενίθ. Οταν, δηλαδή, αντικειμενικά έμπαινε ζήτημα ανατροπής της αστικής εξουσίας υπέρ της εργατικής.
Τα Πρακτικά της 18ης Ολομέλειας όπως και τα Πρακτικά της 12ης Ολομέλειας (5 - 15 Φλεβάρη 1968), που έχουν ήδη κυκλοφορήσει, αποδεικνύουν ότι ο επαναστατικός χαρακτήρας του Κόμματος δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά και μόνο από τις διακηρύξεις του. Υλοποιείται στην πράξη από την επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική του την εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό, την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την καπιταλιστική διεθνοποίηση. Υλοποιείται με την εργατική του σύνθεση και την οικοδόμηση σε παραγωγική, παραγωγικο-εδαφική βάση, με την απαρέγκλιτη τήρηση των αρχών και κανόνων λειτουργίας του. Υλοποιείται με την έμπρακτη ανάπτυξη της διαλεκτικής ενότητας θεωρίας και πράξης, με καθοριστικό ρόλο - στην ενότητα - της θεωρίας, της διαλεκτικής σχέσης οικονομίας και πολιτικής. Η ελλιπής θεωρητική γνώση, ή μη μελέτη των εξελίξεων με βάση τις θεμελιακές θεωρητικές αρχές μπορούν να αποτελέσουν παράγοντα γέννησης παρεκκλίσεων που οδηγούν σε οπορτουνιστική στρατηγική.
Η «σταδιοποίηση» και η πολιτική συμμαχιών
Η 18η Ολομέλεια ήταν καθοριστική για την τελική προετοιμασία του 9ου Συνεδρίου και την ψήφιση ενός Προγράμματος που, παρά τις βελτιώσεις που επέφερε με την κριτική προηγούμενων αποφάσεων, άφησε άθικτο τον κρίσιμης σημασίας πυρήνα του Προγράμματος του 8ουΣυνεδρίου, υιοθετώντας τα δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας, δηλαδή ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην καπιταλιστική και τη σοσιαλιστική εργατική εξουσία, που δεν αναιρούνταν καθόλου με τη θέση περί διαλεκτικής ενότητας των δύο σταδίων.
Κατά συνέπεια, δεν προσδιορίζονταν με αντικειμενικά ταξικά κριτήρια οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και η στάση του ΚΚΕ απέναντί τους, κυριαρχούσε η λογική των μεταρρυθμίσεων, απουσίαζε ο ρόλος της επαναστατικής κατάστασης.
Το πρόβλημα της στρατηγικής, βεβαίως, δεν αφορούσε μόνο στην 18η Ολομέλεια, αφού τομή στην αλλοίωση της επαναστατικής στρατηγικής του Κόμματος αποτέλεσε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του '34, σε μια περίοδο που το Κόμμα μας είχε ξεπεράσει τη «βρεφική» του ηλικία, η μαρξιστική - λενινιστική σκέψη ήταν περισσότερο γνωστή στην Ελλάδα σε σχέση με το 1918. Το γεγονός ότι η αλλαγή στρατηγικής του ως προς τον χαρακτήρα της επανάστασης οφειλόταν στη γραμμή και την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν αποτελεί απόλυτο δικαιολογητικό παράγοντα, γιατί παρέμενε και παραμένει πάντα η αυτοτελής ευθύνη του κάθε ΚΚ στη χώρα του.
