20 Φεβ 2009

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όπως ήδη εκτιμήσαμε στο 1ο θέμα του 18ου Συνεδρίου, οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την ανάγκη να εμπλουτίσουμε την προγραμματική μας αντίληψη για το σοσιαλισμό, ενσωματώνοντας, όσο το δυνατόν περισσότερο, τη θετική και αρνητική πείρα από την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα, με την εξαγωγή συμπερασμάτων για τα αίτια νίκης της αντεπανάστασης, πρώτ' απ' όλα στην ΕΣΣΔ.H αναζωογόνηση της συνείδησης και πίστης στο σοσιαλισμό είναι αλληλελένδετη με την ερμηνεία της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Επομένως, το καθήκον αυτό προβάλλει επιτακτικό και ώριμο για το Κόμμα μας, όπως και για κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα στη χώρα του, και ως τέτοιο καθήκον αντιμετωπίστηκε όλα τα χρόνια από το 14ο Συνέδριο, την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995, έως σήμερα.
Οι αποφάσεις του 17ου Συνεδρίου έθεταν ως πρώτο καθήκον για την KE στα ζητήματα του ιδεολογικού - πολιτικού μετώπου την «επεξεργασία της αντίληψής μας για το σοσιαλισμό, με συνέχιση της προσπάθειας να βγουν ολοκληρωμένα συμπεράσματα για τις αιτίες ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων. H νέα KE να εκπονήσει συγκεκριμένο πρόγραμμα και να μελετήσει μορφές συλλογικής συζήτησης των επεξεργασιών» (Ντοκουμέντα 17ου Συνεδρίου, σελ. 98).

Στο διάστημα μεταξύ των δύο Συνεδρίων, εντάθηκε η δουλειά αξιοποίησης όλης της μελετητικής - ερευνητικής εργασίας που είχε προηγηθεί, αποκτήθηκαν νέες πηγές πληροφόρησης, διοργανώθηκε θεωρητικό συμπόσιο της KOMEΠ με τη συμμετοχή εκπροσώπων από κομμουνιστικά περιοδικά, κέντρα μαρξιστικών ερευνών και Κομμουνιστικά Κόμματα.
Το κυριότερο, επί ένα χρόνο σε τρεις διαδοχικούς κύκλους, πραγματοποιήθηκε πλούσια εσωκομματική συζήτηση: Στον πρώτο κύκλο πήραν μέρος τα στελέχη του Κόμματος και της KNE. Με βάση τις παρατηρήσεις τους, η KE ξαναδούλεψε το Κείμενο και προχώρησε στη συζήτηση στις KOB, σε δύο φάσεις, όπου συγκεντρώθηκε πλήθος ερωτήσεων και τοποθετήσεων. Το Κείμενο των Θέσεων της KE για το Συνέδριο ήταν προϊόν εκτίμησης όλης αυτής της διαδικασίας. Στον τρίτο κύκλο, αυτόν της προσυνεδριακής συζήτησης, πήρε και τη μορφή δημόσιου προσυνεδριακού διαλόγου.
Για την KE ήταν αναμενόμενη η εχθρική και διαστρεβλωτική στάση του ταξικού αντιπάλου που εκδηλώθηκε και μέσω του αστικού Τύπου απέναντι στις Θέσεις της. Αναμενόμενη ήταν η σύμπλευση της αστικής πολεμικής, σε μεγάλο μέρος της, με την πολεμική του οπορτουνιστικού Τύπου. Ταυτίστηκαν και αναπαρήγαγαν τους διόλου καινούριους χαρακτηρισμούς σε βάρος του Κόμματός μας ως «δογματικού», «χωρίς ευαισθησία στην εσωκομματική και δημόσια δημοκρατία», «κολλημένου στο ξεπερασμένο παρελθόν». Επί της ουσίας, για μια ακόμη φορά και μέσα από μια ποικιλία τοποθετήσεων, επιχειρήθηκε να διαγραφούν από την Ιστορία οι επιτυχίες και η προσφορά της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ, να καλλιεργηθεί κλίμα μηδενισμού και απόρριψης της σοσιαλιστικής προοπτικής, της στρατηγικής του Κόμματός μας.

Εδώ και έναν αιώνα, η αστική πολεμική απέναντι στο κομμουνιστικό κίνημα, που συχνά παίρνει και τη μορφή διανοητικού ελιτισμού, επικεντρώνει τα πυρά της στον επαναστατικό πυρήνα του εργατικού κινήματος: Πολεμά γενικά την αναγκαιότητα της επανάστασης και το πολιτικό της προϊόν, τη «δικτατορία του προλεταριάτου», δηλαδή την επαναστατική εργατική εξουσία. Ειδικότερα, πολεμά το προϊόν της πρώτης νικηφόρας επανάστασης, της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, αντιπαλεύοντας με μένος κάθε φάση όπου η Επανάσταση αποκάλυπτε και αντέκρουε την αντεπαναστατική δράση, τα οπορτουνιστικά αναχώματα, τα οποία, σε τελική ανάλυση, άμεσα ή έμμεσα αποδυνάμωναν την Επανάσταση, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.
Εδώ και έναν αιώνα, προβάλλεται ως «δημοκρατικός σοσιαλισμός», σε αντιπαράθεση με τον «ολοκληρωτικό», «δικτατορικό», «πραξικοπηματικό κομμουνισμό», κάθε ρεύμα άρνησης, υποχώρησης ή παραίτησης από την αναγκαιότητα της επαναστατικής πάλης. Γνωρίζουμε αυτήν την πολεμική και συκοφαντία κατά του επιστημονικού κομμουνισμού, κατά της ταξικής πάλης, που αφορά όχι μόνο στις συνθήκες του καπιταλισμού, αλλά, με άλλες μορφές και σε άλλες συνθήκες, αφορά και στη διαδικασία της διαμόρφωσης των νέων κοινωνικών σχέσεων, καθώς και της επέκτασης και ωρίμανσής τους σε κομμουνιστικές. Και σήμερα ο διεθνής οπορτουνισμός ανασυντάχτηκε μέσω του «Αριστερού Ευρωκόμματος», που, στις συνθήκες της συγχρονισμένης εκδήλωσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ανέβασε τους τόνους περί «δημοκρατικού σοσιαλισμού».

Γι' αυτό το λόγο, στη συζήτηση περί «σοσιαλιστικής δημοκρατίας» με άλλα μέτρα και σταθμά κρίνονται γεγονότα της μιας ή της άλλης περιόδου με σαφή στόχο το μηδενισμό της προσφοράς της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Άλλοτε μηδενίζουν όλη την 70χρονη Ιστορία της ΕΣΣΔ, άλλοτε, ειδικά, μηδενίζουν την περίοδο όπου τέθηκε η σοσιαλιστική βάση της και σε κάθε περίπτωση στηρίζουν τις πολιτικές επιλογές που συνιστούσαν παρέκκλιση από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ανάπτυξη.
H KE εκτιμά και αναδεικνύει το γεγονός ότι σε ιστορικά ελάχιστο χρόνο άλλαξε η θέση των μαζών στην κοινωνία, με την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής σχέσης. Με αυτό το κριτήριο, αλλά από ριζικά αντίθετα συμφέροντα, καθόρισε τη στάση του απέναντι στην ΕΣΣΔ και το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Σήμερα το Κόμμα μας είναι ιδεολογικά περισσότερο θωρακισμένο και πολιτικά έμπειρο, ώστε να αντικρούσει τις ιδεολογικές παρεμβάσεις των αστικών κέντρων, μέσω των εντύπων και της βιβλιογραφίας τους ή μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Παρεμβάσεις που έχουν και μια ορισμένη εμβέλεια διείσδυσης σε περίγυρο ή και εντός του Κόμματος.
Δεν παρασυρόμαστε στο μηδενισμό από την ανάδειξη αντιφάσεων της σκληρής πορείας της ταξικής πάλης για το πέρασμα στη νέα κοινωνία, για τη διαμόρφωση και ανάπτυξή της, για την επέκταση και εμβάθυνση των νέων σχέσεων ιδιοκτησίας - κατανομής και όλων των κοινωνικών σχέσεων. Σε αυτές περιλαμβάνεται και η διαμόρφωση του νέου ανθρώπου ως εργατικής δύναμης, που συνειδητά συμμετέχει, από τη σκοπιά του κοινωνικού συμφέροντος, στην κάθε μονάδα κοινωνικής παραγωγής ή οργάνωσης κοινωνικής υπηρεσίας ή οργάνου προστασίας από κάθε εσωτερική και εξωτερική κοινωνική δύναμη, η οποία αντιστρατεύεται στο σκοπό της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής οικοδόμησης.

Βεβαίως, δεν κλείνουμε τα μάτια στις αντιφάσεις, στις πιέσεις, στα λάθη και τις παρεκκλίσεις, αλλά δεν οδηγούμαστε στο μηδενισμό. Τα βλέπουμε κριτικά και αυτοκριτικά, για να γίνει το KKE, ως τμήμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ισχυρότερο στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού, για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Μελετάμε και κρίνουμε την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και αυτοκριτικά, δηλαδή με πλήρη συνείδηση ότι και οι δικές μας αδυναμίες, θεωρητικές ανεπάρκειες και λαθεμένες εκτιμήσεις αποτελούσαν μέρος του προβλήματος. Αφορούσαν στο παρελθόν τη λαθεμένη αντίληψή μας για τις σοσιαλιστικές νομοτέλειες και το χαρακτήρα των αντιθέσεων στη διαδικασία διαμόρφωσης και ανάπτυξης της νέας κοινωνίας. Υποτιμήσαμε τη συνθετότητα της πάλης με τις κληρονομημένες επιβιώσεις, υπερεκτιμήσαμε την πορεία σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ενώ υποτιμήσαμε τις αντοχές του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Προχωράμε με συλλογικότητα, με αυτογνωσία των δυσκολιών και των ελλείψεων και με ταξική αποφασιστικότητα στα κριτήρια και τον άξονα για τη διαμόρφωση ενιαίας αντίληψης. Γνωρίζουμε και δεχόμαστε ότι η μελλοντική ιστορική μελέτη, από το Κόμμα μας και διεθνώς από το κομμουνιστικό κίνημα, σίγουρα θα φωτίσει περισσότερο τα ζητήματα της πείρας της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Αναμφίβολα, θα προκύψουν και ζητήματα συμπλήρωσης, βελτίωσης και εμβάθυνσης κάποιων εκτιμήσεών μας. Άλλωστε, η ανάπτυξη της θεωρίας του σοσιαλισμού - κομμουνισμού είναι αναγκαιότητα, ζωντανή διαδικασία, πρόκληση για το Κόμμα μας και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, σήμερα και στο μέλλον.

