30 Μαΐ 2013

Φτάσαμε ως εδώ ύστερα από 4μηνη προσυνεδριακή διαδικασία με την ολοκλήρωση της πραγματοποίησης των συνελεύσεων ΚΟΒ και των συνδιασκέψεων των Αχτίδων, των Νομαρχιακών, των Επιτροπών Περιοχής.

Οι Θέσεις της ΚΕ και το Σχέδιο Προγράμματος και Καταστατικού ψηφίστηκαν ως εξής: Για τις Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής και το νέο Πρόγραμμα του ΚΚΕ ψήφισαν υπέρ το 96,8% των κομματικών μελών, κατά το 1,65% και λευκό το 1,55%. Για το νέο Καταστατικό ψήφισαν υπέρ το 97,3% των κομματικών μελών, κατά το 1,21% και λευκό το 1,49%. Θετικά για τα προσυνεδριακά κείμενα εκφράστηκε στις Οργανώσεις της ΚΝΕ το 98,9% των μελών της και με κατά ή λευκό το 1,1%.

Παράλληλα έγινε ο δημόσιος διάλογος στον οποίο πήραν μέρος 493 μέσω του «Ριζοσπάστη» και 24 μέσω της ΚΟΜΕΠ.

Η προσυνεδριακή διαδικασία και η υπερψήφιση των Θέσεων με ουσιαστική συζήτηση αποτελεί απάντηση σε όλους εκείνους που με τη γραφίδα τους στον αστικό Τύπο υποστηρίζουν ότι στο ΚΚΕ οι αποφάσεις παίρνονται από μια ομάδα στελεχών και δεν υπάρχει δημοκρατία. Δε μας ξενίζει αυτή η επίθεση. Είναι μέρος και συνέχεια συκοφαντιών σε βάρος του ΚΚΕ. Για όσους γνωρίζουν καλά, ξέρουν ότι για το ΚΚΕ μεγάλο όπλο είναι όχι γενικά και αφηρημένα η δημοκρατία, αλλά η δημοκρατία και η συλλογικότητα, η προσπάθεια οι αποφάσεις να βασίζονται στη συνειδητή συζήτηση και συμμετοχή όσο γίνεται της μεγάλης πλειοψηφίας των μελών και στελεχών. Επιδιώκουμε σταθερά τη συνειδητή αποδοχή που πατάει στη γνώση και στην πείρα από την άμεση προσωπική συμμετοχή στην ταξική πάλη, στους μεγάλους ηρωικούς αγώνες που απαιτούν ικανότητα, μαχητικότητα, αυτοθυσία και ανιδιοτέλεια.

Σε σύγκριση με το προηγούμενο Συνέδριο, έγινε μεγαλύτερη προσπάθεια από τα μέλη του Κόμματος να μελετήσουν τις Θέσεις, οι παρατηρήσεις και προτάσεις ήταν συγκεκριμένες, επίσης και οι εκτιμήσεις και οι προβληματισμοί. Σε πολλές περιπτώσεις ο προβληματισμός ήταν σημαντικός, με την έννοια ότι συνδύαζε ζητήματα στρατηγικής με την πείρα της κάθε Οργάνωσης. Ιδιαίτερα το χαρακτηριστικό αυτό εκφράστηκε στις κλαδικές Αχτίδες και ΚΟΒ, εκεί δηλαδή που φαίνεται πιο καθαρά και αδρά το σύνθετο πεδίο της ταξικής πάλης, η γραμμή συσπείρωσης και αντιπαράθεσης ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική.

Στην προσυνεδριακή συζήτηση πήρε μέρος και η ΚΝΕ, από το ΚΣ ως τις ΟΒ. Η συμμετοχή των στελεχών της ΚΝΕ και ενός μέρους των μελών της ήταν πλούσια σε προβληματισμό, μαχητικότητα και μια ορισμένη γενίκευση της πείρας.

Ο λόγος που δεν καταφέραμε έγκαιρα, αμέσως μετά από τη δημοσίευση των Θέσεων, να ξεκινήσουμε ευρύτερες συσκέψεις και συζητήσεις είναι ότι την περίοδο αυτή υπήρχαν αλλεπάλληλες κινητοποιήσεις σε πανελλαδικό, κλαδικό και τοπικό επίπεδο, σε συνδυασμό με τον αναγκαίο χρόνο της εσωτερικής προσυνεδριακής διαδικασίας. Μετά από την πραγματοποίηση των τοπικών συνδιασκέψεων προχωρήσαμε πιο εντατικά σε συγκεντρώσεις και συσκέψεις, αξιολογήσαμε το υλικό των παρατηρήσεων.

Τελικά, παρά τις αντικειμενικές κυρίως δυσκολίες, εκτιμάμε ότι χρόνο με το χρόνο καταφέρνουμε σχετικά καλύτερα να συνδυάζουμε την ανάγκη πλούσιας εσωτερικής ζωής, αλλά και υπερνίκησης κάθε πνεύματος εσωστρέφειας, να βρισκόμαστε στις πρώτες γραμμές του αγώνα, να επιλύουμε πιο σύνθετα προβλήματα.

Για αποκλειστικά και μόνο οικονομικούς λόγους, αυτήν τη φορά δεν προσκαλέσαμε αντιπροσωπίες Εργατικών και Κομμουνιστικών Κομμάτων προκειμένου να παρακολουθήσουν τις εργασίες του 19ου Συνεδρίου. Εχουμε αποστείλει τις Θέσεις και, βεβαίως, όπως πάντα, είμαστε ανοιχτοί σε παρατηρήσεις - υποδείξεις και θα ενημερώσουμε για τις αποφάσεις.

Πήραμε δεκάδες χαιρετιστήρια μηνύματα που θα ενσωματωθούν στην έκδοση των υλικών του Συνεδρίου.

Διαβεβαιώνουμε ότι η διεθνιστική αλληλεγγύη μας παραμένει ψηλά, νιώθουμε ότι πρέπει ακόμα περισσότερα να κάνουμε, παρά το γεγονός ότι καθημερινά στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε μεγάλα γεγονότα και επιδείνωση της θέσης του λαού. Πιστεύουμε στον προλεταριακό διεθνισμό και στην πιεστική αναγκαιότητα για συνάντηση όσο γίνεται περισσότερων λαών κατά των ιμπεριαλιστικών κέντρων και δυνάμεων, κατά του καπιταλισμού. Αρα είναι μονόδρομος για μας η προσπάθεια για το συντονισμό και την κοινή δράση των λαϊκών κινημάτων στις χώρες που οι λαοί υποφέρουν από την οικονομική κρίση, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την επέμβαση, τη στρατιωτική κατοχή, που υποφέρουν από φτώχεια και πείνα, καταπίεση, βασανιστήρια, διωγμούς, από κάθε μορφή αδικίας και αυθαιρεσίας που γεννά και αναπαράγει η καπιταλιστική εκμετάλλευση, ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός.

Εχουμε συνείδηση ότι, για να γίνει ένα ουσιαστικό βήμα μπροστά στην κοινή δράση των λαών, πρέπει να αντιμετωπιστούν βασικά και δυστυχώς χρόνια προβλήματα, όπως: Η συνέχιση των προσπαθειών για τη συγκρότηση Κομμουνιστικού Πόλου, αξιοποιώντας τα βήματα που γίνονται με τη Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Η ακούραστη προσπάθεια για να διατηρηθούν τα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά των Διεθνών Συναντήσεων, ενάντια σε σχέδια διεύρυνσης με τις αποκαλούμενες αριστερές δυνάμεις.