Στα θετικά της 18ης Ολομέλειας ήταν η αναγνώριση ότι υπήρχαν παραβιάσεις κατά την προετοιμασία και οργάνωση του 8ου Συνεδρίου, ότι η σύνθεσή του δεν ήταν αντιπροσωπευτική. Θετικό επίσης στοιχείο ήταν η κατάργηση της προηγούμενης θέσης του Κόμματος για ύπαρξη στην Ελλάδα μη μονοπωλιακής αστικής τάξης. Ενώ δεν απορριπτόταν η θέση για τον ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, γινόταν η εκτίμηση ότι στην Ελλάδα δεν ήταν αυτός εφικτός, γιατί η αστική τάξη της ήταν εξαρτημένη και υποτελής στις ΗΠΑ και διεπόταν από αντιδραστικές παραδόσεις. Παραγραφόταν, κατά συνέπεια, πέρα από τις μαρξιστικές - λενινιστικές θέσεις για την αστική τάξη από τη στιγμή που πήρε την εξουσία στα χέρια της ανατρέποντας τη φεουδαρχία, και η μέχρι τότε μακρόχρονη πείρα όλων των επαναστάσεων, αστικών και σοσιαλιστικών, πολύ περισσότερο δεν υπολογιζόταν ότι η αστική τάξη δεν παραιτούνταν από την ένοπλη αντεπαναστατική πάλη, τα σαμποτάζ και την υπονόμευση όχι μόνο στις συνθήκες κινδύνου ανατροπής της αλλά και μετά την ανατροπή της στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οπότε η ταξική πάλη παίρνει άλλη μορφή.
Υπενθυμίζεται ότι η προετοιμασία του Προγράμματος του Κόμματος είχε ξεκινήσει από τη 14η Ολομέλεια (15/4/1970 - 19/4/1970) με συζήτηση στο Σχέδιο του ΠΓ, κάτω από το βάρος κρίσιμων ερωτημάτων των μελών του Κόμματος για το αποκαλούμενο τότε «οργανωτικό κομματικό ζήτημα», δηλαδή τη διάλυση των ΚΟ στην Ελλάδα με Απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ το '58 και το πέρασμα των κομματικών δυνάμεων στην ΕΔΑ. Υπήρξε έντονη απαίτηση, για την ανάληψη ευθυνών από την ΚΕ, που εκλέχτηκε από το 8ο Συνέδριο, και το ΠΓ και για την ανάδειξη των στελεχών του οπορτουνισμού στην ΚΕ και το ΠΓ. Τα ερωτήματα προκλήθηκαν αμέσως μετά την 12η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ (5/2/1968 - 15/2/1968) που η λήξη της οδήγησε στην οριστική ρήξη με την οργανωμένη φραξιονιστική ομάδα του δεξιού οπορτουνισμού που απέβλεπε στην αυτοδιάλυση του ΚΚΕ, στη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του.
Η 12η Ολομέλεια αποτέλεσε μεγάλο ιστορικό βήμα, αφού διασφάλισε την ιστορική συνέχεια του Κόμματος, όμως δεν συνδέθηκε η πάλη με την οπορτουνιστική ομάδα με το ξεκίνημα, έστω, ενός βαθύτερου προβληματισμού, αφού ο φραξιονισμός αναπτύχθηκε πάνω σε ένα γόνιμο έδαφος, που αφορούσε στη στρατηγική του Κόμματος, ιδιαίτερα την πιο κρίσιμη δεκαετία '40 - '50. Επρόκειτο για επιλογές που οδήγησαν στην 6η Ολομέλεια του 1956, την 7η Ολομέλεια της ΚΕ (18 - 24/2/1957) και τελικά στην 8η Ολομέλεια (5 - 15/1/1958). Υπενθυμίζεται ότι η δράση του Κόμματος σε αυτήν τη δεκαετία ήταν αντικείμενο διαπάλης και δεξιάς στροφής με την παρέμβαση των 6 Κομμουνιστικών Κομμάτων εξουσίας. Η δεξιά στροφή, βέβαια, έγινε στο έδαφος άλυτων προβλημάτων ως προς την εκτίμηση της στρατηγικής του Κόμματος στην Κατοχή και μετά, και τη λαθεμένη, ως προς το περιεχόμενό της, παρέμβαση του ΚΚΣΕ στο Σχέδιο Προγράμματος του Κόμματος που ψήφισε η 4η Πλατιά Ολομέλεια (12 - 14/12/1953).