Δε φοβόμαστε αυτή τη διαδικασία. Έχουμε την πείρα να εξασφαλίσουμε τη συνέχεια, τον εμπλουτισμό της γνώσης, της ενιαίας αντίληψης, με το ξεκίνημα που κάναμε στο 14ο Συνέδριο (πρώτη μας τοποθέτηση), τις αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995, την επικοινωνία και τις θεωρητικές συζητήσεις μας με άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα, μαρξιστές επιστήμονες και κέντρα.
Το Κείμενο των Θέσεων της KE για το Συνέδριο αποτελεί συνέχεια και εμβάθυνση στις βασικές εκτιμήσεις και συμπεράσματα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, που αξιοποιούνται στην προγραμματική μας αντίληψη για το σοσιαλισμό.
Απ' όλη την εσωκομματική διαδικασία βγήκε ενισχυμένη η πεποίθησή μας για τη μεθοδολογία, τα κριτήρια και τους άξονες προσέγγισής μας.
Το Κείμενο των Θέσεων της KE υπερψηφίστηκε στις προσυνεδριακές συνελεύσεις των KOB γι' αυτό το θέμα, με συμμετοχή του 73% των κομματικών μελών (με 17% δικαιολογημένων απόντων και 10% αδικαιολόγητων), ενώ ψήφισαν κατά το 0,35% και λευκό το 0,61%.
Δε θεωρούμε τυπική τη συμφωνία των μελών του Κόμματος, παρά το γεγονός της δυσκολίας των θεμάτων, κυρίως των θεωρητικών, που τέθηκαν στη συζήτηση, ορισμένα από τα οποία για πρώτη φορά.
Ζητήσαμε την τοποθέτηση των συντρόφων και συντροφισσών ως προς την κατεύθυνση του Κειμένου, τα κριτήρια και τους άξονες, με βάση τους οποίους εμπλουτίζουμε την αντίληψή μας για το σοσιαλισμό, αξιοποιώντας την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατ' αρχήν στην ΕΣΣΔ, που υπήρξε η πρώτη χώρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και πρωτοπορία της σοσιαλιστικής πορείας κατά τον 20ό αιώνα.
Έχουμε εμπιστοσύνη στο ταξικό κριτήριο των κομματικών μελών, εργατών και εργατριών, ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο. Δε συμφωνούμε με την άποψη ότι η συζήτηση για τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής οικοδόμησης είναι αποκλειστικό ζήτημα επιστημόνων μακριά από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.
Στη διαδικασία της εσωκομματικής συζήτησης επιβεβαιώθηκαν και φωτίστηκαν σημαντικές πλευρές του Κειμένου και από συντρόφους που έζησαν στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, από κομμουνιστές επιστήμονες αυτών των χωρών, από κομματικά μέλη που είχαν σχετικές εμπειρίες.
Βεβαίως, κατά την εσωκομματική, αλλά και τη δημόσια συζήτηση, αναδείχτηκαν και διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, θεωρητικές θέσεις και εκτιμήσεις, καθώς και ζητήματα τα οποία χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις - συμπληρώσεις, υποδείξεις για θέματα έρευνας. Ως προς αυτά, η KE τοποθετείται ως εξής:
I. ΓIA TH MEΘOΔOΛOΓIA THΣ KE
ΔIEYKPINIZOYME:
Πρώτον: Η KE θεωρεί δεδομένη την εκτίμηση του 1995 ότι η νίκη της αντεπανάστασης και η καπιταλιστική παλινόρθωση ήταν αποτέλεσμα συνδυασμένων εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων με καθοριστικούς τους εσωτερικούς παράγοντες.
Το Κείμενο εξετάζει την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, με άξονα τη σχέση οικονομίας - πολιτικής. Από αυτήν την άποψη, δίνει προτεραιότητα στη διερεύνηση των οικονομικών νομοτελειών κατά την κατώτερη βαθμίδα διαμόρφωσης της νέας κοινωνίας και τοποθετείται και στην ανάλογη ιδεολογική και πολιτική διαπάλη, που αναπτύχθηκε στην ΕΣΣΔ, ως προς το χαρακτήρα των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. H αναγκαιότητα της περαιτέρω τοποθέτησης σε αυτό το ζήτημα τέθηκε στις Αποφάσεις της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995.
Κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ή αλλιώς κατά το μακρόχρονο πέρασμα από την καπιταλιστική στην ανεπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, η πολιτική - δηλαδή η επαναστατική εργατική εξουσία με καθοδηγήτρια δύναμη το Κόμμα της - αποκτά προτεραιότητα στη διαμόρφωση, επέκταση και εμβάθυνση των νέων κοινωνικών σχέσεων. Αυτό δεν αποτελεί βουλησιαρχία, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι σύντροφοι.
Οι σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας δεν εμφανίζονται αυθόρμητα ενόσω υπάρχουν και σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας. Δε συμβαίνει ό,τι με τις καπιταλιστικές, που εμφανίστηκαν ενόσω υφίσταντο ακόμη φεουδαρχικές σχέσεις, αν και για τις καπιταλιστικές ισχύει ότι η πολιτική εναρμόνισε τις κοινωνικές σχέσεις στο νέο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων. Η πολιτική έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξή τους, ενώ στη συνέχεια, μέσω της πολιτικής, διατηρούνται οι ιστορικά ξεπερασμένες πλέον καπιταλιστικές σχέσεις και γίνονται τροχοπέδη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως, οι σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας εμφανίζονται μόνο ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πολιτικής πράξης. Αυτό δε σημαίνει ιδεαλιστική υποβάθμιση ή και άρνηση του καθοριστικού ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων στη σχέση παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής.
Στην περίπτωση των σχέσεων κοινωνικής ιδιοκτησίας, η δυνατότητά τους εμφανίζεται στη συγκεντρωμένη βιομηχανική παραγωγή και η διαμόρφωσή τους έρχεται ως αποτέλεσμα της επαναστατικής βούλησης της εργατικής τάξης και της νίκης της απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου. Με αυτήν την έννοια, η επαναστατική πολιτική γίνεται καθοριστική στη διαμόρφωση των νέων σχέσεων παραγωγής, αλλά και στην πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, στην πορεία εξάλειψης των μεταβατικών συνεταιριστικών σχέσεων. H αντικατάσταση των συνεταιριστικών σχέσεων από τις σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, δηλαδή το πέρασμα της συνεταιριστικής παραγωγής στην άμεσα κοινωνική παραγωγή δεν πραγματοποιείται αυθόρμητα με τη σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στους συνεταιρισμούς, αλλά ως αποτέλεσμα της επαναστατικής πολιτικής πράξης.
Διευκρινίζουμε, επίσης, ότι δε θεωρούμε το συνεταιρισμό ως μη ανεπτυγμένη μορφή κομμουνιστικής σχέσης, αλλά ως μεταβατική μορφή ανάμεσα στην ατομική εμπορευματική παραγωγή και τη σοσιαλιστική (ανώριμη βαθμίδα της κομμουνιστικής). H Ιστορία έδειξε ότι μέσα στις συνεταιριστικές σχέσεις μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εμφανιστεί ή και να ενισχυθεί η ατομική απόσπαση συνεταιριστικού προϊόντος, ακόμη και κοινωνικού προϊόντος, που μπαίνει στη συνεταιριστική αγροτική παραγωγή με τη μορφή βιομηχανικών υλών και προϊόντων.
Βεβαίως, όταν λέμε προτεραιότητα της πολιτικής δε σημαίνει πολιτική αυθαιρεσία. Σημαίνει γνώση και αντικειμενική εκτίμηση της διαστρωμάτωσης της κοινωνίας, των γενικών τάσεων που διαμορφώνονται, των κοινών συμφερόντων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων (π.χ. μεταξύ της εργατικής τάξης και της αγροτιάς), αλλά και των διαφορών μεταξύ αυτών, που δυνάμει αποτελούν βάση εμφάνισης ταξικών αντιθέσεων. Σημαίνει σχεδιασμένη δράση για την εξάλειψή τους. Από αυτήν την άποψη, αποκτά καθοριστική σημασία η πάλη με τον οπορτουνισμό, δηλαδή με την ιδεολογική και πολιτική υποχώρηση στην πάλη για την εξάλειψη κάθε ατομικής ή συλλογικής - ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά και στην κατάργηση άλλων κοινωνικών διαφορών (πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας κλπ.).
Η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει ότι η ιδεολογικοποίηση αναγκαστικά υφισταμένων, για κάποια περίοδο, σημαντικών διαφορών, π.χ. προς όφελος της διευθυντικής εργασίας, οδηγεί σε πολιτική ισχυροποίησης αυτών των διαφορών. Περικλείει τη δυνατότητα απόκτησης μεγαλύτερου μέρους του κοινωνικού προϊόντος, παραβιάζοντας τη σχέση «ανάλογα με την εργασία», που, αν και δεν μπορεί να μετατραπεί άμεσα σε κεφάλαιο, οδηγεί όμως στην απόσπαση του διευθυντικού στρώματος από το κοινωνικό συμφέρον, δηλαδή στην εξέλιξή του σε κοινωνική δύναμη ξένη προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ανάπτυξη.
Με αυτήν την έννοια, η τοποθέτηση για το ρόλο του οπορτουνισμού και η εκτίμηση για κυριαρχία του στο KKΣE με ορόσημο το 20ό Συνέδριο (1956) δεν αποτελούν ιδεαλιστική ερμηνεία των εξελίξεων, γιατί η ανάπτυξη του οπορτουνισμού διερευνάται ως αντανάκλαση κοινωνικών τάσεων, εσωτερικώς και διεθνώς.
Καταλήγοντας, θεωρούμε ότι τα συμπεράσματα, από την ανάλυση της κοινωνίας της ΕΣΣΔ, με βάση τη σχέση οικονομίας - πολιτικής, αποτελούν αναγκαίο υπόβαθρο για την εξειδικευμένη έρευνα στα στοιχεία του εποικοδομήματος, όπως είναι το κόμμα, η νομοθεσία, οι θεσμοί οργάνωσης της εργατικής εξουσίας και έκφρασης της συμμαχίας της με την αυτοαπασχολούμενη και συνεταιρισμένη αγροτιά.
Θεωρούμε ότι το Κόμμα μας, με ευθύνη της νέας KE, οφείλει να δώσει συνέχεια στη διερεύνηση των παραπάνω θεμάτων, σειράς άλλων που ήδη ιεραρχούνται στο Κείμενο της KE ως αντικείμενο έρευνας, όπως είναι: Πώς επέδρασαν στην ιδεολογική και πολιτική κατάσταση του KKΣE ο διεθνής συσχετισμός κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η εσωτερική κατάσταση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. O συσχετισμός στο Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (ΣOA), αλλά και οι σχέσεις του με τις καπιταλιστικές οικονομίες. Η περαιτέρω έρευνα των διαφοροποιήσεων στους εργαζόμενους των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων και υπηρεσιών και της διαστρωμάτωσης στους ατομικούς και συνεταιρισμένους αγροτοπαραγωγούς.