Η ανάπτυξη της ιδεολογικής συζήτησης και διαπάλης για κρίσιμα ζητήματα που κρίνουν την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος και την ενίσχυση της παρέμβασής του, όπως: Ο χαρακτήρας της επανάστασης, η πάλη στο εθνικό επίπεδο, η στάση απέναντι στην καπιταλιστική κρίση, η στάση απέναντι στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε. Οι μορφές πάλης για να αντιμετωπιστεί νικηφόρα η βία των καπιταλιστών και η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες, αλλά και η παραίτηση από τη χρησιμοποίηση της μάχης των εκλογών.

Οπως είχαμε προβλέψει, κόμματα και ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος έκαναν προσπάθειες να παρέμβουν στην προσυνεδριακή διαδικασία με την προσδοκία ότι μπορούν να ασκήσουν πίεση στα τελικά προσυνεδριακά ντοκουμέντα, ιδιαίτερα στην πολιτική συμμαχιών του Κόμματος, στην αποδοχή συμμετοχής σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού. Η πολεμική και, σε πολλές περιπτώσεις, συκοφαντική επίθεση στο Κόμμα εντάσσεται σήμερα στις διεργασίες που γίνονται για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, και ενώ γίνονται όλο και πιο ορατές ευρύτερα οι δυσκολίες αστικής διαχείρισης της κρίσης, εν μέσω οξύτατης ανάπτυξης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Υπάρχει ήδη προβληματισμός στα αστικά επιτελεία για το αν οι επόμενες εκλογές θα δώσουν σταθερή κυβέρνηση συνεργασίας. Ευελπιστούν ότι θα πετύχουν να βγάλουν από το κοινοβούλιο το ΚΚΕ, αφού δεν μπορούν να το βάλουν στο «χέρι». Εκφράστηκε ακόμα και ανοιχτά ότι τώρα είναι η ευκαιρία, δοθέντος του αρνητικού εκλογικού αποτελέσματος, να γίνει πιο επιθετική ιδεολογική επίθεση ώστε οι εκλογές να γίνουν ο κρίκος στην επιθυμητή μετάλλαξη του ΚΚΕ.

Η παρέμβαση δεν αφορά μόνο το σήμερα, ούτε υποτάσσεται σε στενά εκλογικά κίνητρα. Φοβούνται και θέλουν να προλάβουν την εργατική-λαϊκή χειραφέτηση. Επομένως τους χρειάζεται ένα ΚΚΕ χωρίς επαναστατική στρατηγική ή έστω με επαναστατική στρατηγική στα λόγια και διαχειριστική λογική στην πράξη. Δεν υποτιμάμε την ιδεολογική επίθεση σε συνθήκες που το εργατικό κίνημα παραμένει κατώτερο των αναγκών και των απαιτήσεων, ενώ δεν έχει κριθεί ακόμα αν θα καταφέρει να περάσει στην αντεπίθεση, να διαμορφώσει κοινή δράση με τους συμμάχους του με μαζικό -όσο γίνεται- χαρακτήρα. Η υποτίμηση στον οπορτουνισμό είναι θεμελιακό λάθος, η υιοθέτηση θέσεών του είναι καταστροφή για το επαναστατικό κίνημα.

Εχουμε πείρα, παλαιότερη και σύγχρονη, από τέτοιες επιθέσεις, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αντέξαμε τη λαίλαπα της αντεπανάστασης στις αρχές της 10ετίας του '90. Το σημαντικό δεν είναι μόνο ότι αντέξαμε, αλλά και ότι με συνειδητό και σχεδιασμένο τρόπο, χωρίς προχειρότητα και ανυπομονησία, προχωρήσαμε σταδιακά στην ιδεολογική και πολιτική ανασυγκρότηση του Κόμματος με το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου και το Καταστατικό, με τη συνεχή προσπάθεια να εμπλουτίζεται η στρατηγική και τακτική μας σε κάθε Συνέδριο, στο 16ο και 17ο, για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και την κοινή δράση με τους αυτοαπασχολούμενους και την αγροτιά. Συστηματικά, χωρίς πνεύμα βιασύνης, αλλά και με αποφασιστικότητα, δώσαμε βασικές απαντήσεις για τις επιτυχίες και τα προβλήματα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, με εμπλουτισμό της αντίληψής μας για το σοσιαλισμό στο 18ο Συνέδριο, ενώ στη συνέχεια επεξεργαστήκαμε την πολύτιμη ιστορική πείρα του Κόμματος της περιόδου 1949-1968 (Πανελλαδική Συνδιάσκεψη 2011).

Ακριβώς επειδή ο αντίπαλος γνωρίζει την αντοχή μας στις πιέσεις, διαμορφώνει την τακτική και τη μεθοδολογία του διαφορετικά. Χρησιμοποιεί με τη βοήθεια και του διαδικτυακού φραξιονισμού το πλαστό επιχείρημα ότι ο ΚΚΕ έχει μεταλλαχθεί σε ένα άλλο ΚΚΕ, έχει εγκαταλείψει τον ιστορικό του ρόλο. Ελπίζει με τον τρόπο αυτό να διαμορφώσει διαφορετικά αντανακλαστικά από την περίοδο του 1991, που έκανε κατευθείαν επίθεση ότι δε χρειάζεται το ΚΚΕ, ότι το ξεπέρασε τάχα η καπιταλιστική παλινόρθωση στις σοσιαλιστικές χώρες.

Τα ντοκουμέντα δεν τα προορίζουμε για το ράφι της κομματικής βιβλιοθήκης, ούτε για να μελετηθούν από λίγους και ειδικούς. Συνιστούν πείρα και κατεύθυνση δράσης σε θεμελιακά ζητήματα, όπως είναι η στρατηγική και τακτική, η πολιτική συμμαχιών, η προτεραιότητα δουλειάς στην εργατική τάξη, η σημασία του προσανατολισμού στις νεότερες ηλικίες, στις γυναίκες των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων, οι υποχρεώσεις του Κόμματος στο διεθνές εργατικό κίνημα, στις διεθνείς σχέσεις του Κόμματος. Η αγωνία, η φροντίδα μας δεν έχει να κάνει με τη σωτηρία του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος, αλλά με την καθημερινή ζωή και το μέλλον του λαού.

Ο ταξικός αντίπαλος και όσοι θέλουν το ΚΚΕ σύμμαχο στο συμβιβασμό και την ενσωμάτωση δε διστάζουν να επιτεθούν σε επιλογές του Κόμματος, να αξιοποιούν υπαρκτά προβλήματα και ελλείψεις μας που εμείς τα αναδεικνύουμε χωρίς δισταγμό δημόσια.

Στην προσυνεδριακή περίοδο έκανε την παρέμβασή του πιο έντονα ο λεγόμενος διαδικτυακός φραξιονισμός, και μάλιστα με τη μέθοδο της ανωνυμίας και του ψευδωνύμου, πράγμα που επιτρέπει να γίνεται επίκληση υπαρκτών ή παραμορφωμένων γεγονότων χωρίς να μπορεί να γίνει επιβεβαίωση πρόσωπο με πρόσωπο για την πραγματικότητα, την αλήθεια.

Η επίθεση, που θα ενταθεί μετά από το Συνέδριο, και στην προεκλογική περίοδο, μας υπενθυμίζει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα: Η υπεράσπιση του Κόμματος και των αποφάσεών του πρέπει να πολλαπλασιάζει τις συλλογικές και ατομικές προσπάθειες για να ξεπερνάμε, να υπερνικάμε υποκειμενικές αδυναμίες και ελλείψεις. Αυτό είναι το δικό μας χρέος. Να κατανικήσουμε κάθε υστέρηση που επιδρά στην αποτελεσματικότητα της δράσης μας στις δοσμένες δύσκολες συνθήκες. Βεβαίως ο αντίπαλος και όσοι υιοθετούν την πολεμική του δεν ενδιαφέρονται να διορθώσουμε τις πραγματικές αδυναμίες και ελλείψεις, αλλά θέλουν να καταργήσουμε ό,τι είναι σωστό και αποτελεί σημείο υπεροχής του Κόμματος.