Στο πρώτο θέμα της συζήτησης της 18ης Ολομέλειας, για το δημοψήφισμα, τον αντιδικτατορικό αγώνα και την, μετά τη χούντα περίοδο, κυριαρχούσε η λογική ότι για να επιτευχθεί η άνοδος του αντιδικτατορικού κινήματος, βασική προϋπόθεση ήταν η πολιτική συνεργασία από τα πάνω, αν και εκτιμούσαν ότι όλα τα άλλα κόμματα είχαν δώσει απτές αποδείξεις άρνησης συνεργασίας με το ΚΚΕ ορμώμενα από το ταξικό τους κριτήριο. Αντικείμενο συζήτησης ήταν αν το αντιδικτατορικό μέτωπο θα γινόταν στη βάση ενός μίνιμουμ προγράμματος ή ακόμα και ως συμφωνία για έναν στόχο, ενώ το Κόμμα εκτιμούσε ως πιο κοντινό σύμμαχο το ΠΑΚ υπό τον Α. Παπανδρέου και ορισμένα στελέχη της Ενωσης Κέντρου.
Ακόμα και η μεταξύ των αστικών κομμάτων συνεργασία δεν επιτεύχθηκε με μια ορισμένη οργανωμένη μορφή, αλλά και αν αυτή τελικά γινόταν, δεν θα περιείχε ίχνος πρόθεσης για την ανάπτυξη μαζικού κινήματος, αφού η επιλογή τους ήταν η αλλαγή από τα πάνω και με τη βοήθεια του ξένου παράγοντα (ΕΟΚ, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ) και τον λαϊκό παράγοντα αδρανή.
Με βάση τα Πρακτικά της Ολομέλειας, απευθύνθηκαν στο ΚΚΕ ορισμένοι αστοί πολιτικοί, λόγω του δημοψηφίσματος, με στόχο την κοινή στάση στο ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Ταυτόχρονα, αρνούνταν να συζητηθεί το τι θα επακολουθούσε με την ανατροπή της χούντας π.χ. για την κατάργηση των μετεμφυλιακών νόμων ή άλλων ζητημάτων που σχετίζονταν με τις δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, τις στρατιωτικές βάσεις κ.λπ. Το ΚΚΕ πρότεινε με την ψήφο του λαού να εκφραστεί συνολικά η καταδίκη στη χούντα με ΟΧΙ, με σχισμένο ή σβησμένο, άκυρο ψηφοδέλτιο, με άδειο φάκελο ή και αποχή, που εγκρίθηκε και ως Απόφαση της 18ης Ολομέλειας.
Αν και η εισήγηση καθώς και οι περισσότερες ομιλίες συμφωνούσαν στη θέση του ΠΓ υπέρ ενός πολύμορφου ΟΧΙ και στην επιδίωξη να διαχωριστεί από τις αστικές δυνάμεις δίνοντας το ΚΚΕ δικό του νόημα στο ΟΧΙ, το κλίμα συζήτησης έδειχνε ότι υπήρχαν φόβος και δισταγμός μήπως το Κόμμα απομονωθεί από τα άλλα κόμματα. Ο φόβος αυτός αυξανόταν λόγω της εκτίμησης ότι η απομόνωση, όπως έλεγαν, του ΚΚΕ θα έδινε τη δυνατότητα στα αστικά κόμματα να αναδείξουν το «ΚΚΕ εσωτερικού» σε εκπρόσωπο της Αριστεράς, καθώς οι οπορτουνιστές περιορίζονταν στο ΟΧΙ χωρίς όρους.
Στην εισήγηση του ΠΓ επαναλαμβανόταν η θέση του Κόμματος ότι με την πτώση της χούντας θα έπρεπε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της «λαϊκής κυριαρχίας», όπου ο λαός θα αποφάσιζε για τη μοναρχία ή όχι, για τη δημοκρατία και το πολιτικό σύστημα, ενώ διευκρίνιζε ότι το ΚΚΕ από θέση αρχών ήταν κατά της βασιλείας. Επί της ουσίας, η λαϊκή κυριαρχία ταυτιζόταν με την αβασίλευτη αστική δημοκρατία και τις ουτοπικές «ελεύθερες» εκλογικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Η δεδομένη αντίθεση του λαού στη χούντα, στην οποία συνέβαλε και η αρνητική θέση αστικών κομμάτων να τη στηρίξουν, δεν ήταν καθόλου επαρκής, για να οδηγήσει σε μια ανατροπή της με όρους λαϊκής εξέγερσης, που θα έδινε ώθηση στην από καλύτερες θέσεις ανάπτυξη της ταξικής πάλης και σχετικά πιο ριζοσπαστικού προσανατολισμού.