H νέα KE επιφορτίζεται με το καθήκον να οργανώσει την περαιτέρω έρευνα στα συγκεκριμένα θέματα, να επιδιώξει τη συνεργασία με κομμουνιστικές δυνάμεις, ιδιαίτερα από τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στο παρελθόν, και να επιλέξει τις μορφές συμμετοχής των κομματικών δυνάμεων στην τελική διαμόρφωση των συμπερασμάτων που θα προκύψουν απ' αυτές τις εξειδικευμένες μελέτες.
Δεύτερον: Η αναγνώριση των θεωρητικών αρχών στα έργα του Λένιν, ακόμη και του Στάλιν, δεν πρέπει να συγχέεται με πολιτικές τοποθετήσεις που έγιναν σε μια ορισμένη περίοδο, που αφορούσαν τρέχουσες πολιτικές ανάγκες. Δηλαδή, είναι παρακινδυνευμένο να τεκμηριώνει κάποιος μια θέση του χρησιμοποιώντας αποσπασματικά αναφορές τους. Θα πρέπει με προσοχή να παρακολουθούμε την εξέλιξη της σκέψης τους, κάτω και από την επίδραση της ανάπτυξης της ταξικής πάλης, πότε και γιατί αναφέρθηκαν έτσι ή αλλιώς σε κάποιο ζήτημα, π.χ. απευθυνόμενοι στην αγροτιά. Τόσο ο Λένιν όσο και ο Στάλιν, στις αναλύσεις τους, αναγνώριζαν και τη διαστρωμάτωση στην αγροτιά και τα κοινά συμφέροντα μεταξύ της εργατικής τάξης και της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς στη Ρωσία, αλλά και τις διαφορές μεταξύ της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Αυτές οι διαφορές δεν υποτιμούνταν όταν, ορισμένες φορές, αναφέρθηκαν στον πολιτικό τους λόγο, π.χ. στην «εργατοαγροτική κυβέρνηση». Τότε έδιναν έμφαση στη συμμαχία, χωρίς να αναιρούν τη θεωρητική τους θέση για «εξουσία της εργατικής τάξης» (Δικτατορία του Προλεταριάτου). Το ίδιο αφορά και στις συνεταιριστικές σχέσεις. Στο λόγο τους βρίσκουμε αναφορές τους για «σοσιαλιστικές συνεταιριστικές», για συνεταιριστικές σχέσεις ως μορφή κοινωνικής ιδιοκτησίας. Ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό, αναγνώριζαν το μεταβατικό τους χαρακτήρα προς την κοινωνική ιδιοκτησία.
Παράλληλα, σημειώνουμε ότι η μη δογματική μελέτη οφείλει να αναγνωρίζει ότι υπάρχουν και μη ολοκληρωμένες προβλέψεις, εκτιμήσεις και θέσεις, κυρίως σε νέα φαινόμενα, που απαιτούν γενίκευση υπό το φως της ανάλυσής τους, συνυπολογίζοντας ότι, όπως ήταν φυσικό, δεν είχε ολοκληρωθεί η θεωρητική ανάλυση όλων των νομοτελειών της νέας κοινωνίας. Τέτοιο ζήτημα συνιστά η θέση του Στάλιν για το νόμο της αξίας στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ως προς το σκέλος της για το «ρυθμιστικό του ρόλο στην κατανομή των προϊόντων ατομικής κατανάλωσης που παράγονται στη σοσιαλιστική παραγωγή», θέση αντιφατική ως προς την, κατά την κρίση της KE του Κόμματός μας, σωστή αντίληψή του για το χαρακτήρα των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Τρίτον: Επιδίωξή μας είναι να εμπλουτίσουμε την προγραμματική μας αντίληψη για το σοσιαλισμό. Αυτό δεν είναι κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το Πρόγραμμα που διαμόρφωσε το 15ο Συνέδριο του Κόμματός μας, γιατί δεν αναιρείται ο χαρακτήρας της στρατηγικής μας, η αναγκαιότητα του επαναστατικού περάσματος στο σοσιαλισμό. O εμπλουτισμός αφορά σε ανάπτυξη και εξειδίκευση γενικότερα διατυπωμένων θέσεων στο Πρόγραμμά μας.
Το Συνέδριο είναι το πλέον αρμόδιο Σώμα για να εγκρίνει τέτοιους εμπλουτισμούς, που άλλωστε τέθηκαν σε γνώση και συζήτηση σε όλο το Κόμμα με το Κείμενο Θέσεων της KE. Αλλά και ως διαδικασία δεν είναι πρωτόγνωρη. Τα περισσότερα συνέδρια εμπλούτισαν και ανέπτυξαν παραπέρα τη στρατηγική ή το Πρόγραμμα του Κόμματος, π.χ. το 16ο ανέπτυξε παραπέρα θέσεις για το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο. Σήμερα, επιχειρούμε τον εμπλουτισμό της θέσης μας για την κατανομή στον τομέα της άμεσα κοινωνικής παραγωγής «ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας», καθώς και για την ιδιοκτησία και τη χρήση γης, για τον παραγωγικό συνεταιρισμό.
Άλλωστε, το ίδιο το Πρόγραμμα του Κόμματος προβλέπει την ανάγκη εμπλουτισμού της αντίληψής μας για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση με βάση τα συμπεράσματα από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα (Ντοκουμέντα 15ου Συνεδρίου, σελ. 124). Αλλά και η ίδια η ζωή, οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις γεννούν την ανάγκη ανάπτυξης των κομματικών θέσεων, διαδικασία μέσα από την οποία ωριμάζει η ανάγκη διαμόρφωσης νέου Προγράμματος.
Καταλήγοντας, η KE δε συμφωνεί με τις απόψεις που ισχυρίζονται ότι η περαιτέρω επεξεργασία επιμέρους θέσεών μας συνιστά αλλαγή του Προγράμματός μας.

II. ΓIA TIΣ ΔIAΦOPETIKEΣ ΘEΩPHTIKEΣ
KAI MEΘOΔOΛOΓIKEΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ.
ZHTHMATA ΔIEYKPINIΣEΩN - ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΩΝ
ΘEMATA ΠEPAITEPΩ EPEYNAΣ
Στη συνέχεια, τοποθετούμαστε στα βασικά ζητήματα του διαλόγου, στις διαφορετικές απόψεις που απορρίπτουμε. Επίσης, διευκρινίζουμε καλύτερα και αναπτύσσουμε ορισμένα ζητήματα, υιοθετούμε ορισμένες προτάσεις.
A. Όσον αφορά στη σχέση σοσιαλισμού - κομμουνισμού
Πρώτον: Αναπτύχθηκε ορισμένη κριτική στο Κείμενο ότι ταυτίζει το σοσιαλισμό με τον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, με συνέπεια, όπως ισχυρίζονται, η κριτική στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ να γίνεται με βουλησιαρχικά κριτήρια, να εκφράζει μια τάση υποτίμησης των αντικειμενικών περιορισμών και ότι αντίστοιχα αυτό εκφράζεται στην προγραμματική μας αντίληψη για τη σοσιαλιστική βαθμίδα ως προς τις νομοτέλειές της.
Διευκρινίζουμε ότι:
1. Το κείμενο δεν ταυτίζει πουθενά την κατώτερη με την ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Αντίθετα, στη Θ. 2 σελ. 5 - 6, γίνεται διεξοδική αναφορά στις διαφορές ανάμεσά τους. Επίσης, συγκεκριμένα αναφέρεται ο χαρακτήρας της μεταβατικής περιόδου στη Θ. 4, σελ. 7.
2. Σύμφωνα με τους Μαρξ και Λένιν, η βασική διαφορά ανάμεσα στην κατώτερη και την ανώτερη φάση του κομμουνισμού είναι η πλήρης και ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων («Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», «Κράτος και Επανάσταση», «Αριστερισμός», «Η Μεγάλη πρωτοβουλία» κ.ά.). Η πλήρης κατάργηση των τάξεων δεν προϋποθέτει μόνο την κατάργηση κάθε ατομικής ή συλλογικής - ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά και την κατάργηση κάθε ουσιαστικής κοινωνικής διαφοράς, που ως αντίθεση διέτρεξε όλη την προκομμουνιστική ιστορία των εκμεταλλευτικών συστημάτων (πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας, πόλης - χωριού κλπ.).
Θεωρούμε ότι η παραπάνω κριτική προς το Κείμενο της KE δείχνει επιλεκτική προσέγγιση ή έλλειψη ολοκληρωμένης θεωρητικής αντίληψης του ζητήματος.
3. Ειδικότερα, ορισμένοι σύντροφοι στηρίζουν την κριτική τους στο επιχείρημα ότι το Κείμενο της KE παραγνωρίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των «σοσιαλιστικών σχέσεων».
Η KE διευκρινίζει ότι:
Ο όρος «σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής» δεν είναι ακριβής, στο βαθμό που τις διαχωρίζει πλήρως από τις κομμουνιστικές σχέσεις, στο βαθμό που αποκρύπτει τη βασική σχέση ιδιοκτησίας, την κοινωνική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Το Κείμενο αναγνωρίζει τη διαφοροποίηση στην ανάπτυξή τους, με κύρια επίδραση στις σχέσεις κατανομής (στη σοσιαλιστική βαθμίδα «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του», ενώ στην ανώτερη κομμουνιστική «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του») Θ. 2, σελ. 5. (Και οι καπιταλιστικές σχέσεις υπέστησαν μεταβολές από το τέλος του 18ου αιώνα μέχρι την κυριαρχία του μονοπωλίου, όμως η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ, ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής - αγορά της εργατικής δύναμης, δεν άλλαξε). Δεν παραγνωρίζεται, βεβαίως, η αντανάκλαση του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στις κομμουνιστικές σχέσεις: Πώς πραγματώνεται η κοινωνική ιδιοκτησία και η κατανομή, πώς ο εργατικός έλεγχος στη διεύθυνση εξελίσσεται σε πραγματική κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση, σε ουσιαστική συγχώνευση της επιτελικής με την εκτελεστική εργασία, πώς, μέσω της γενικευμένης αυτοματοποίησης και της μορφωτικής και πολύπλευρης ανάπτυξης των ικανοτήτων όλων των ικανών προς εργασία μελών της κοινωνίας, αποφασιστικά μειώνεται ο εργάσιμος χρόνος και εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.