Η κριτική και αυτοκριτική εξέταση είναι το δικό μας αποτελεσματικό όπλο που οφείλουμε να το χρησιμοποιούμε χωρίς δισταγμό απέναντι σε συλλογικά όργανα και ιδιαίτερα σε στελέχη, αλλά και στις ΚΟΒ. Στο τελευταίο ζήτημα, στην άσκηση προσωπικής κριτικής μέσα από τα αποτελέσματα δουλειάς και με βάση τα συλλογικά κριτήρια, υστερούμε. Υπάρχουν ακόμα ορισμένα φαινόμενα δισταγμού στην άσκηση κριτικής, από συναισθηματισμό κυρίως, όταν αυτή πρέπει να γίνει για ένα στέλεχος που δρα με αυταπάρνηση. Ομως κριτήριο απόδοσης δεν είναι μόνο η μαχητικότητα, που οπωσδήποτε πρέπει να εκτιμάται, αλλά και η ποιότητα της προσφοράς, η ικανότητα, η ορθότητα επιλογών κλπ. Υπάρχουν ακόμα ορισμένα φαινόμενα φιλικότητας, συναισθηματισμού ή και φόβου ότι ο κρινόμενος μπορεί να αντιδράσει, να μη σταθεί σωστά στην κριτική που γίνεται. Οποιο και αν είναι το κίνητρο του δισταγμού, το θέμα είναι ότι πρέπει να εξαλειφθούν τέτοια φαινόμενα όπου παρουσιάζονται, έστω και αν αυτά δεν αποτελούν το κυρίαρχο στοιχείο στη λειτουργία μας. Το παράδειγμα πρέπει να το δώσει η ίδια η ΚΕ, να συμβάλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη της κριτικής και αυτοκριτικής στάσης των στελεχών.

Η προσυνεδριακή περίοδος τελείωσε. Η συζήτηση θα συνεχιστεί για την υλοποίηση των αποφάσεων, και πρέπει να ξεκινήσει σωστά, με δημιουργικό και αποφασιστικό έλεγχο αποτελεσμάτων, κριτική και αυτοκριτική.

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Το σπουδαιότερο ζήτημα για την επεξεργασία του Προγράμματος του ΚΚ είναι το κεντρικό ζήτημα της στρατηγικής, ποια αντίθεση θα λύσει η κοινωνική επανάσταση, ποια τάξη θα πάρει την εξουσία. Αυτό το θεμελιακό ζήτημα έλυσε το 15ο Συνέδριο και γι' αυτό αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά συνέδρια στη σύγχρονη ιστορία του Κόμματος. Το 15ο Συνέδριο καθόρισε ότι στην εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό η πάλη των τάξεων κατευθύνεται στην επίλυση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Η επαναστατική αλλαγή στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική. Κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης θα είναι η εργατική τάξη ως ηγετική δύναμη, οι μισοπρολετάριοι, η φτωχή αγροτιά και τα πιο καταπιεσμένα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων της πόλης.

Η πολιτική των συμμαχιών, τα συνθήματα, οι μορφές πάλης αποτελούν ένα σχετικά πιο ευέλικτο στοιχείο της στρατηγικής, αφού επηρεάζεται από το ποιος κρίκος στην αλυσίδα -σε κάθε φάση- γίνεται σημαντικός ή καθοριστικός για το συσχετισμό δυνάμεων, την εξέλιξη του συσχετισμού δυνάμεων, το επίπεδο της ταξικής πάλης και της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Τα όρια της ευελιξίας καθορίζονται τελικά από το στρατηγικό σκοπό.

Ταυτόχρονα το 19ο Συνέδριο δίνει απάντηση στο πιεστικό ερώτημα πώς θα οργανωθεί ο αγώνας απόκρουσης των βάρβαρων ταξικών αντιλαϊκών μέτρων από οποιαδήποτε κυβέρνηση διαχείρισης της κρίσης και των συμφερόντων των μονοπωλίων, είτε με κορμό τη ΝΔ είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε με κυβέρνηση του λεγόμενου αντιμνημονιακού τόξου από τη λαϊκή Δεξιά ως την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, όπως έχει διατυπώσει τελευταία ο πρόεδρός του. Εμείς δε μιλάμε με όρους άμυνας, ισχύει ακόμα περισσότερο ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, η αντεπίθεση ώστε να χαραχτεί διακριτά, μέσα από τον καθημερινό αγώνα, ο δρόμος πάλης και ρήξης για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων. Το 19ο Συνέδριο μας δίνει όλα τα εφόδια, από την ΚΕ ως την ΚΟΒ, να δουλέψουμε με στέρεο ξεκάθαρο προσανατολισμό, με επιτελικό πνεύμα. Να απαλλαγούμε από κάθε πνεύμα πρακτικισμού, χαλαρότητας, προχειρότητας, ώστε όλα τα σφυριά να χτυπάνε στον ίδιο στόχο: Να συσπειρώνονται οι αντιμονοπωλιακές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις στη βάση της κοινής δράσης και με τα δικά τους καθήκοντα κατά κλάδο και χώρο.

Κάθε όργανο, από την ΚΕ ως την ΚΟΒ, κάθε στέλεχος και μέλος, πρέπει να αισθανόμαστε ως επιτελείο μάχης και μαζί αναπόσπαστο τμήμα του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Να κατακτήσουμε την ικανότητα και της εξειδίκευσης-προσαρμογής και της ενοποίησης των από τα κάτω εστιών και ρευμάτων πάλης. Να διαμορφώνεται ένα ενιαίο ισχυρό πανελλαδικό ρεύμα που πατάει γερά στα πόδια του: Σε κάθε πόλη, με κέντρο τους μονοπωλιακούς ομίλους, τα εργοστάσια, τα εμπορικά κέντρα, τα νοσοκομεία, τα κέντρα υγείας, τις μονάδες ηλεκτρικής ενέργειας, τις τηλεπικοινωνίες, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, όλους τους παραδοσιακούς και σύγχρονους κλάδους, τους βιοπαλαιστές της πόλης, τους φτωχούς αγρότες, τα χωριά, και βεβαίως τους χώρους μόρφωσης, τους χώρους συγκέντρωσης της νεολαίας που υποφέρει.

Επιτελική δουλειά σημαίνει ικανότητα προσέγγισης, επικοινωνίας, αντικειμενική γνώση του συσχετισμού δυνάμεων, των εξελίξεων, των διαθέσεων, στοχοπροσηλωμένη δουλειά στους δείκτες που καθορίζονται από το χαρακτήρα του Κόμματος, από το Πρόγραμμά του, μαζί και πνεύμα πρωτοβουλίας, ικανότητα πρόσληψης των θετικών προτάσεων, των ιδεών, των τρόπων και μεθόδων δουλειάς, των μορφών πάλης και δράσης που ανακύπτουν μέσα από την πάλη που γεννάει νέα πείρα.

Η πείρα του μακρόχρονου αγώνα των χαλυβουργών είναι πολύτιμη. Τώρα νιώθουν στην πλάτη τους τι σημαίνει καπιταλιστική εργοδοσία οι χαλυβουργοί της Μαγνησίας και άλλων εργοστασίων του μετάλλου, που αρχικά δίστασαν να συμπαρασταθούν στους συναδέλφους τους γιατί πίστευαν ότι η συμμόρφωση με την εργοδοσία θα τους γλιτώσει. Η αλληλεγγύη σε κάθε απεργιακή και αγωνιστική εστία, η κοινή δράση με την πρωτοβουλία και την ευθύνη των κομμουνιστών πρέπει να δυναμώσει.