Τα ερωτήματα που τέθηκαν, σε ομιλίες, ήταν αν η Νέα Δημοκρατία θα έπρεπε ή όχι να αποτελούσε την πρώτη φάση του πρώτου σταδίου της επαναστατικής διαδικασίας, ή αν έπρεπε να αντανακλά ένα πρόγραμμα κοινής δράσης με αστικά κόμματα πριν από την έναρξη του πρώτου σταδίου, ή χρειαζόταν χωριστό μίνιμουμ αντιδικτατορικό πρόγραμμα αποσυνδεδεμένο από την ενιαία επαναστατική διαδικασία. Από ορισμένους ομιλητές, που δεν αρνούνταν την αναγκαιότητα συνεργασίας με αστικές δυνάμεις, ασκήθηκε κριτική στο ΠΓ ότι δεν έκανε έγκαιρα και καθαρά δημόσια κριτική στην άρνηση για συνεργασία από την πλευρά των αστικών δυνάμεων, που, εκτός των άλλων, αρνούνταν να συνδέσουν την ανατροπή της χούντας με εγγυήσεις αστικού δημοκρατικού χαρακτήρα.
Τελικά, προσδιορίστηκε ότι η Νέα Δημοκρατία αποτελούσε μια αρχική φάση στο αντιιμπεριαλιστικό δημοκρατικό επαναστατικό στάδιο, που ουσιαστικά οδηγούσε στον μεγαλύτερο κατακερματισμό της επαναστατικής διαδικασίας.
Η λογική της ταύτισης της πολιτικής συμμαχιών του Κόμματος με διαμόρφωση πολιτικών μετώπων από τα πάνω, είτε στο όνομα της πάλης κατά της δικτατορίας είτε για άλλα οξυμένα προβλήματα, ταλαιπώρησε το Κόμμα για πολλά χρόνια, έως την αλλαγή του Προγράμματός του στο 15ο και πιο ολοκληρωμένα στο 19ο Συνέδριο, καθώς ήταν ακόμα ισχυρές οι επιβιώσεις της προηγούμενης στρατηγικής. Τέτοιες επιβιώσεις στη σκέψη παραμένουν ακόμα ισχυρές σε δυνάμεις που βρίσκονται ή προσέρχονται κοντά στο ΚΚΕ, και σήμερα, όπως έδειξε η περίοδος 2012 - 2015 πιο ανάγλυφα, όταν τέθηκε το ζήτημα της άρνησης του ΚΚΕ να στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ και η θέση του για μη συμμετοχή σε κυβέρνηση διαχείρισης στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Η λογική μεταβατικών προγραμμάτων αναιρεί την αυτοτέλεια του ΚΚ
Αναιρείται η αυτοτέλεια του ΚΚ όταν υιοθετεί τη λογική μεταβατικών προγραμμάτων, συμμετοχή σε κυβερνήσεις διαχείρισης στις συνθήκες του καπιταλισμού, την ύπαρξη ενδιάμεσης εξουσίας ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα Πρακτικά της 18ης Ολομέλειας, όταν εξηγούνταν ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνεται κριτική στα άλλα κόμματα, εφόσον επιδιώκονται ή γίνονται διαπραγματεύσεις, αλλά και αν χρειαστεί η κριτική να μην εμποδίζει το δρόμο συνεργασίας. Πρόκειται για μια από τις πολλές αποδείξεις για το τι συνεπάγεται η απόσπαση της πάλης κατά της δικτατορίας ή για κάποιο άλλο πολύ οξυμένο ζήτημα από την πάλη για την εργατική εξουσία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίοδος της 10ετούς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Και τότε και σήμερα σε περίοδο μη σταθεροποιημένης αναιμικής καπιταλιστικής ανάκαμψης, κατηγορείται το ΚΚΕ ότι δεν συνέβαλε στην οικοδόμηση ενός μετώπου πολιτικής συνεργασίας κατά των μνημονίων, ενώ σήμερα δεν συμβάλλει στην οικοδόμηση αριστερού πολιτικού μετώπου συνεργασίας ή αντικαπιταλιστικού, ή αντινεοφιλελεύθερου κ.λπ. με ένα μεταβατικό κυβερνητικό πρόγραμμα. Τη θέση του Κόμματος για την Κοινωνική Συμμαχία, που αφορά στις κινητήριες δυνάμεις του αγώνα και της προοπτικής - με βάση την αντικειμενική θέση τους στην καπιταλιστική οικονομία - την υποβιβάζουν ως μαζικό κίνημα, το οποίο θα λειτουργεί ως παράγοντας ανάδειξης κυβέρνησης διαχείρισης και στη συνέχεια στήριξής της.