Δεύτερον: Διατυπώθηκε, περιορισμένα, διαφωνία ως προς τη θεωρητική και μεθοδολογική προσέγγιση του Κειμένου της KE, υποστηρίζοντας ότι κοινωνικά φαινόμενα και αντιθέσεις (μορφές ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, διαφορά πόλης - χωριού), που στη συνέχεια αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη των δυνάμεων της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, δεν είναι φαινόμενα της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ως ανώριμου κομμουνισμού. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, τα παραπάνω φαινόμενα υπάρχουν σε μια πολιτική μεταβατική περίοδο, στη δικτατορία του προλεταριάτου, κατά την οποία, αν και έχουν καταργηθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις και έχει κατ' αρχήν διαμορφωθεί η σοσιαλιστική βάση, δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί και το αντίστοιχο εποικοδόμημα, δεν έχουν διαμορφωθεί συνολικά τα χαρακτηριστικά της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας στην κατώτερη (σοσιαλιστική) βαθμίδα της. Αυτή η άποψη αναγνωρίζει γι' αυτήν τη μεταβατική περίοδο τον καθοριστικό ρόλο της πολιτικής και όχι για την κατώτερη (σοσιαλιστική) βαθμίδα του κομμουνιστικού συστήματος. Θεωρεί τη σοσιαλιστική βαθμίδα ως αταξική κοινωνία και αναγνωρίζει μόνο τη διαφορά μεταξύ χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας. Σε αυτή τη βάση, θεωρεί ότι στη σοσιαλιστική βαθμίδα έχει ξεκινήσει ο μαρασμός του κράτους, δεν υφίσταται η δικτατορία του προλεταριάτου, αφού δεν υπάρχουν διαφορετικές σχέσεις ιδιοκτησίας πέραν της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Η όποια αναφορά στο «παλλαϊκό κράτος» αφορά τις λειτουργίες υπεράσπισης της κοινωνίας μόνο από τον εξωτερικό αντίπαλο, εφ' όσον ακόμα δεν έχει κυριαρχήσει παγκόσμια ο σοσιαλισμός. Δηλαδή, θεωρεί τη σοσιαλιστική βαθμίδα πολύ ανεπτυγμένη, αλλά όχι ακόμα ώριμο κομμουνισμό.
Ως εκτίμηση καταλήγει ότι στην ΕΣΣΔ δεν είχε ολοκληρωθεί αυτή η πολιτική μεταβατική περίοδος, ότι ο σοσιαλισμός της ήταν «υπό κατασκευήν». Σε αυτή τη βάση αιτιολογείται και η δυνατότητα παλινόρθωσης των καπιταλιστικών σχέσεων.
Κατά τη γνώμη της KE, αυτή η προσέγγιση υποτιμά το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ανάπτυξη, στην πράξη υποτιμά την ταξική πάλη για την περίοδο της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, τείνει προς τον αυθόρμητο μαρασμό μορφών ατομικής - συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υποβαθμίζει το χαρακτήρα της κοινωνικής ιδιοκτησίας στη βάση υπαρκτών προβλημάτων στη «διαμεσολάβηση» μεταξύ των παραγωγών.
Ως προς τη χρήση του όρου «μεταβατική περίοδος», επισημαίνουμε τα εξής:
Οι Μαρξ - Ένγκελς αναφέρονται σε μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, γενικά δε χρησιμοποιούσαν τον όρο σοσιαλισμό για να χαρακτηρίσουν την πρώτη βαθμίδα του κομμουνισμού. Μιλούσαν για πέρασμα από την καπιταλιστική στην κομμουνιστική κοινωνία, που πραγματοποιείται από τη Δικτατορία του Προλεταριάτου (την επαναστατική εργατική εξουσία, με καθοδηγητή την πρωτοπορία της, το Κομμουνιστικό Κόμμα), δηλαδή αναφέρονταν στην κοινωνική επανάσταση με αφετηρία την πολιτική επανάσταση. Βεβαίως, διακρίνουν με σαφήνεια την πρώτη από την ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Στα έργα τους, έκαναν μεγαλύτερη αφαίρεση, ασχολούμενοι κυρίως με την ανάλυση της κοινωνίας στην Αγγλία και τη Γερμανία.
O Λένιν βρέθηκε αντιμέτωπος και με πρακτικά ζητήματα της πολιτικής επανάστασης: Την ανάπτυξη εμφυλίου και ξένης επέμβασης, αφού είχε καταληφθεί η εξουσία, δηλαδή με την ανάπτυξη της αντεπανάστασης. Τις μεγάλες καταστροφές που έφεραν την οικονομία, δηλαδή τις υλικές προϋποθέσεις, πίσω από το 1913. Το διεθνή συσχετισμό που εξελίχθηκε αρνητικά (προδοσία της επανάστασης στη Γερμανία, ήττα στην Ουγγαρία κλπ.) μετά τη λήξη μιας περιόδου επαναστατικής ανόδου στην Ευρώπη. Τη δυσκολία του υποκειμενικού παράγοντα να οργανώσει την παραγωγή και την κοινωνία με βάση τις θεσμοθετημένες νέες σχέσεις, σε συνθήκες όπου μεγεθύνθηκε, λόγω του πολέμου, η μαύρη αγορά κλπ. Σε αυτή τη φάση, αναφέρθηκε στην έλλειψη αρκετού πολιτισμού για το πέρασμα άμεσα στο σοσιαλισμό, αν και είχαν τις πολιτικές προϋποθέσεις γι' αυτό.
Έτσι, επεξεργάστηκε σχέδιο οργανωμένης οπισθοχώρησης ως προς την εξάλειψη των καπιταλιστικών σχέσεων, με ελεγχόμενη ύπαρξή τους σε περιπτώσεις μικρών και μεσαίων για την εποχή τους επιχειρήσεων, με επιβίωση των καπιταλιστών της αγροτικής παραγωγής, με εισαγωγή ξένου κεφαλαίου (NEΠ). Με αυτήν την έννοια μίλησε για μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής βάσης (κατάργηση καπιταλιστικών σχέσεων κλπ.). Αυτή η διάκριση σχετίζεται και με την ιστορικά δοσμένη πορεία της κοινωνικής επανάστασης στη Ρωσία: Την 7χρονη καθυστέρηση στη διαμόρφωση του πρώτου πεντάχρονου Κεντρικού Σχεδιασμού και την πάνω από 10 χρόνια ύπαρξη των κουλάκων.
Ο Λένιν θεωρούσε ότι για μια σειρά χώρες πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικά τα μεταβατικά μέτρα θα ήταν περιττά (βλέπε Λένιν, «Άπαντα», τ. 43, σελ. 79, τ. 44, σελ. 191 - 200).
Ο Λένιν βρέθηκε αντιμέτωπος κυρίως με τα προβλήματα της πάλης «ποιος - ποιον», δηλαδή της μεταβατικής περιόδου ως προς την εδραίωση της επαναστατικής εξουσίας και της διαμόρφωσης της σοσιαλιστικής βάσης. Πρακτικά, δεν είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αντιθέσεις μεταξύ σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και μορφών ατομικής - συνεταιρισμένης ιδιοκτησίας.
Επομένως, έχει πολιτική σημασία η αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου, της ταξικής πάλης, όχι μόνο στη «μεταβατική περίοδο» για την εδραίωση της νέας εξουσίας και υλοποίησης των μέτρων διαμόρφωσης των νέων οικονομικών σχέσεων και κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά για όλη τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, δηλαδή και στη φάση ανάπτυξης της κατώτερης βαθμίδας (σοσιαλιστικής) και προσέγγισης της ανώτερης.
Τρίτον: Η αμφισβήτηση της σοσιαλιστικής βάσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιχειρείται ως διάκριση μεταξύ της κρατικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και της κοινωνικοποίησης, υποστηρίζοντας ότι η κοινωνικοποίηση προϋποθέτει πλήρη ανάπτυξη του εργατικού ελέγχου ή και κατάργηση της διάκρισης μεταξύ εκτελεστικής και επιτελικής εργασίας.
Βεβαίως, παίρνουμε υπόψη μας τη χρονική απόσταση ανάμεσα στη νομική και πραγματική κοινωνικοποίηση. Θεωρούμε όμως ότι πρόκειται για πραγματική κοινωνικοποίηση όταν στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής έχει καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία, έχουν ενταχτεί αυτά στον Κεντρικό Σχεδιασμό και στον εργατικό έλεγχο, έστω και αν αυτός δεν έχει πλήρως αναπτυχθεί.
Δε συμφωνούμε με την άποψη ότι η πραγματική κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ επιτελικής και εκτελεστικής εργασίας. Δε συμφωνούμε με την άποψη που διαφοροποιεί την «κρατικοποίηση» μέσων παραγωγής εκ μέρους της δικτατορίας του προλεταριάτου από την κοινωνικοποίηση. Ουσιαστικά, εμμέσως, τείνει να αμφισβητήσει το ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου ως εργαλείου της ταξικής πάλης του προλεταριάτου που δεν περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα της συντριβής της αντεπαναστατικής δράσης της αστικής τάξης, αλλά έχει ως βασικό καθήκον την οικοδόμηση των νέων σχέσεων, την εξάλειψη κάθε κοινωνικής διαφοράς και ανισότητας. Η κοινωνικοποίηση στο σοσιαλισμό όπως και όλη η οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας πραγματοποιείται μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών, στον εργατικό έλεγχο κλπ.
B. Ειδικότερα ως προς την εκτίμηση για την ΕΣΣΔ
Πρώτον: Ορισμένη κριτική προς το Κείμενο της KE θεωρεί ότι η τοποθέτησή του παραπέμπει σε παρθενογένεση της οπορτουνιστικής στροφής στο 20ό Συνέδριο, χωρίς να αναγνωρίζει προγενέστερα προβλήματα, ότι ωραιοποιεί την προγενέστερη περίοδο, ότι κρίνει το 20ό Συνέδριο και τα επόμενα με βουλησιαρχική διάθεση, γι' αυτό λαθεμένα μιλά για οπορτουνιστική στροφή του KKΣE, ότι γενικά επιδιώκει να προχωρήσει γρήγορα στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, παρακάμπτοντας το πραγματικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Ως προς τη βουλησιαρχία ήδη τοποθετηθήκαμε.
Ως προς την ωραιοποίηση της περιόδου πριν από την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την παρθενογένεση της οπορτουνιστικής παρέκκλισης διευκρινίζουμε τα εξής:
1. Το Κείμενο στέκεται συγκεκριμένα σε κάθε φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ. Αποδέχεται την αναγκαιότητα της NEΠ τη δεκαετία του 1920, χωρίς όμως να την αντιλαμβάνεται ως νομοτέλεια σε κάθε ιστορική μορφή της σοσιαλιστικής επανάστασης. Θεωρούμε την εσωκομματική διαπάλη στα τέλη της δεκαετίας του 1920 - 1930 εκδήλωση της ταξικής πάλης για την κατάργηση των καπιταλιστικών υπολειμμάτων και για το προχώρημα της κολεκτιβοποίησης, ως αναγκαιότητα σε αυτήν την περίοδο για την εδραίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας.