Το ζήτημα της οργάνωσης των ανέργων, εργατοϋπαλλήλων και αυτοαπασχολουμένων, ελευθεροεπαγγελματιών είναι κρίσιμο ζήτημα για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και της Κοινωνικής Συμμαχίας. Εχουμε ευθύνη να εξαντλήσουμε μέχρι κεραίας κάθε δυνατότητα προκειμένου να συμβάλουμε στην οργάνωση και στη δράση των πάνω από ενάμισι εκατομμύριο ανέργων, που υποφέρουν, αγανακτούν, αισθάνονται τα ατομικά αδιέξοδα, συνθλίβονται στις μυλόπετρες του συστήματος. Καμία καθυστέρηση δε συγχωρείται. Σ' αυτή την προσπάθεια εντάσσονται οι οικονομικοί μετανάστες και οι πολιτικοί πρόσφυγες.

Η πρωτοβουλία πρέπει να ανθίσει, καθώς οι άνεργοι και οι άνεργες δεν έχουν σύνδεση με σωματεία, με κλάδο, ακόμα και με ριζοσπαστικές οργανώσεις στον τόπο κατοικίας. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο όνομα της φιλανθρωπίας να μετατρέπονται σε παθητικά άτομα που ζουν από τα κοινωνικά παντοπωλεία, από διανομές τροφίμων, φαρμάκων, διανομές που κάνουν μάλιστα οι κύριοι υπεύθυνοι της τραγωδίας, οι μονοπωλιακοί όμιλοι. Καθόλου δεν υποτιμάμε ότι ο πεινασμένος πρέπει να φάει, όμως η αλληλεγγύη που εμείς υποστηρίζουμε πρέπει να ωθεί αυτόν που υποφέρει να νιώσει στήριξη, να μπει στον αγώνα, για να ζει με τη δική του δουλειά, το δικό του εισόδημα, να μην εξαρτάται από τη λεγόμενη φιλευσπλαχνία που ήδη έχει πάρει το χαρακτήρα της χειραγώγησης και ενσωμάτωσης αντί πινακίου φακής. Η λαϊκή αλληλεγγύη, η ταξική αλληλεγγύη δεν αρχίζει, ούτε σταματάει με τη βοήθεια και το βοήθημα, όσο και αν αυτά είναι απαιτούμενα.

Τα σωματεία, οι οργανώσεις των αυτοαπασχολουμένων, οι λαϊκές επιτροπές στη γειτονιά, οι αγροτικοί σύλλογοι, οι γυναικείοι σύλλογοι, οι οργανώσεις των μαθητών, σπουδαστών και φοιτητών, με τη δική μας μαχητική συμβολή και το παράδειγμα να αναπτύξουν αντανακλαστικά αντίδρασης κατά της εργοδοτικής τρομοκρατίας και των εκβιασμών, στα εργατικά και άλλα ατυχήματα από έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας, κατά της κρατικής καταστολής στο δικαίωμα της απεργίας, γενικά σε κάθε περίπτωση που εμποδίζεται η συνδικαλιστική και πολιτική δράση των δυνάμεων που αντιστέκονται, διεκδικούν.

Εχουμε συγκεντρώσει πολύτιμη πείρα στο ζήτημα της απόσπασης της τακτικής από τη στρατηγική, με σοβαρές έως και δραματικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα. Αυτό συνάγεται: Από την εμπειρία σειράς χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ευρώπη. Από το γεγονός, όπως εκτιμήσαμε στο 18ο Συνέδριο, ότι, ενώ ο παγκόσμιος πόλεμος διαμόρφωσε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό πολλών χωρών, όμως η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας μόνο σε χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, με την καθοριστική υποστήριξη των λαϊκών κινημάτων από τον Κόκκινο Στρατό. Στην καπιταλιστική Δύση τα ΚΚ δε διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας, ενώ τα ΚΚ οφείλουν να διαμορφώνουν τη στρατηγική τους ανεξάρτητα από το συσχετισμό δύναμης. Στα καπιταλιστικά κράτη που ασκούσαν ηγετικό ρόλο παγκόσμια, έγκαιρα η αστική τάξη πέτυχε, με τη βοήθεια και του ρεφορμισμού, οπορτουνισμού, να καταφέρει μακροχρόνιο ως τις μέρες μας χτύπημα. Ας σκεφτούμε με την ευκαιρία πώς θα ήταν η κατάσταση αν υπήρχε ισχυρό ταξικά προσανατολισμένο εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στην Αγγλία, στη Γαλλία, γενικότερα στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη. Δεν μπορούμε να προσπεράσουμε το γεγονός ότι στις χώρες αυτές τα Κομμουνιστικά Κόμματα που είχαν κατακτήσει ισχυρές θέσεις στο κίνημα με αντανάκλαση στα κοινοβούλια ενσωματώθηκαν και μεταλλάχτηκαν. Κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που αλλοίωσαν πλήρως το χαρακτήρα των κομμάτων αυτών ήταν: Η στάση απέναντι στην ΕΟΚ, τη λεγόμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις ή γενικότερα κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης, στο φόντο πάντα της επικρατούσας στρατηγικής αντίληψης ότι υπάρχει δυνατότητα μεταβατικού αντιμονοπωλιακού-δημοκρατικού, πολιτικού προγράμματος στο έδαφος της καπιταλιστικής κυριαρχίας που, το οποίο χωρίς να είναι σοσιαλιστικό, μπορεί να υπερασπίσει τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες και ν' ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό. Πρόκειται για κοινοβουλευτική αντίληψη για το πέρασμα στο σοσιαλισμό που προβλήθηκε -συστηματικά από το διαδίκτυο- και από μία άποψη συγκλίνει με τη στρατηγική αντίληψη των σταδίων. Πρόκειται για συζήτηση για το πέρασμα στο σοσιαλισμό μέσω μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του καπιταλισμού, που δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, σε καμία περίπτωση. Το γεγονός ότι η θεωρία των σταδίων επικρατούσε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα δεν αναιρεί τις ευθύνες του Κομμουνιστικού Κόμματος στην επεξεργασία της στρατηγικής. Με αυτό το πνεύμα αντιμετώπισε και το ΚΚΕ τη δική του ιστορία στο Δοκίμιο για την περίοδο 1949-1968.

Βασικό πρόβλημα της στρατηγικής είναι ο εντοπισμός του κύριου κρίκου στην αλυσίδα των γεγονότων και στο πλέγμα των αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οπως έλεγε ο Λένιν, δεν αρκεί να είσαι επαναστάτης και οπαδός του σοσιαλισμού, κομμουνιστής γενικά. Πρέπει να ξέρεις να βρίσκεις σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή τον ιδιαίτερο εκείνο κρίκο της αλυσίδας απ' όπου πρέπει να πιαστείς με όλες σου τις δυνάμεις, για να κρατάς όλη την αλυσίδα και να προετοιμάσεις σταθερά το πέρασμα στον κατοπινό κρίκο. Οπως υπογράμμιζε, η διάταξη των κρίκων, η μορφή τους, το αλύσωμά τους, η διαφορά του ενός από τον άλλο στην ιστορική αλυσίδα των γεγονότων δεν είναι πράγματα τόσο απλά και τόσο χοντροκομμένα, όπως στη συνηθισμένη αλυσίδα που φτιάχνει ένας σιδεράς.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΡΙΚΟΣ;

Αμέσως προκύπτει το ερώτημα: Ποιος είναι σήμερα ο κρίκος, σε μη επαναστατικές συνθήκες, για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, τη συγκρότηση ισχυρής Λαϊκής Συμμαχίας; Μήπως η πάλη κατά του μνημονίου, το κούρεμα και η επιμήκυνση του χρέους, η διεύρυνση του κρατικού παρεμβατισμού, η διέξοδος από την κρίση με ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας με τους καλούς καπιταλιστές μπροστά και όχι τους πειρατές, όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο θα πιαστείς και θα συνεχίσεις να κρατάς στο χέρι όλη την αλυσίδα; Είναι κρίκος η κεϊνσιανή διαχείριση που προτείνεται από ρεφορμιστές και οπορτουνιστές; Είναι κρίκος η συνεργασία με ένα τμήμα της αστικής τάξης; Οχι βέβαια.