Ολες οι αποχρώσεις των παραπάνω απόψεων εγκαλούν το ΚΚΕ ότι δεν παίρνει υπόψη τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων και το επίπεδο της λαϊκής συνείδησης, βάζοντας - ισχυρίζονται - στην πρώτη γραμμή ως άμεσο σύνθημα την πάλη για το σοσιαλισμό. Αποτελεί συνειδητό ψέμα ότι το ΚΚΕ δεν διαμορφώνει, εξελίσσει και όπου χρειάζεται προσαρμόζει τη γραμμή εργατικής - λαϊκής συσπείρωσης και πάλης γύρω από οξυμένα προβλήματα, υπολογίζοντας τις δραματικές απώλειες την περίοδο της κρίσης αλλά και τις αυξανόμενες ανθρώπινες ανάγκες. Παίρνουμε υπόψη το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και τοπικών πολέμων στην περιοχή. Είναι συνειδητό ψέμα ότι το Κόμμα δεν υπολογίζει γενικά και κατά χώρο, κλάδο, περιοχή πώς εξελίσσεται ο συσχετισμός δυνάμεων. Είναι σκόπιμο, συνειδητό ψέμα ότι το ΚΚΕ δεν ενδιαφέρεται για την οργάνωση της εργατικής - λαϊκής αντεπίθεσης ή ότι αδιαφορεί για την απόσπαση κάποιων, έστω και μερικών, προσωρινών κατακτήσεων σήμερα για τη βελτίωση της ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Το ψέμα τους δεν το αντιμετωπίζουμε από την ηθική του μόνο πλευρά (υπάρχει και τέτοια) αλλά πριν απ' όλα ως στοιχείο ενός πιο κρίσιμου προβλήματος που αφορά: Στην εχθρική στάση του οπορτουνισμού όχι μόνο απέναντι στο σοσιαλισμό αλλά και σε κάθε κατεύθυνση πάλης που συμβάλλει στην ανάπτυξη αντικαπιταλιστικής - αντιμονοπωλιακής συνείδησης. Δεν συμφωνούν στη διαμόρφωση μιας όσο γίνεται, στις συνθήκες του καπιταλισμού, μαζικής πρωτοπορίας ικανής να συσπειρώνει, να δίνει μάχες, όχι μόνο εναντίον της μιας ή της άλλης κυβέρνησης αλλά και κατά του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων και σχηματισμών.
Το Κόμμα μας αποκαθιστώντας τον επαναστατικό του χαρακτήρα, κρατώντας μάλιστα την ιστορική του συνέχεια και το 1968 και την περίοδο '89 - '91, προσπαθεί και οφείλει συνεχώς να παίρνει σοβαρά υπόψη του το βασικό πρόβλημα της επαναστατικής πολιτικής, να εντοπίζει τον κύριο κρίκο στην αλυσίδα των γεγονότων και των εξελίξεων, με βάση τις αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αξίζει με αυτήν την έννοια να θυμίσουμε τη συμπυκνωμένη θέση του Λένιν («Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας», ΑΠΑΝΤΑ τόμος 11 σελ. 151 - 186) «...Δεν αρκεί να είσαι επαναστάτης και οπαδός του σοσιαλισμού ή κομμουνιστής γενικά. Πρέπει να ξέρεις να βρίσκεις σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή τον ιδιαίτερο εκείνο κρίκο της αλυσίδας, απ' όπου πρέπει να πιαστείς με όλες σου τις δυνάμεις για να κρατάς όλη την αλυσίδα και να προετοιμάσεις σταθερά το πέρασμα στον κατοπινό κρίκο. Και η διάταξη των κρίκων, η μορφή τους, το αλύσωμά τους, η διαφορά του ενός από τον άλλο στην ιστορική αλυσίδα των γεγονότων δεν είναι πράγματα τόσο απλά και τόσο χοντροκομμένα, όπως στη συνηθισμένη αλυσίδα που φτιάχνει ένας σιδεράς».