Αυτή η γενικά σωστή κατεύθυνση δεν αναιρείται από επιμέρους υποκειμενικά λάθη του Κόμματος και των κρατικών οργάνων, είτε στη διαδικασία της κολεκτιβοποίησης είτε στον πολιτικό αγώνα. Απορρίπτουμε κατηγορηματικά τις αστικές και οπορτουνιστικές προσεγγίσεις περί «κόκκινου φασισμού» ή «ολοκληρωτισμού» επί Στάλιν.
Δεν έχουμε την άποψη περί αιφνίδιας εμφάνισης και κυριαρχίας του οπορτουνισμού. Άλλωστε, αναδεικνύεται η εσωκομματική διαπάλη που προηγήθηκε (τέλος της δεκαετίας του 1920, δεκαετία του 1930, αρχές δεκαετίας του 1950) ως αντανάκλαση της ταξικής πάλης. Βάση των διαφωνιών ήταν η στάση απέναντι στο ζήτημα της ιδιοκτησίας, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η στάση απέναντι στην αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στα καπιταλιστικά στοιχεία, ειδικά στο χωριό, μετά κυρίως, απέναντι σε μορφές ατομικής - ομαδικής ιδιοκτησίας. Αναγνωρίζουμε την ύπαρξη οπορτουνιστικών τάσεων μέσα στο Κόμμα και πριν από το 20ό Συνέδριο, οι οποίες έγιναν κυρίαρχες στο Κόμμα μετά το θάνατο του Στάλιν, στη διαδικασία του 20ού Συνεδρίου και στη συνέχεια. Περαιτέρω ιστορική έρευνα θα φωτίσει όλους τους παράγοντες και τις συνθήκες που έκαναν κατορθωτή αυτή τη μεταστροφή.
Το Κείμενο της KE αναγνωρίζει προβλήματα πάνω στα οποία έγινε δυνατή η απότομη ισχυροποίηση του οπορτουνισμού. Μεταξύ αυτών, σημαντική θέση κατέχουν οι θεωρητικές συγχύσεις και ανεπάρκειες σε περίοδο κατά την οποία κρινόταν η αναγκαιότητα επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων.
Το Κείμενο της KE διευκρινίζει, επίσης, ότι τα προβλήματα της πάλης για το προχώρημα της σοσιαλιστικής πορείας επανήλθαν πιο επιτακτικά μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη μεταπολεμική οικονομική ανόρθωση. Δηλαδή, ήταν ιστορικές, εσωτερικές και διεθνείς, οι συνθήκες που εξ αντικειμένου διαμόρφωναν σημείο καμπής, προς τα εμπρός ή προς τα πίσω.
Συμφωνούμε με την ανάγκη να αναδειχτούν καλύτερα οι διεθνείς συνθήκες που ευνόησαν την ισχυροποίηση του οπορτουνισμού που τελικά κυριάρχησε στη δεκαετία του 1950:
Η πολύπλευρη εξωτερική πίεση από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 πήρε τη μορφή:

  • Γερμανικής ιμπεριαλιστικής κατοχής σημαντικού τμήματος της ΕΣΣΔ.
  • Ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης της ΕΣΣΔ μέσω της αναγκαστικής συμμαχίας της με τις HΠA - M. Βρετανία.
  • Προβλήματα γραμμής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στα Κομμουνιστικά Κόμματα των HΠA και της M. Βρετανίας, δηλαδή στα Κομμουνιστικά Κόμματα των κύριων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διαμορφώθηκαν σε σύμμαχες, όταν σημαντικό τμήμα της ΕΣΣΔ βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
  • Πίεση από μικροαστικές δυνάμεις στα απελευθερωτικά μέτωπα και κυβερνήσεις τους σε νέα συμμαχικά προς την ΕΣΣΔ κράτη.

Η εξωτερική πίεση διαπλέχτηκε με την εσωτερική πίεση από μικροαστικές (ή και αστικής καταγωγής στελέχη στην οικονομία και στη διοίκηση) δυνάμεις. H ατομική εμπορευματική παραγωγή ενισχύθηκε στην ΕΣΣΔ με την προσχώρηση νέων περιοχών μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες για την ανάπτυξη του οπορτουνισμού, συνθήκες στις οποίες συντελέστηκε μεγάλη διεύρυνση των γραμμών του Κόμματος, απώλεια στελεχών και μελών της Επανάστασης.
Προς περαιτέρω διερεύνηση είναι η εξέλιξη της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος, των εσωκομματικών διαδικασιών (οι αιτίες της μεγάλης καθυστέρησης στη διεξαγωγή συνεδρίου).
2. Η εκτίμηση της KE ότι το 20ό Συνέδριο του KKΣE αποτέλεσε στροφή προς τα πίσω ιδεολογικά και πολιτικά δεν είναι καινούρια, διατυπώθηκε το 1995. Δεν έχουν βάση και οι τοποθετήσεις που ερμηνεύουν τις Θέσεις της KE ως Θέσεις που θεωρούν ότι το 20ό Συνέδριο ανέτρεψε την πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η KE υποστηρίζει ότι με το 20ό Συνέδριο εξελικτικά ανακόπηκε η δυναμική της σοσιαλιστικής πορείας, σε μια πορεία ενισχύθηκαν αντί να αμβλυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες και διαφορές, η διαδικασία αναχαίτισης της επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων ενίσχυσε τα στοιχεία και τη δυνατότητα ανατροπής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αυτή η διαδικασία εξελισσόταν με πάλη, με σταθμούς και διαβαθμίσεις. Χάθηκε εξελικτικά ο πρωτοποριακός καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος, ως κόμματος εξουσίας και πυρήνας στο επαναστατικού χαρακτήρα πολιτικό σύστημα. Επήλθε χαλάρωση και άμβλυνση των αρχών και κανόνων λειτουργίας του Κόμματος και της πολιτικής ανάδειξης στελεχών. Στις γραμμές του, διεξήχθη διαπάλη πριν, στη διάρκεια και μετά το 20ό Συνέδριο, ακόμη και στην «τελευταία πράξη του δράματος», στο 28ο Συνέδριο, ανεξάρτητα από το βαθμό της ιδεολογικής και πολιτικής καθαρότητας και συνοχής των κομμουνιστικών δυνάμεων απέναντι στις αντεπαναστατικές δυνάμεις. H Ιστορία έδειξε ότι στο 28ο Συνέδριο, «παραμονή» της τελικής επίθεσης της αντεπανάστασης, στο KKΣE συνυπήρχαν αστικές, οπορτουνιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Οι κομμουνιστικές δεν είχαν τη δύναμη να κυριαρχήσουν, να αποτρέψουν τη νίκη της αντεπανάστασης, παρόλο που αντιστάθηκαν στο 28ο Συνέδριο, στη συνέχεια συγκροτήθηκαν στο «Ενιαίο Μέτωπο των Εργαζομένων της Ρωσίας», ανέδειξαν τους υποψηφίους τους για τη θέση του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Ρωσίας, στο «Κίνημα Κομμουνιστική Πρωτοβουλία», προσπάθησαν να επιτύχουν τη διαγραφή του Γκορμπατσόφ από το Κόμμα για αντικομμουνιστική δράση.
H KE δε συμμερίζεται την άποψη ορισμένων συντρόφων ότι στο 20ό Συνέδριο συντελέστηκε ανατροπή της σοσιαλιστικής πορείας, δηλαδή ότι συντελέστηκε καπιταλιστική παλινόρθωση. Παραμένει στη θέση (και του 14ου Συνεδρίου και της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995) ότι η σοσιαλιστική πορεία μπήκε σε τροχιά οπισθοχώρησης με το 20ό Συνέδριο, διευρύνθηκε σταδιακά η δυνατότητα να γίνεται συσσώρευση προϊόντος έξω από τον Κεντρικό Σχεδιασμό. Στη συνέχεια, η ανατροπή της σοσιαλιστικής πορείας ως αντεπανάσταση δρομολογήθηκε με όχημα την «περεστρόικα» που παραπλανητικά χρησιμοποίησε σοσιαλιστικά συνθήματα. H αντεπανάσταση έδωσε το τελικό χτύπημα στο διάστημα 1988 - 1991, αφού είχε προηγηθεί προδοσία της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού από το κυρίαρχο τμήμα στην ηγεσία του KKΣE.
Βεβαίως, είναι ζητήματα περαιτέρω διερεύνησης: Η διαπάλη στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και οι αμφίδρομες επιδράσεις προς και από το KKΣE. Η εσωκομματική πάλη στο KKΣE. Η εξέλιξη της ταξικής διαστρωμάτωσης και της οργάνωσης και διεύθυνσης της παραγωγής στην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες της Ιστορίας της.
Δεύτερον: Εκφράστηκαν και κάποιες απόψεις που θεωρούν ότι η σοσιαλιστική βάση δε διαμορφώθηκε, γιατί ήταν ανώριμες οι υλικές προϋποθέσεις στην τσαρική Ρωσία, αλλά και σε άλλες χώρες στις οποίες αρχικά νίκησε η προλεταριακή πολιτική επανάσταση.
Άλλη παραλλαγή της παραπάνω άποψης θεωρεί ότι στην ΕΣΣΔ δεν είχε κυριαρχήσει η σοσιαλιστική βάση, που μόλις αναπτυσσόταν, και γι' αυτό υποχώρησε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στις νέες συνθήκες που προέκυψαν.
Επισημαίνουμε τα εξής:
Βεβαίως, η «καπιταλιστική κληρονομιά», πολύ περισσότερο οι προκαπιταλιστικές επιβιώσεις καθορίζουν και τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την πολιτική επανάσταση στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής βάσης, καθώς και την πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, την προσέγγιση προς την κομμουνιστική βαθμίδα.
Δε θεωρούμε όμως ότι στην ΕΣΣΔ διαμορφώθηκε απλά μια εκτεταμένη κρατικοποίηση και όχι κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων στη βιομηχανία, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η μεγάλη άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων και η βοήθεια σε τρίτες χώρες, για να βγουν από την αποικιοκρατία και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Χαρακτηρίζουμε ως σοσιαλιστική την πορεία στην ΕΣΣΔ, με κριτήριο την εξάλειψη της καπιταλιστικής σχέσης και την αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πρώτα απ' όλα για το σύνολο του ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού επί δεκαετίες, ακόμη και μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Θεωρούμε ότι ιστορικά ξεπεράστηκαν έως τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τα βασικά προβλήματα που αφορούσαν στη βαθιά εσωτερική ανισομετρία της τσαρικής αυτοκρατορίας που κληρονόμησε η Επανάσταση. Αυτή η πραγματικότητα καταγραφόταν στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, ως προς το μερίδιο της ΕΣΣΔ στην παγκόσμια παραγωγή βιομηχανικών υλών και μεταποίησης και στο επίπεδο της εργατικής δύναμης (αυτή η πραγματικότητα είχε εντυπωσιάσει και φοβίσει ακόμη και εκπροσώπους της πρώτης καπιταλιστικής δύναμης της εποχής, των HΠA). Αυτή η τάση στην εξέλιξη του διεθνούς συσχετισμού στα μερίδια της παραγωγής σταδιακά ανακόπηκε και ανατράπηκε στη δεκαετία του 1970, ιδιαίτερα κατά τη φάση αναζωογόνησης - ανόδου που συντελέστηκε στην καπιταλιστική οικονομία μετά την κρίση του 1973.