Το ότι η διέξοδος από την κρίση, έτσι γενικά, δεν αποτελεί από μόνη της κρίκο για την ανάκαμψη του κινήματος αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όχι μόνο τα κυβερνητικά, άλλα και τα αντιπολιτευόμενα κόμματα δε θέλουν να αναγνωρίσουν το χαρακτήρα της κρίσης ως κρίσης υπερπαραγωγής, υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, ως φαινόμενο που πηγάζει από τη φύση, το χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος. Την αποδίδουν στην κακή διαχείριση των οικονομικών εσόδων του κράτους, ότι ο ελληνικός λαός έκανε έξοδα πάνω από τα έσοδα και άρα απαιτήθηκε δημόσιος και ατομικός δανεισμός. Η ότι φταίει η φοροδιαφυγή αποκλειστικά και μόνο, η κομματική ρουσφετολογία, οι χαριστικές παροχές σε κάποιους φίλους επιχειρηματίες. Η ότι καθυστέρησαν στην Ελλάδα οι αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις, οι προβλεπόμενες αναδιαρθρώσεις από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ κλπ. Ολα τα κόμματα μιλάνε για κλέφτες, διεφθαρμένους, και μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο βλέπει ότι έχει πιθανότητα να κυβερνήσει, μιλάει για «κλεπτοκρατία», για καλούς και κακούς επιχειρηματίες, για κυβέρνηση της διαπλοκής, ώστε να απαλλαγεί από όποιες δεσμεύσεις ανέλαβε στις τελευταίες εκλογές ότι θα έπαιρνε μέτρα κατά των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων.

Η πάλη κατά των συνεπειών της κρίσης, η αποτροπή μεγαλύτερης χρεοκοπίας του λαού, η διέξοδος από την κρίση υπέρ του λαού μπορεί να αποτελέσει, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, κρίκο για την οργάνωση της εργατικής, λαϊκής αντεπίθεσης, να γίνει εφαλτήριο για την όσο γίνεται πιο μαζική υποστήριξη του αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, σε συνδυασμό με την πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της με οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχής της ελληνικής αστικής τάξης.

Βεβαίως το ΚΚΕ δεν κρύβει ότι, ως πρωτοπόρο οργανωμένο τμήμα της εργατικής τάξης, έχει στρατηγικό σκοπό το σοσιαλισμό-κομμουνισμό, την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη. Με την πρότασή του για τη Λαϊκή Συμμαχία κάνει εκείνους τους απαραίτητους συμβιβασμούς, αφού δεν είναι δυνατό να απαιτήσει η Κοινωνική Συμμαχία να συμφωνήσει με το δικό του πρόγραμμα.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ ΤΟΥ ΚΚΕ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ-ΕΞΟΥΣΙΑ

Η πολιτική συμμαχιών του ΚΚΕ εδράζεται πάνω στην αντικειμενική αναγκαιότητα να προωθηθεί η ενότητα δράσης της εργατικής τάξης και η κοινή δράση της με τους μισοπρολετάριους, τους φτωχούς αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες και τη φτωχή αγροτιά, με ιδιαίτερη φροντίδα να προσελκύονται νέες ηλικίες και γυναίκες, που για μια σειρά γνωστούς λόγους συναντούν πρόσθετες δυσκολίες και εμπόδια στη σταθερή οργάνωση και πάλη.

Η εργατική τάξη έχει αντικειμενικά συμφέρον από την κατάργηση κάθε μορφής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, μεγάλης και συγκεντρωμένης, μεσαίας και μικρής, καθώς αυτή συνεπάγεται την εκμετάλλευση του εργάτη, την αποξένωση του εργαζομένου από τον πλούτο που παράγει. Οι αυτοαπασχολούμενοι, λόγω της ενδιάμεσης θέσης τους, έχουν συμφέρον μεν από την πάλη κατά των μονοπωλίων, δυσκολεύονται όμως να ταχτούν κατά της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ευελπιστούν ότι από μικροί και φτωχοί επιχειρηματίες θα γίνουν μεσαίοι, δορυφόροι των μονοπωλίων.

Ο συμβιβασμός που προτείνει το ΚΚΕ δεν καταργεί τις διαφορές τους, μέσα στις γραμμές της Λαϊκής Συμμαχίας θα επιχειρείται κάθε φορά η διατήρηση της κοινής δράσης, θα γίνονται αναδιατάξεις, η ίδια η Συμμαχία θα ανασυντίθεται χωρίς να χάνει το χαρακτήρα της, ανάλογα με την εξέλιξη του συσχετισμού δυνάμεων, την πρόοδο της ταξικής πάλης.

Από το δημόσιο προσυνεδριακό διάλογο στο «Ριζοσπάστη» και από το διαδικτυακό φραξιονισμό ορισμένοι διαφώνησαν με τη γραμμή συσπείρωσης της Λαϊκής Συμμαχίας ως αντιμονοπωλιακής αντικαπιταλιστικής, γιατί τάχα απαιτεί συμφωνία για τη σοσιαλιστική επανάσταση, άρα είναι συμμαχία κομμουνιστική και μόνο. Εκαναν μάλιστα σύγκριση με τη γραμμή συσπείρωσης και συμμαχίας με το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου και το ΑΑΔΜ.

Αυτοί που μας κατηγορούν ότι παραπέμπουμε τα πάντα στο σοσιαλισμό και αναχωρούμε από την πάλη για τα οξυμένα προβλήματα των εργαζομένων κάνουν πως δε βλέπουν, πως δεν ξέρουν ότι το ΚΚΕ και οι συνεργαζόμενοι μαζί του σηκώσαμε στις πλάτες μας το μεγαλύτερο βάρος των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, ενώ πήραμε πρωτοβουλίες για ανάπτυξη μετώπων πάλης σε συγκεκριμένα και άμεσα προβλήματα: Από τα χαράτσια και τα διόδια, ως τις απεργιακές κινητοποιήσεις για τις συλλογικές συμβάσεις, για όλα τα μνημονιακά μέτρα, για την κοινωνική ασφάλιση και την υγεία, για τα αγροτικά προβλήματα, τις μεγάλες ανάγκες των αυτοαπασχολουμένων, της νεολαίας, των γυναικών.

Οταν αναφερόμαστε σε δράσεις και κινητοποιήσεις, δε μετράμε μόνο τις κεντρικές, αυτές που συνήθως εμφανίζονται στα δελτία ειδήσεων, είτε είναι συγκεντρώσεις και πορείες είτε άλλες μορφές δράσης. Αναφερόμαστε στη σκληρή δουλειά έξω και μέσα από την πόρτα του εργοστασίου, στους καταπέλτες των πλοίων, στους εθνικούς δρόμους, στις φτωχογειτονιές, στα σχολεία, στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, στο χωράφι.