Αν γίνει σύγκριση ανάμεσα στα κείμενα του ΠΓ για το Προγραμματικό 9ο Συνέδριο και στις ομιλίες στο θέμα του αγώνα κατά της δικτατορίας και ιδιαίτερα στη στάση του Κόμματος για το δημοψήφισμα, φαίνεται καθαρά ότι αυτό που καθόρισε (και πάντα καθορίζει) την πολιτική γραμμή του Κόμματος αλλά και όλων των φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατικών, οπορτουνιστικών κομμάτων ήταν και είναι η στρατηγική και το πρόγραμμά τους, η στάση απέναντι στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία. Αυτή είναι η ρίζα των θεμελιακών διαφορών και όχι η ιεραρχία των διάφορων άμεσων αιτημάτων, ή ο δήθεν κομματικός εγωισμός ή ο δήθεν δογματισμός, οι τακτικές και τακτικίστικες κινήσεις.
Στη 18η Ολομέλεια, όπως από την πρώτη στιγμή αναφέραμε στην παρουσίαση, αναδείχθηκαν οι αντιφάσεις που προκάλεσαν ως έναν βαθμό και διαφορετικές απόψεις στη συζήτηση των τρεχουσών εξελίξεων στην Ελλάδα, πιο καθαρά κατά τη συζήτηση του Σχεδίου Προγράμματος, με βασικότερο ζήτημα την ενιαία επαναστατική διαδικασία των δύο σταδίων, τις κινητήριες δυνάμεις τους, την εκτίμηση της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Ενώ στο Σχέδιο Προγράμματος γινόταν η σωστή εκτίμηση ότι είχαν διαμορφωθεί οι υλικές προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό, αφού ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν στο μονοπωλιακό του στάδιο, στην τελική διαμόρφωση παρέμεναν τα δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στο Τελικό Σχέδιο για το 9ο Συνέδριο όπως και στο ίδιο το Πρόγραμμα του 9ου Συνεδρίου έλλειπε εντελώς ο όρος επαναστατική κατάσταση.
Οσον αφορά στη διεθνή κατάσταση, γινόταν η ουτοπική και κυρίως μη αντικειμενική εκτίμηση ότι ο ιμπεριαλισμός είχε χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων κάτω από την ανερχόμενη δύναμη και δράση του σοσιαλισμού. Ως απόδειξη προβάλλονταν οι συμφωνίες ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ, η αναγνώριση της ΓΛΔ, οι συμφωνίες της ΟΔΓ με την Πολωνία κ.λπ., η νίκη του Βιετνάμ στον πόλεμο με τις ΗΠΑ. Η διεθνής καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1973 εκτιμήθηκε ως αποτέλεσμα της δυναμικής και του ρόλου του σοσιαλισμού, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι αυτή είναι μέσα στη φύση του καπιταλισμού, στο DNA του. Ταυτόχρονα, γινόταν η εκτίμηση ότι ο ιμπεριαλισμός απαντούσε στις απώλειές του με επιθετική πολιτική στις σοσιαλιστικές χώρες, άναβε εστίες πολέμου, οργάνωνε πραξικοπήματα, θέση που αντέφασκε με την εκτίμηση της απώλειας της ιστορικής του πρωτοβουλίας. Ερχόταν, έτσι, σε αντίθεση με τον ίδιο το χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού, που δεν καθορίζει τη γενική του γραμμή από το συσχετισμό δυνάμεων, πολύ περισσότερο που αυτός, τότε, αξιοποιούσε συστηματικά τις ιδεολογικές και πολιτικές παρεκκλίσεις στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, τη γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης», του «ειρηνικού περάσματος» στο σοσιαλισμό.