Αυτή η τοποθέτηση της KE δεν έρχεται σε αντίθεση με την ανακοπή της σοσιαλιστικής δυναμικής κατά τις δεκαετίες 1960, 1970 και την αλλαγή του συσχετισμού στη δεκαετία του 1980. Αυτές οι εξελίξεις, βέβαια, είχαν την αντανάκλασή τους στο χαρακτήρα του Κόμματος και της εξουσίας, που τελικά λύθηκε με τη νίκη της αντεπανάστασης.
Υπενθυμίζουμε ότι γενικά πίσω από την αντίληψη περί «ανωριμότητας» διαχρονικά υποτιμιόταν ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα και «κρύβονταν» οπορτουνιστικές θέσεις: «Ανώριμη» η σοσιαλιστική επανάσταση (1917 μενσεβίκοι), «ανώριμο» το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων (1930 Μπουχάριν - Τρότσκι), «ανώριμη» η δυνατότητα επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων τη δεκαετία του 1950, αντιλήψεις που αντιτίθονταν στο προχώρημα της κοινωνικής επανάστασης, δηλαδή στην οικοδόμηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Τρίτον: Ορισμένες τοποθετήσεις παρερμηνεύουν τη θέση του Κειμένου της KE ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν «ώριμο» να τεθεί το ζήτημα της περαιτέρω ανάπτυξης (επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων), θεωρώντας ότι υποστηρίζουμε πως τότε η ΕΣΣΔ έφτανε στην ώριμη κομμουνιστική βαθμίδα.
Ειδικότερα, ορισμένοι σύντροφοι αμφισβητούν αν ήταν ώριμο στη δεκαετία του 1950 να προχωρήσει η επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή.
1. Κατ' αρχήν, υποστηρίζουμε ότι η επέκταση των σοσιαλιστικών (ανώριμων κομμουνιστικών) σχέσεων σε σφαίρες της παραγωγής όπως η αγροτική, όπου καθυστερούσαν, ή και η εμβάθυνσή τους στην κατανομή, σημαίνει προσέγγιση της κομμουνιστικής βαθμίδας κι όχι πραγματοποίησή της. O ώριμος κομμουνισμός προϋποθέτει: Πλήρη κατάργηση της διαφοράς μεταξύ πόλης - χωριού, πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας, νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στο μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέρος του καπιταλισμού.
2. Διευκρινίζουμε σχετικά με τα κριτήρια της ωριμότητας για την επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή:
Η δυνατότητα αλλαγής των σχέσεων στην αγροτική παραγωγή αφορά σε μεγάλο βαθμό τις ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ (η NEΠ πραγματοποιήθηκε πρώτα απ' όλα γιατί δεν μπορούσε η βιομηχανία να στηρίξει μια κολεκτιβοποίηση): Να διοχετεύει τις ανάλογες μηχανές, ο Κεντρικός Σχεδιασμός να πραγματοποιεί μεγάλης κλίμακας έργα βελτίωσης της αγροτικής παραγωγικότητας, προστασίας της από καιρικές καταστροφές, γρήγορη και ασφαλή αποθήκευση - συσκευασία - συντήρηση - μεταφορά, την ανάλογη εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, την εκ βάθρων αλλαγή του αγροτικού τρόπου ζωής με την ανάπτυξη του μορφωτικού - πολιτιστικού επιπέδου και την αναμόρφωση της υπαίθρου με σύγχρονους αστικούς οικισμούς.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχαν γίνει σοβαρά βήματα στην ΕΣΣΔ προς αυτήν την κατεύθυνση (το κείμενο δίνει στοιχεία π.χ. για την αναλογία τρακτέρ ανά κολχόζ). Το KKΣE ασχολήθηκε με την επιλογή κατεύθυνσης στην επίλυση παλιών και τότε νέων προβλημάτων.
Ο Στάλιν, ως ΓΓ της KE του Κόμματος, αναγνώριζε τη διαφορά ανάμεσα στο συνεταιρισμό και την κοινωνική ιδιοκτησία ως πρόβλημα που δυσκόλευε το σχεδιασμό. Το ανέδειξε ως παράδειγμα της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής στο σοσιαλισμό, που έπρεπε σχεδιασμένα να ξεπεραστεί. Απέρριψε τις προτάσεις, που ουσιαστικά στόχευαν στην ενίσχυση της εμπορευματικής φύσης του συνεταιρισμού. Έθεσε ως στόχο τον αποκλεισμό των περισσευμάτων της κολχόζνικης παραγωγής από το σύστημα της εμπορευματικής κυκλοφορίας και το πέρασμά τους στο σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ (Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 118).
Γενικότερα, άνοιξε τον προσανατολισμό για μετατροπή των ανεπτυγμένων κολχόζ σε σοβχόζ, για συνένωση μικρών και μικρής απόδοσης κολχόζ σε μεγαλύτερα κλπ.
3. Οι Θέσεις της KE υποστηρίζουν ότι σε μεγάλο τμήμα, πρώτ' απ' όλα της ανεπτυγμένης συνεταιριστικής παραγωγής (κολχόζ), είχαν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις μηχανοποίησης και υποδομών, ώστε να περάσουν σε άμεση κοινωνικοποίηση, πλήρως να καταργηθεί η ατομική παραγωγή. Είναι αντίφαση να υπάρχει π.χ. σχεδιασμένα οργανωμένη και μηχανοποιημένη καλλιέργεια γεωργικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων και παράλληλα να παράγεται και ατομικά το ίδιο προϊόν με σκοπό την πώλησή του στην αγορά. Αυτός ο συνδυασμός ήταν αναγκαίος στην περίοδο της πολύ χαμηλής μηχανοποίησης και των ανύπαρκτων υποδομών.
Τα στοιχεία, που παραθέτουν ορισμένοι σύντροφοι ως προς την αύξηση της παραγωγικότητας των κολχόζ και της συγκέντρωσης παραγόμενου προϊόντος, συνηγορούν ακριβώς στην ωριμότητά τους για το πέρασμα στην άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία, στην πλήρη ένταξή τους στον Κεντρικό Σχεδιασμό, στην πλήρη ένταξη του εργατικού δυναμικού στις ανάλογες σχέσεις κατανομής (μισθού, ωραρίου, κοινωνικής ασφάλισης κλπ.). Βεβαίως, ορισμένα από τα στοιχεία που παρατίθενται αφορούν μεταγενέστερη περίοδο (όπου εφαρμόζονταν οι μεταρρυθμίσεις), κατά την οποία τα κολχόζ πραγματοποιούσαν, παράλληλα με την αγροτική, και άλλου είδους παραγωγική δραστηριότητα (π.χ. οικοδομική) και ενισχύονταν η ιδιωτική παραγωγή και το ιδιωτικό εμπόριο (αυξήθηκαν τα εκτάρια γης για ιδιωτική παραγωγή και ο όγκος διάθεσής της στην αγορά).
Επίσης, δε θεωρούμε ως δείκτη επέκτασης των κομμουνιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή την αριθμητική αύξηση των σοβχόζ σε σχέση με τα κολχόζ, γιατί ένα μέρος της μείωσης των κολχόζ προερχόταν από συνενώσεις. Έχει σημασία σε ποιους κλάδους της αγροτικής παραγωγής γινόταν η επέκταση των σοβχόζ, καθώς επίσης και οι αλλαγές στο καθεστώς λειτουργίας και των σοβχόζ και των κολχόζ μετά τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις κατά τη δεκαετία του 1960.
Βεβαίως, το ζήτημα των σχέσεων στην αγροτική οικονομία χρήζει εκτενέστερης μελέτης.
Ειδικότερα για τα ζητήματα του εποικοδομήματος
Πρώτον: Ορισμένες τοποθετήσεις προτάσσουν ως βασική αιτία της ανατροπής ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του Κόμματος και του κράτους. Δίνουν έμφαση στη «δημοκρατία» και τις «ελευθερίες», υποστηρίζοντας ότι το Κόμμα αποκόπηκε από τις μάζες και τους προβληματισμούς τους ή υποτίμησε τους συμμάχους. Κάποιες τοποθετήσεις θεωρούν ως αφετηρία του προβλήματος τον τρόπο που διεξήχθη η εσωκομματική διαπάλη στη δεκαετία του 1930, με ευθύνη της ηγεσίας του KKΣE.
Οι παραπάνω απόψεις παραβλέπουν τη σχέση βάσης - εποικοδομήματος, αλλά και τα ιδιαίτερα προβλήματα της ταξικής πάλης στις διάφορες φάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ανάπτυξης. Δεν αναγνωρίζουν την αντανάκλαση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του Κόμματος και των οργάνων εξουσίας. Δεν υπολογίζουν ότι το Κόμμα, ως καθοδηγητική δύναμη στα όργανα εξουσίας, αντιδρά ανάλογα με τις συνθήκες, ότι, ανάλογα με το τι κρίνεται για την πορεία της επανάστασης, ποικίλλει η αντιμετώπιση ηγετών αντιπολιτευτικών τάσεων, ενεργειών παρεμπόδισης της εφαρμογής αποφάσεων.
Το τσάκισμα του αστικού κράτους δεν πραγματοποιείται με συγκερασμό κάποιων «θετικών» της αστικής δημοκρατίας με εκείνα της νέας εξουσίας. Η νέα εξουσία θέτει σε τελείως διαφορετική βάση τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Διαμορφώνει τις δικές της δομές και λειτουργίες, συντρίβοντας με την επαναστατική της ορμή τις δομές και τις λειτουργίες της αστικής εξουσίας. Με αυτήν την έννοια, δεν μπορούμε να βλέπουμε ποσοτικά τη διεύρυνση των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών, με βάση τα αστικά δικαιώματα. Τα προσδιορίζουμε ταξικά. Ανάλογα με την έκβαση της πάλης με την αστική τάξη μπορεί να υπάρξει και περίοδος περιορισμού των δικαιωμάτων της. Αυτό δεν είναι ανάλογο με τον περιορισμό της δράσης Κομμουνιστικών Κομμάτων στον καπιταλισμό, αλλά ανάλογο με τον περιορισμό της πολιτικής έκφρασης των φεουδαρχών στην περίοδο της επαναστατικής ορμής της αστικής τάξης. Πολύ περισσότερο που η αστική τάξη είναι όχι μόνο ιστορικά αντιδραστική, αλλά και μικρή μειοψηφία που εκμεταλλευόταν την πλειοψηφία.