Οσον αφορά το ζήτημα της γραμμής συμμαχίας του 15ου και του 19ου Συνεδρίου, είναι η ίδια, συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων που έχουν συμφέρον από την κατάργηση της εξουσίας των μονοπωλίων. Στις συνθήκες μάλιστα της κρίσης, περισσότερα τμήματα των ενδιάμεσων στρωμάτων προσεγγίζουν την εργατική τάξη, περνάνε στην κατηγορία των φτωχών μεσαίων στρωμάτων, αυξάνονται οι μισοπρολετάριοι. Σε σύγκριση με την περίοδο του 15ου Συνεδρίου, έχει αυξηθεί ο ρόλος των μεταναστών εργατών και πολιτικών προσφύγων, παρά το γεγονός ότι ένα μέρος τους φεύγει από την Ελλάδα κυρίως εξαιτίας της ανεργίας.

Στο 15ο Συνέδριο υπογραμμιζόταν ότι η συγκρότηση της συμμαχίας ξεκινάει από τα κάτω προς τα πάνω, το καθοριστικό πεδίο είναι το κοινωνικό, ενώ ξεκαθάριζε ότι η αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια ήταν πιο βαθιά αντικαπιταλιστική. Αυτό που ενόχλησε κάποιους δεν είναι ο τίτλος της Λαϊκής Συμμαχίας, αλλά ένα συγκεκριμένο σημείο στο Πρόγραμμα που ανέφερε ότι, σε περίπτωση που η ταξική πάλη ανέβαινε σε πρωτοφανέρωτα επίπεδα και τα αστικά κόμματα αποδυναμώνονταν, εμφανιζόταν η πιθανότητα σχηματισμού, μέσω εκλογών, κυβέρνησης με τμήματα των αντιμονοπωλιακών αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Πολύ καθαρά γινόταν λόγος όχι για επιδίωξη του ΚΚΕ και πολιτικό στόχο, αλλά για ενδεχόμενο να αποκρυσταλλωθεί με αυτόν τον τρόπο η απότομη αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων για μια στιγμή, που μάλιστα υπογραμμιζόταν ότι αυτή δε θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ, είτε θα ξέσπαγε ανοιχτά επαναστατική κατάσταση είτε θα γινόταν πισωγύρισμα.

Οταν γινόταν λόγος για αποδυνάμωση των αστικών κομμάτων, ήταν φανερό ότι δεν αναφερόμασταν μόνο στην εκλογική αποδυνάμωση, αλλά πριν απ' όλα στην ιδεολογικοπολιτική, στην καταδίκη της στρατηγικής τους και όχι του μείγματος διαχείρισης που εννοούν οι κριτές του ΚΚΕ. Γινόταν λόγος για κυβέρνηση αντιμονοπωλιακών αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων και όχι για κυβέρνηση του ΑΑΔΜ, δεν αναφερόταν η συμμετοχή του ΚΚΕ, ούτε η δέσμευση του ΚΚΕ απέναντί της. Η μελέτη της σοσιαλιστικής επανάστασης του 20ού αιώνα, η ωρίμανση του Κόμματος, το 18ο Συνέδριο ανέδειξε την ανάγκη να αποσαφηνιστεί προγραμματικά η θέση του ΚΚΕ στο ζήτημα των συμμαχιών, η σχέση του Κόμματος με τη Λαϊκή Συμμαχία, η στάση του Κόμματος σε κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού, η εξέλιξη της συμμαχίας σε επαναστατική κατάσταση. Δεν είναι δυνατό βεβαίως να προδιαγραφούν οι «στιγμές» μέσα από τις οποίες αποκρυσταλλώνεται ο συσχετισμός στη φάση που ωριμάζει η επαναστατική κατάσταση, η αναμέτρηση για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αυτές οι «στιγμές» εκ των υστέρων μπορεί να εκτιμηθούν ως μορφή, περιεχόμενο κλπ.

Η φράση του 15ου Συνεδρίου, που δεν είχε καμία σχέση με κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, βόλεψε εκείνους που στηρίζουν πρόταση κυβέρνησης διαχείρισης, αφού βεβαίως διέστρεψαν το περιεχόμενό της. Η προβολή ως στόχου μιας κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού έρχεται σε αντίθεση, αποπροσανατολίζει από το κύριο ζήτημα που είναι η καλλιέργεια της αντίληψης σε ευρύτερες εργατικές και λαϊκές μάζες ότι χρειάζεται όχι εναλλαγή διακυβέρνησης στο έδαφος της αστικής εξουσίας, αλλά η αλλαγή τάξης στην εξουσία. Αλλωστε αυτό επιδίωξε να λύσει και η προβολή του συνθήματος της Λαϊκής Εξουσίας από το 16ο Συνέδριο.

Η Λαϊκή Συμμαχία είναι κοινωνική όσον αφορά ποιες κοινωνικές δυνάμεις πρέπει να συμπαραταχτούν στον αγώνα, έχει κινηματικά χαρακτηριστικά με γραμμή αντεπίθεσης, ρήξης και ανατροπής. Εχει οριοθετημένη πρόταση διακυβέρνησης-εξουσίας από την αστική διακυβέρνηση ή την κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, δηλαδή από την πολιτική εξουσία των μονοπωλίων, με την έννοια ότι κατευθύνει τη δράση της στην αλλαγή τάξης, κοινωνικών δυνάμεων στο επίπεδο της εξουσίας.

Σήμερα στην Ελλάδα διαμορφώνονται τα φύτρα αυτής της συμμαχίας με τη μορφή ΠΑΜΕ-ΠΑΣΕΒΕ-ΠΑΣΥ-ΟΓΕ-ΜΑΣ με κινηματική οργανωμένη βάση στους χώρους δουλειάς και στην εργατική-λαϊκή γειτονιά. Βεβαίως η μορφή που έχει πάρει αυτή η συμμαχία, η εμβέλειά της αποτυπώνει συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων σε συγκεκριμένη στιγμή-φάση και όχι στατικά. Η Λαϊκή Συμμαχία θα ενισχύεται με την αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων στο επίπεδο των οργανώσεων του κινήματος, από τα κάτω προς τα πάνω. Η εξέλιξη θα της δώσει και νέες μορφές ιδιαίτερα από τα κάτω προς τα πάνω, θα επέρχονται αναδιατάξεις στο εσωτερικό της και κάτω από την επίδραση της γενικότερης αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων, που δεν είναι δυνατό σήμερα να προκαθοριστούν.

Ο χαρακτήρας της Λαϊκής Συμμαχίας ως κοινωνικής συμμαχίας με πολιτική προοπτική την εργατική-λαϊκή εξουσία δε συμβιβάζεται με τη συμμετοχή κομμάτων, βεβαίως και του ΚΚΕ.

Στο βαθμό που με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης διαμορφώνονται και μικροαστικού χαρακτήρα πολιτικές δυνάμεις που υιοθετούν στο πρόγραμμά τους κατεύθυνση αγώνα με έκβαση τη λαϊκή εξουσία, τότε το ΚΚΕ θα έχει συνεργασία μαζί τους, ενώ από τα ίδια τα πράγματα θα γίνεται και διαπάλη με αυτές τις δυνάμεις για το χαρακτήρα και την προοπτική της Λαϊκής Συμμαχίας. Με τις δυνάμεις αυτές δε θα αποτελέσουμε ενιαίο πολιτικό φορέα, ενιαίο εκλογικό σχήμα και κοινοβουλευτική ομάδα, ακριβώς γιατί δεν είναι δυνατό να έχουμε ενιαίο πρόγραμμα εξουσίας και ενιαία αντίληψη για την κατάκτησή της. Σε αντίθετη περίπτωση, χάνεται η αυτοτέλεια και ο λόγος ύπαρξης του ΚΚΕ.