Δεν καθορίζει ο συσχετισμός δυνάμεων τον πρωτοπόρο ρόλο του Κόμματος
Η 18η Ολομέλεια δεν μπόρεσε να αποτελέσει έναν σημαντικό ιστορικό σταθμό, παρά ορισμένες θετικές βελτιώσεις που επέφερε. Τελικά δεν έγινε το μόνο αναγκαίο, αντικειμενικά απαιτητό, βήμα προς το 9ο Συνέδριο: Η αλλαγή της στρατηγικής του Κόμματος που απαιτούνταν και εξαρτιόταν από την, με τόλμη, κρίση της στρατηγικής στην κρίσιμη 10ετία '40 - '50. Δεν πρέπει, επίσης, να αγνοηθεί το βάρος των επιδράσεων από τη διεθνή στρατηγική του Κομμουνιστικού Κινήματος, από τη στρατηγική ιδιαίτερα στις διεθνείς σχέσεις των σοσιαλιστικών κρατών.
Ομως αυτό που έχει σημασία να βγει ως δίδαγμα διαχρονικής σημασίας σχετίζεται με το λαθεμένο θεωρητικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο του ΚΚΕ, που στη ρίζα του είχε την απόσπαση της οικονομίας από την πολιτική. Από εκεί προέκυπτε η συμφωνία του ΚΚΕ με την ύπαρξη ενδιάμεσης εξουσίας ανάμεσα στον καπιταλισμό και σοσιαλισμό, η μη αντικειμενική (άρα λαθεμένη) εκτίμηση για το επίπεδο ανάπτυξης των σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα, τη θέση της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, τον χαρακτήρα και τους νόμους της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, την ανισομετρία, τους ανταγωνισμούς και την αναρχία που γενικά χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Πάνω στο λαθεμένο θεωρητικά υπόβαθρο αναπτύχθηκε η θέση ότι η αστική τάξη της Ελλάδας ήταν εθελόδουλη και υποτακτική, με αποτέλεσμα την υποταγή στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, στις ΗΠΑ, στο ξένο κεφάλαιο, επιλογές που ήταν και είναι απολύτως συμβατές με τα ταξικά της συμφέροντα, που είναι, επίσης, κοινά με τα πιο γενικά συμφέροντα των αστικών τάξεων των πιο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, παρά τις ανισότιμες μεταξύ τους σχέσεις, ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.
Το θεωρητικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο εκτίμησης των εξελίξεων, της κατάστασης σε μια ή άλλη φάση και όχι ο θετικός ή αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων είναι αυτό που καθορίζει τον πρωτοποριακό ρόλο του Κόμματος σε όλες τις συνθήκες, τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, στην ανατροπή του και στην οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Είναι αυτό που καλλιεργεί σταθερά και σε όλες τις συνθήκες την αντοχή, την επιμονή, την ικανότητα συσπείρωσης, τον ηρωισμό και την αναγκαία ευελιξία στο πλαίσιο της επαναστατικής στρατηγικής, ποτέ έξω και παράλληλα με αυτήν, γιατί τότε η επαναστατική στρατηγική αναιρείται στην πράξη παρά τις όποιες φραστικές διακηρύξεις και διαβεβαιώσεις. Η πολιτική συσπείρωσης και συγκέντρωσης δυνάμεων στην καθημερινή πάλη δεν είναι ουσιαστική, αποτελεσματική, βιώσιμη όταν νοείται δίπλα στη στρατηγική, αυτή πρέπει να εντάσσεται, με συνεχή ετοιμότητα, ικανότητα και συνεπή προσπάθεια, στην υπηρέτησή της.
Στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα δεν υπάρχει δικαιολογία για κανένα Κομμουνιστικό Κόμμα να επικαλείται επιχειρήματα για τη δικαιολόγηση παρεκκλίσεων, οπορτουνιστικών αντιλήψεων και στρατηγικής που τελικά καταλήγει στην αμφισβήτηση της αναγκαιότητας και ρεαλιστικότητας του σοσιαλισμού, υπονομεύει ταυτόχρονα και την καθημερινή πάλη για τα άμεσα οξυμένα προβλήματα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.