Η δικτατορία του προλεταριάτου θα αξιοποιήσει όλες τις μορφές κυριαρχίας, και τον καταναγκασμό, και την πειθώ, και το συμβιβασμό με τις σύμμαχες δυνάμεις, και τη διαπάλη ανάλογα με τις φάσεις και τις καμπές στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. H εξουσία δεν πραγματοποιείται μόνο με ιδεολογική δουλειά, αλλά και με επιβολή. Το νέο χαρακτηριστικό στη δικτατορία του προλεταριάτου, στην άσκηση της εργατικής εξουσίας, είναι ότι στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών μέσα στα όργανα εξουσίας και τις μαζικές οργανώσεις.
Τα λάθη και οι παρεκκλίσεις από την επαναστατική γραμμή και η μη έγκαιρη διόρθωση και αντιμετώπισή τους βεβαίως δημιουργούν κινδύνους και επιδρούν αρνητικά στην παραπέρα πορεία του Κόμματος. Έτσι εξηγείται η σταδιακή πορεία του KKΣE προς τον εκφυλισμό στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και αφού είχαν μεσολαβήσει τρεις δεκαετίες από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή και δυο δεκαετίες από τις αρνητικές συνέπειες των «μεταρρυθμίσεων Κοσίγκιν».
Στα Ντοκουμέντα της Πανελλαδικής μας Συνδιάσκεψης του 1995 περιλαμβάνονται τα παρακάτω συμπεράσματα, τα οποία επιβεβαιώνουμε: «Ένα συμπέρασμα είναι το Κόμμα και στις πιο σύνθετες και δύσκολες στιγμές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν πρέπει να υποτιμά ότι πέρα από το κύριο και βασικό, που είναι η αντεπαναστατική απειλή, ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνονται καταχρήσεις εξουσίας και αυθαιρεσίες από στελέχη και όργανα. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να συγχέεται και να ταυτίζεται η αντισοσιαλιστική κριτική και δράση με την κριτική των πραγματικών λαθών και παρεκκλίσεων» (σελ. 41).
Παραμένει ανοιχτό προς διερεύνηση ζήτημα πώς υλοποιήθηκε σε διάφορες περιόδους της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ η σχέση «Κόμμα - σοβιέτ - εργατικές και λαϊκές δυνάμεις», η ανάδειξη της θετικής πείρας αλλά και των αδυναμιών και προβλημάτων. Παραμένει θεμελιακό συμπέρασμα ότι ο επαναστατικός χαρακτήρας του Κόμματος και ο καθοδηγητικός του ρόλος στην κοινωνία επιβεβαιώνονται στην πράξη.
Δεύτερον: Λαθεμένη είναι και η άποψη που υποστηρίζει ως σωστό θεωρητικά, αλλά πρόωρο από την άποψη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού, το παλλαϊκό κράτος. Το κράτος είναι πάντα κράτος μιας τάξης. Δεν έχουν βάση οι αναφορές στον Λένιν για τη στήριξη του «παλλαϊκού κράτους». Ο Λένιν ξεκάθαρα μιλούσε για απονέκρωση του «προλεταριακού κράτους» («Άπαντα, Λένιν», τ. 33, σελ. 18, 89).
Τρίτον: Ορισμένες τοποθετήσεις αμφισβητούν τη θέση ότι η εργατική τάξη συγκροτείται ως κυρίαρχη τάξη πρώτα απ' όλα με το Κόμμα της.
Πρόκειται για απόψεις που τείνουν στην άποψη ότι η ταξική συνείδηση αναπτύσσεται αυθόρμητα και ενιαία, ότι ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης ασκείται ενιαία.
Διευκρινίζουμε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν ασκεί απλά ένα διαφωτιστικό ρόλο, αλλά αποτελεί την καθοδηγητική δύναμη της ηγετικής τάξης, όχι μόνο στην οργάνωση και νίκη της πολιτικής επανάστασης αλλά και της κοινωνικής. Το ζήτημα, αν το Κόμμα ανταποκρίνεται ή όχι σε αυτό το ρόλο, δεν πρέπει να συγχέεται με την εξ ορισμού αμφισβήτηση του ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Τέταρτον: Αδυναμία ορισμένων τοποθετήσεων είναι ότι ανάγουν όλα τα προβλήματα της ταξικής πάλης σε προβλήματα κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας, αποσπασμένα από τις επιδράσεις που ασκούν στο Κόμμα ξεχωριστά συμφέροντα μικροαστικών δυνάμεων, ακόμη και τμημάτων της εργατικής τάξης. Έτσι, λαθεμένα ανάγουν σε ξεχωριστή κοινωνική δύναμη τα κομματικά και κρατικά στελέχη. Πρόκειται για άποψη υπό την επίδραση της αστικής αντίληψης για τα κόμματα και την πολιτική.
Γ. Για τις οικονομικές νομοτέλειες στο σοσιαλισμό
α) Για τον Κεντρικό Σχεδιασμό
Εκφράστηκε, περιορισμένα, η αμφισβήτηση ότι ο Κεντρικός Σχεδιασμός αποτελεί σοσιαλιστική νομοτέλεια. Υποστηρίχτηκε ότι νομοτέλεια είναι η αναλογική ανάπτυξη, ενώ ο Κεντρικός Σχεδιασμός είναι προϊόν του υποκειμενικού παράγοντα.
Συμφωνούμε με την παρατήρηση ότι δε συνιστά νομοτέλεια το εκάστοτε σχέδιο του Κεντρικού Σχεδιασμού, το οποίο μπορεί να προσεγγίζει περισσότερο ή λιγότερο την αναγκαιότητα της αναλογικής ανάπτυξης.
Η KE στην έννοια του Κεντρικού Σχεδιασμού καταγράφει την αναγκαιότητα της συνειδητής αποτύπωσης νομοτελειακά αναγκαίων κλαδικών αναλογιών για την εξασφάλιση της διευρυνόμενης κοινωνικής ευημερίας. Με αυτήν την έννοια, χαρακτηρίζει τον Κεντρικό Σχεδιασμό ως κοινωνική σχέση, που εκφράζει τη σχέση ιδιοκτησίας, τον τρόπο συνένωσης των άμεσων παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, τον έλεγχο των άμεσων παραγωγών στο τι και πόσο θα παραχθεί και το πώς θα κατανεμηθεί στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, πόσο από το παραγόμενο προϊόν προορίζεται για τη διευρυμένη αναπαραγωγή, για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών μέσω κοινωνικών υπηρεσιών και για την άμεση κατανομή στους εργαζόμενους, ώστε να πραγματοποιείται η σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Διευκρινίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στον Κεντρικό Σχεδιασμό ως νομοτέλεια και το κάθε φορά συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο μπορεί να μην αποτυπώνει τη νομοτέλεια, όπως ιστορικά αποδείχτηκε.
Στην επιτυχημένη προσέγγιση της νομοτέλειας από τον εκάστοτε Κεντρικό Σχεδιασμό συμπυκνώνεται η επιβεβαίωση της πολιτικής από την πράξη, ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα (Κόμμα - κράτος - εργατική τάξη) στη στρατηγική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ανάπτυξης. Διευκρινίζουμε ότι ο επιθετικός προσδιορισμός του Σχεδιασμού ως «κεντρικού» εννοείται ως προϋπόθεση και για την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας και της ενεργητικότητας των παρακάτω κρίκων.
β) Για τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις
Πρώτον: Ορισμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις θα «απονεκρωθούν» κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (όπως π.χ. συμβαίνει με το κράτος). Σε ορισμένες περιπτώσεις υπονοείται και το ξεπέρασμά τους μέσω της ανάπτυξής τους. Διατυπώθηκε και η άποψη ότι το πρόβλημα της σοβιετικής οικονομίας, ιδιαίτερα μετά το 1956, ήταν ο τρόπος στην εξέλιξη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων που αλλοίωνε την αναγκαιότητα ύπαρξής τους.
Σε κάθε περίπτωση, δε θεωρούμε σωστές αυτές τις τοποθετήσεις. Οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις παύουν να υπάρχουν όταν πάψουν να υπάρχουν τα στοιχεία της παλιάς κοινωνίας που τις αναπαράγουν. Αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αυθόρμητα αλλά συνειδητά, μέσω της πολιτικής της εργατικής εξουσίας. Δηλαδή, η δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει να έχει πολιτική για την εξάλειψη των στοιχείων της παλιάς κοινωνίας, πολιτική ένταξης της κάθε ατομικής εργασίας σε άμεσα κοινωνική εργασία.
Δεύτερον: Ορισμένες άλλες τοποθετήσεις λαθεμένα θεωρούν ως εμπόρευμα το προϊόν που προέρχεται από τις σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες και που δεν κατανέμεται σε όλους δωρεάν.
Κατά τον Μαρξ, εμπόρευμα δεν είναι γενικά μια παραγόμενη αξία χρήσης, αλλά αυτή που παράγεται με σκοπό την ανταλλαγή. Τα προϊόντα ατομικής κατανάλωσης δεν κατανέμονται σε όλους δωρεάν, όμως δεν είναι εμπορεύματα, δεν παράγονται με σκοπό την ανταλλαγή, αλλά σχεδιασμένα για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, η οποία επέρχεται ως αποτέλεσμα της συμμετοχής στην κοινωνική παραγωγή. H άνιση κατανομή τους γίνεται λόγω της ανεπάρκειας για όλους και της αναγκαστικής για την κοινωνία εργασίας στις συνθήκες του σοσιαλισμού. Οι Θέσεις αναφέρουν ότι σε αυτό το ζήτημα εκδηλώθηκαν θεωρητικές ανεπάρκειες και αντινομίες και σε περίοδο που η ηγεσία του KKΣE υποστήριζε την κατεύθυνση σχεδιασμένης εξάλειψης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων (θεωρητική συζήτηση του 1951).
γ) Για τη σχέση κατανομής «ανάλογα με την εργασία»
Ορισμένες τοποθετήσεις διαφωνούν με το χρόνο εργασίας ως βασικού κριτηρίου για την κατανομή του μη δωρεάν διανεμόμενου κοινωνικού προϊόντος, που προτάσσουν οι Θέσεις.
O K. Μαρξ θέτει ότι βασικό κριτήριο στο σοσιαλισμό είναι ο χρόνος εργασίας που εκφράζει την ατομική συνεισφορά στη συνολική κοινωνική εργασία. H κοινωνία δίνει πίσω με άλλη μορφή ποσότητα εργασίας που της προσφέρθηκε από τον ατομικό παραγωγό. Οι Θέσεις επαναδιατυπώνουν αυτήν τη θέση. Με βάση αυτήν τη θέση, κρίνουμε ότι η ηγεσία του KKΣE το 1951 δεν είχε ολοκληρωμένη ερμηνεία των σχέσεων κατανομής.
Το Κείμενο δε διαμορφώνει μισθολογική κλίμακα, ούτε μπορεί, ούτε έχει σκοπό κάτι τέτοιο. Τοποθετείται απορριπτικά στην αξιακή αποτίμηση του αποτελέσματος της εργατικής δύναμης (αναγωγή της σύνθετης σε απλή εργασία) κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Υπενθυμίζουμε ότι η αναγωγή της σύνθετης σε απλή γίνεται μέσω της ανταλλαγής ισοδύναμων αξιών στην εμπορευματική παραγωγή. Στην άμεσα κοινωνική παραγωγή το προϊόν δεν είναι εμπόρευμα.
Διευκρινίζουμε επίσης ότι οι εργασίες που παράγουν αξίες χρήσης δεν μπορεί παρά να είναι ωφέλιμες (αν όχι είναι πρόβλημα του σχεδιασμού) και δεν μπορούν να συγκριθούν με βάση την αξιακή προσέγγιση.
Είναι παραποίηση των Θέσεων της KE η άποψη ότι η θέση της για την κατανομή έχει εξισωτικό χαρακτήρα, «πολεμικού κομμουνισμού». Θέτουμε το βασικό κριτήριο αλλά και σύνολο άλλων κριτηρίων (βλέπε Θ. 7, σελ. 9 - 10): Υλικοί όροι της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η κάθε «ατομική» εργασία, ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κλπ., άλλες ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ., η ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Θεωρούμε ότι πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως: εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, διευκόλυνση της άσκησης εργατικού ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση.
Πρόκειται για πολύ σαφή τοποθέτηση που δεν αφήνει κανένα παράθυρο ανοιχτό στην άποψη ότι «θα αμείβεται ο τεμπέλης, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή την προσπάθεια για ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας με γνώση, εξειδίκευση κλπ.».
Η παρούσα θέση της KE αποτελεί ανάπτυξη της θέσης του Προγράμματος «ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας», η οποία στη γενική της διατύπωση μπορεί να παρερμηνευτεί.
Δίνει έμφαση στην αποτελεσματικότητα της κολεκτίβας στην παραγωγική μονάδα ή κοινωνική υπηρεσία που εξαρτάται από το αποτέλεσμα διαφορετικών ειδικών εργασιών. Π.χ. στο κέντρο υγείας ή στο νοσοκομείο η αποτελεσματικότητα εξαρτάται όχι μόνο από την εργασία των γιατρών αλλά και των νοσηλευτών, των τεχνικών ιατρικών εργασιών, των εργασιών καθαριότητας, σίτισης κλπ., με τάση να μειώνονται οι καθαρά χειρωνακτικές εργασίες με τη μηχανοποίηση, να συνδυάζονται με κίνητρα μείωσης του εργάσιμου χρόνου και πρόσβασης σε επιμορφωτικά προγράμματα, υπηρεσίες αναψυχής, πολιτισμού κλπ. Απορρίπτουμε τη χρηματική μορφή των κινήτρων.
Διασαφηνίζουμε ότι η εξειδικευμένη εργασία δεν ταυτίζεται με την επιστημονική. Διευκρινίζουμε ότι η μισθολογική πολιτική δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο στη δικτατορία του προλεταριάτου για να αυξηθεί η «ποσότητα και ποιότητα» της εργασίας, καθώς και για να διασφαλιστεί η επαρκής προσφορά ιδιαίτερα εξειδικευμένης εργασίας (σωματική και πνευματική). H σοσιαλιστική εξουσία προσανατολίζεται στην επίλυση των μισθολογικών διαφορών, εξασφαλίζοντας την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών για όλους τους εργαζόμενους και προγραμματίζοντας τη διαμόρφωση των γενικών υλικών όρων, αλλά και ατομικών προϋποθέσεων, από τις οποίες εξαρτάται η απόδοση της εργασίας. Ταυτόχρονα, καλλιεργεί την κομμουνιστική συνείδηση στην εργασία.
Η ανάπτυξη της θέσης του Προγράμματος αποκλείει τη δυνατότητα να θεωρητικοποιηθεί οποιαδήποτε πολιτική παρέκκλισης με βάση ειδικές ανάγκες, στο όνομα της διαφορετικής ποιότητας (μεταφέροντας ως νομοτέλεια στο σοσιαλισμό διαφορές στην αμοιβή της διευθυντικής - επιστημονικής εργασίας από αυτήν της εκτελεστικής εργασίας που κληρονομεί από τον καπιταλισμό).
δ) Σχετικά με τον αγροτικό συνεταιρισμό
Εκφράστηκαν ορισμένες αντιρρήσεις στη θέση για την κοινωνικοποίηση της γης, με το σκεπτικό ότι έτσι αποδυναμώνεται η δυναμική της συμμαχίας με τους αγροτοπαραγωγούς και ότι έρχεται σε αντίθεση με το Πρόγραμμα. Θυμίζουμε ότι η συνεταιριστικοποίηση στην ΕΣΣΔ είχε πραγματοποιηθεί στη βάση της εθνικοποιημένης (βλ. κοινωνικοποιημένης γης) με το «Διάταγμα για τη γη» από τις πρώτες κιόλας μέρες της Επανάστασης.
Διευκρινίζουμε τα εξής:
Υποστηρίζουμε ότι ο αγροτοπαραγωγός θα εισέρχεται στον παραγωγικό συνεταιρισμό με τη χρήση του αγροκτήματος που κατέχει.
Το μέτρο της κοινωνικοποίησης της γης αποκλείει, αφ' ενός τη δυνατότητα συγκέντρωσης της γης, μέσα ή έξω από το συνεταιρισμό, αφ' ετέρου την αλλαγή της χρήσης της γης και την κερδοσκοπία.
Η ελληνική πραγματικότητα δεν απαιτεί αναδιανομή γης. Οι μη κατέχοντες γη καλλιεργητές θα απασχολούνται στις κρατικά οργανωμένες αγροτικές μονάδες.
Άλλωστε, η ελληνική πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική από τη ρωσική, το πρόβλημά της είναι η χαμηλή παραγωγικότητα στη βάση του μικρού κλήρου και όχι η έλλειψη μηχανοποίησης. Βάση της συμμαχίας της μικρής και φτωχής αγροτιάς με την εργατική τάξη είναι αντικειμενικά η συμπίεσή της από τα μονοπώλια.
Επισημαίνουμε ότι η συμμαχία εμπεριέχει το συμβιβασμό αλλά και τη διαπάλη, συμμαχούν δυνάμει κοινά και διαφορετικά συμφέροντα.
Η συμμαχία γίνεται μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων. Στο πλαίσιο της συμμαχίας και κατά την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν έχουν όλες οι κοινωνικές δυνάμεις ισότιμο ρόλο. Η εργατική τάξη έχει ηγετική θέση. Αυτή η θέση, σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κατοχυρώνεται θεσμικά και μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, ζήτημα που δεν μπαίνει σε διαπραγμάτευση ή συμφωνία, αλλά λύνεται μέσω της επαναστατικής δράσης.
Αυτό, βεβαίως, δε σημαίνει ότι η συμμαχία αυτή δεν εκφράζεται και στη συμμετοχή των εκπροσώπων των σύμμαχων κοινωνικών δυνάμεων στα όργανα της Λαϊκής Εξουσίας, στην ύπαρξη και λειτουργία μαζικών οργανώσεών τους κλπ.
Είναι, όμως, ουτοπικό να πιστέψουμε ότι οι σύμμαχοι αταλάντευτα θα ακολουθούν τα βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ότι δε θα υπάρχει διαπάλη μαζί τους για την υλοποίηση αυτών των βημάτων.
Με συνέπεια δίνουμε και πριν και μετά την κατάληψη της εξουσίας την ανάγκη της συνεταιριστικής παραγωγικής συνένωσης και στήριξής της στον Κεντρικό Σχεδιασμό (υποδομές, πρώτες ύλες, μεταφορές κλπ.).
Δ. Για το εκλογικό δικαίωμα στην αντίληψη του ΚΚΕ
Ορισμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι περιορίζει το εκλογικό δικαίωμα των νέων ή των συνταξιούχων η εξής θέση της KE: «Πυρήνες της εργατικής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης. Μέσα από τις παραγωγικές κοινότητες θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται (όταν χρειάζεται) οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας».
Διευκρινίζουμε ότι δεν είναι στην αντίληψη της KE ο περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος των νέων, των συνταξιούχων, των μη εργαζόμενων γυναικών. Όσον αφορά στους σπουδαστές - φοιτητές θα παίρνουν μέρος μέσα από τις εκπαιδευτικές μονάδες, ενώ είναι ζήτημα περαιτέρω επεξεργασίας πώς θα πραγματοποιείται η συμμετοχή ιδιαίτερα για τους συνταξιούχους και τις μη εργαζόμενες γυναίκες, π.χ. μέσω μονάδων κοινωνικών υπηρεσιών ή κοινωνικών οργανώσεων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Συντρόφισσες, σύντροφοι
Αγαπητοί εκπρόσωποι των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων
Σήμερα, αισθανόμαστε περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλη φάση της τελευταίας 20ετίας υπερήφανοι, γιατί δε λυγίσαμε όχι μόνο στην πολεμική ενάντια στην πάλη για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό, αλλά και στην ψυχολογική πίεση που ασκούσαν εργατικές και λαϊκές δυνάμεις υπό το βάρος της απογοήτευσης και σύγχυσης που έφερε η αντεπανάσταση.
Αισθανόμαστε επαναστατικά αισιόδοξοι ότι το Κόμμα μας μπορεί να βγει από το Συνέδριό του ιδεολογικά πιο ισχυρό και ενωμένο, ικανό να εμπνεύσει και να συσπειρώσει στην πάλη για το σοσιαλισμό νέες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα των νεότερων ηλικιών.
Αισθανόμαστε επαναστατικά αισιόδοξοι ότι στα επόμενα χρόνια θα γίνει εμφανής η ανασύνταξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, τμήμα του οποίου είναι και το KKE, μια ανασύνταξη στη βάση ανάπτυξης της κομμουνιστικής ιδεολογικής και στρατηγικής ενότητάς του.

ZHTΩ O ΠPOΛETAPIAKOΣ ΔIEΘNIΣMOΣ
ZHTΩ O ΣOΣIAΛIΣMOΣ - KOMMOYNIΣMOΣ

5 ΦΛΕΒΑΡΗ 2009
H KE TOY KKE