Η κοινή δράση του ΚΚΕ με τέτοιες πολιτικές δυνάμεις θα εκφράζεται στις γραμμές και στα όργανα πάλης της Λαϊκής Συμμαχίας που βάση της έχει τον τόπο δουλειάς και τη λαϊκή γειτονιά, με μορφές οργάνωσης το σωματείο, τη γενική συνέλευση, τις επιτροπές αγώνα. Η βάση δηλαδή της συμμαχίας είναι μέσα στο λαό, απευθύνεται σε όλους και όλες ανεξάρτητα των ιδεολογικών και πολιτικών τους θέσεων, με κριτήριο σε ποια τάξη ανήκουν, σε ποιο κοινωνικό στρώμα, είναι αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική συμμαχία με ταξικά κριτήρια και όχι με ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια που χρησιμοποιούν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις με τη μορφή Δεξιά-Αντιδεξιά, Αριστερά-Δεξιά, μνημονιακό-αντιμνημονιακό μέτωπο, Αριστερά έως λαϊκή Δεξιά και άκρα Δεξιά, μερκελικές και αντιμερκελικές δυνάμεις. Στο επίπεδο της εξουσίας δε χωράνε συμβιβασμοί, τακτικισμοί και καιροσκοπικοί ελιγμοί.

Είναι άλλο ζήτημα η επιλογή των κατάλληλων συνθημάτων και μορφών πάλης για την προσέγγιση, συσπείρωση των εργατικών και λαϊκών μαζών, να υπάρχει σύμπτωση στη δράση σε επιμέρους ή ακόμα και βασικά μέτωπα πάλης, και άλλο ζήτημα η συμμαχία να περιορίζεται στο επίπεδο μόνο των διεκδικήσεων χωρίς να οργανώνει τη ζύμωση και τη δράση με προοπτική την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων. Το πρόβλημα δεν είναι αν το κίνημα θα προβάλλει άμεσες διεκδικήσεις, αυτό το ζήτημα είναι λυμένο, το θέμα είναι με ποια πολιτική γραμμή δίνεται απάντηση στα φλέγοντα και συσσωρευμένα προβλήματα του λαού. Με τα μονοπώλια ή ενάντια στην κυριαρχία τους. Με την εξουσία των μονοπωλίων ή με την εξουσία του εργαζόμενου λαού.

Το ΚΚΕ με την αυτοτελή του δράση και τη δράση των μελών του στις γραμμές των κοινωνικών δυνάμεων της Λαϊκής Συμμαχίας συνειδητοποιεί την ευθύνη του να συμβάλει στην ανάπτυξη της μαχητικότητας και ανιδιοτέλειας, στο ατσάλωμα, την αυτοπεποίθηση των αγωνιστών, στην απόκρουση του πνεύματος κούρασης, ανυπομονησίας, μοιρολατρίας.

Το καπιταλιστικό σύστημα στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε άλλη χώρα, δεν πρόκειται να καταρρεύσει από μόνο του λόγω των αντιθέσεών του. Η μεγάλη όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων θα οδηγήσει σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, σε συνθήκες μεγάλης όξυνσης της ταξικής πάλης και ενώ θα έχει ωριμάσει και αναδειχτεί μέσα από τους καθημερινούς αγώνες ένα πανίσχυρο εργατικό κίνημα σε συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα που υποφέρουν. Μέσα σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης θα κριθεί, με την κατάλληλη επιλογή των συνθημάτων και όλων των μορφών πάλης, η θέληση, η απόφαση του λαού να σπάσει και να καταργήσει τις αλυσίδες της ταξικής εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Προϋποθέτει εργατικό κίνημα που δεν παγιδεύεται σε παραπλανητικές εναλλακτικές λύσεις τις οποίες το αστικό πολιτικό σύστημα αξιοποιεί για να οργανώσει το τσάκισμα του κινήματος, το χτύπημα του ριζοσπαστισμού, της επαναστατικής διάθεσης και θέλησης, για να προλάβει ή να ματαιώσει, για όσο διάστημα μπορεί, την ανατροπή του. Στην ενιαία αυτή πορεία, όπου το κίνημα περνάει σε πιο αποφασιστικές αναμετρήσεις σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, από τη Λαϊκή Συμμαχία θα προκύψει το εργατικό επαναστατικό μέτωπο.

ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΟΥΝ ΤΙΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Είναι γεγονός ότι η αστική τάξη της χώρας μας, όπως άλλωστε και η ευρωπαϊκή αστική τάξη, η παγκόσμια, δεν είναι ευθυγραμμισμένη ως προς το ποια συνταγή θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Γύρω από τις συνταγές και παραλλαγές εκδηλώνεται όλο το κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, με άξονες και αντιάξονες που αλλάζουν αρκετά συχνά και ενώ έχει συνειδητοποιηθεί ότι το καπιταλιστικό σύστημα, ιδιαίτερα στον πιο παλιό καπιταλιστικό κόσμο της Ευρώπης, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει με τον ίδιο τρόπο τα μέσα διεξόδου και να διαχειριστεί τη φτώχεια και την ανεργία με κάποιες επιμέρους παροχές και αντίστοιχες παραχωρήσεις.

Αναμετριούνται στο ίδιο γήπεδο και με τον ίδιο ταξικό στόχο οι συνταγές του κεϊνσιανού και φιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης που εναλλάχθηκαν στον 20ό αιώνα και βεβαίως δεν απέτρεψαν κύκλους οικονομικής κρίσης, οδήγησαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους και δεκάδες τοπικούς για το ξαναμοίρασμα των αγορών, για αλλαγή στις πρώτες θέσεις της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας.

Η στρατηγική και τακτική των κομμάτων δεν καθορίζεται από το τι λένε τα ίδια για τον εαυτό τους, αλλά από το πώς ενεργούν απέναντι στα βασικά συμφέροντα των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας και πριν απ' όλα απέναντι στις δύο βασικές τάξεις, την αστική και την εργατική τάξη. Επίσης από το πώς αντιμετωπίζουν τα μεσαία κοινωνικά στρώματα τα οποία εμφανίζουν σημαντική διαστρωμάτωση, διαφοροποίηση συμφερόντων μεταξύ τους και με την εργατική τάξη.

Οσο ένα μεγάλο μέρος του εργαζόμενου λαού στοιχίζεται πίσω από τη μια ή την άλλη συνταγή, περιμένει να διαλέξει ανάμεσα στο ένα ή το άλλο κόμμα που στηρίζουν την ανάκαμψη της κερδοφορίας των μονοπωλίων, τότε θα παλεύει με ξένη και όχι με τη δική του σημαία. Τότε ο λαός διαλέγει τη μια ή την άλλη αντιλαϊκή κυβέρνηση διαχείρισης.

Οι διαφορές στις συνταγές ανάμεσα στο φιλελεύθερο και κεϊνσιανό μοντέλο εκφράζονται στη χώρα μας και στο ζήτημα της διακυβέρνησης, κυρίως αξιοποιούνται στον εγκλωβισμό των λαϊκών μαζών εντός των τειχών, στην προσπάθεια να αναμορφωθεί το αστικό πολιτικό σύστημα ώστε να μπορεί να δώσει περισσότερες εναλλαγές κυβερνήσεων από τα συνεργαζόμενα κόμματα.

Στην ιστορία των αστικών κομμάτων, τόσο της φιλελεύθερης όσο και της γνωστής σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας, βλέπουμε κινητικότητα. Στην αστική ιδεολογία και το αστικό πολιτικό σύστημα ανήκουν ο εθνικοσοσιαλισμός-φασισμός και ο σύγχρονος σοσιαλδημοκρατισμός που από την άποψη της οργανωτικής προέλευσης συνιστά νέο οπορτουνιστικό ρεύμα προερχόμενο από το κομμουνιστικό κίνημα.

Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης έχουμε το δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, το οποίο σήμερα μετασχηματίζεται ως ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, ενώ έχουν συμβεί (πέρα από την αποδιάρθρωση της σοσιαλδημοκρατίας) στις τελευταίες εκλογές αποσχίσεις τόσο από τη ΝΔ όσο και από τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης εμφανίστηκε με εκλογική δύναμη και επιρροή η εθνικοσοσιαλιστική φασιστική Χρυσή Αυγή.

Το Κόμμα μας μελετά τις αναδιατάξεις αυτές που σηματοδότησαν αρνητικές επιπτώσεις στην εκλογική επιρροή και του ίδιου του ΚΚΕ, σε αντίθεση με τα γνωστά αστικά, μικροαστικά κοινοβουλευτικά και επιδερμικά κριτήρια. Την καθοριστική επίδραση στην άνοδο ή τη μείωση της εκλογικής επιρροής των κομμάτων δεν την καθορίζουν μόνο τα συνθήματα, οι τακτικισμοί, ο λαϊκισμός, η λεγόμενη επικοινωνιακή πολιτική, ούτε μόνο η δυσαρέσκεια και αγανάκτηση, όσο αυτές δε μεταπλάθονται σε αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική συνείδηση. Οι αλλαγές στη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων που στηρίζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το καπιταλιστικό σύστημα (και κατά συνέπεια και το πολιτικό του εποικοδόμημα, τη σύνθεση του κοινοβουλίου και το σχηματισμό κυβέρνησης) εκφράζουν τις γενικότερες και ειδικότερες ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη συγκεκριμένη φάση. Αλλωστε φιλελεύθερη ή κεϊνσιανή πολιτική ακολούθησαν στη χώρα μας τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ.

Η αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος προηγήθηκε σε κράτη της ΕΕ πριν ξεσπάσει η τρέχουσα κρίση, με κορύφωση τη γειτονική μας Ιταλία. Εναλλαγές διαχείρισης δοκιμάστηκαν πριν την κρίση σε πολλά ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, καθώς έχουν δοκιμαστεί κεντροαριστερές και κεντροδεξιές συνταγές, με συμμετοχή Κομμουνιστικών Κομμάτων και άλλων οπορτουνιστικών, ανανεωτικών όπως αυτοαποκαλούνται, που προέκυψαν από απόσχιση από Κομμουνιστικά Κόμματα. Εχουμε γνωρίσει κυβερνήσεις, έστω βραχείας σχετικά διάρκειας, με τη συμμετοχή ακροδεξιών κομμάτων, όπως στην Αυστρία, την Ολλανδία, τη Νορβηγία κλπ. Εναλλαγή ανάμεσα σε κόμματα με διαφορετικές συνταγές αστικής διαχείρισης έχουμε γνωρίσει σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Πείρα επίσης προσφέρει και η συμμετοχή του ΑΚΕΛ στη διακυβέρνηση.

Ορισμένοι καλοθελητές, που ενδιαφέρονται τάχα για το δυνάμωμα του ΚΚΕ, μας εγκαλούν γιατί σήμερα δεν προωθούμε συνεργασίες με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με κάποια τμήματά του με στόχο να αποτραπεί ο κατήφορος που έχει πάρει το βιοτικό επίπεδο του λαού. Μας κατηγορούν ότι δε δηλώνουμε προθυμία να πάρουμε μέρος ή να στηρίξουμε μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ για να βγούμε από την κρίση, με βάση βεβαίως το πρόγραμμα διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ, και μετά βλέπουμε πώς μπορεί ο αγώνας να εξελιχτεί προς το σοσιαλισμό, γιατί υποτίθεται ότι όλοι αυτοί παραμένουν σταθεροί υπέρ αυτής της προοπτικής.

Μας προτείνουν δηλαδή να αγνοήσουμε τη σχέση πολιτικής και οικονομίας.

Μας λένε να ξεχάσουμε ότι παντού στην οικονομία και στο εποικοδόμημα κυριαρχούν τα μονοπώλια και μάλιστα μέσω της συγκεντροποίησης ενισχύονται, ότι η ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΕ επιβάλλει από τα ίδια τα πράγματα μεγαλύτερες δεσμεύσεις και εξαρτήσεις, νέους περιορισμούς και εκχωρήσεις δικαιωμάτων, αρμοδιοτήτων.

Μας υποδεικνύουν να παραγνωρίσουμε ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις επεκτάθηκαν στην αγροτική παραγωγή, στην παιδεία, στην υγεία στον πολιτισμό-αθλητισμό, στα ΜΜΕ. Οτι έγινε μεγαλύτερη συγκέντρωση στη μεταποίηση, στο εμπόριο, στις κατασκευές, στον τουρισμό. Οτι με την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στις τηλεπικοινωνίες και σε μονοπωλημένα τμήματα της Ενέργειας και των Μεταφορών αναπτύχθηκαν επιχειρήσεις και κυρίως θα αναπτυχθούν αυτές του ιδιωτικού κεφαλαίου.

Να ξεχάσουμε δηλαδή ότι όποιες κυβερνητικές αλλαγές και να γίνουν, όσο και να σοβατιστεί το πολιτικό σύστημα, ο πρωταγωνιστής θα είναι το μονοπώλιο.

Η εκδήλωση της κρίσης οδήγησε μεν σε συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγής, σε κλείσιμο επιχειρήσεων, αλλά η διαδικασία αυτή δε μειώνει την τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου, τη γιγάντωση των μονοπωλίων με όλες τις μορφές και τις δυνατότητες που υπάρχουν επιδιώκοντας να είναι σε επιθετικότερη στρατηγική στην αγορά όταν έλθει η ανάκαμψη. Αντίθετα, ενισχύει τη συγκεντροποίηση. Γιγάντιοι ευρωπαϊκοί μονοπωλιακοί όμιλοι πέφτουν σαν τα κοράκια για να εξαγοράσουν φιλέτα, επιχειρήσεις, γη, ενώ το ενδιαφέρον φουντώνει με την προοπτική της άντλησης υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, το Ιόνιο, την περιοχή νότια της Κρήτης.

Η τρικομματική κυβέρνηση έχει χαράξει γραμμή και όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, με κύριο στόχο να λυθούν τα χέρια των μονοπωλιακών ομίλων που θα αναλάβουν τη μελέτη έως και την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα ως και αδιαφορώντας για τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και όπου αλλού θα αμφισβητηθούν στην πορεία. Το κουβάρι είναι τόσο μπερδεμένο και σχετικά με την περιοχή του Αιγαίου και του Ιονίου και νότια της Κρήτης, λόγω των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και της πολιτικής της κυβέρνησης, ώστε απαιτείται στενή παρακολούθηση των εξελίξεων και επαγρύπνηση.

Τα κυβερνητικά κόμματα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ ξεκαθαρίζουν ότι τα μονοπώλια και η ΕΕ θα είναι οι πρωταγωνιστές και ρυθμιστές της καπιταλιστικής ανάκαμψης με τη δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων και σταθερών μάλιστα κανόνων για να γίνουν καπιταλιστικές επενδύσεις, ελληνικές και ξένες. Η διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων τους είναι στην έκταση και στα μέσα του παρεμβατισμού του αστικού κράτους.

Από εδώ ερμηνεύονται και οι συνειδητές παλινδρομήσεις του ΣΥΡΙΖΑ που μοιράζει προτάσεις κυβερνητικής συνεργασίας από τη λαϊκή καραμανλική Δεξιά και το αντιμνημονιακό λεγόμενο κόμμα του Καμμένου ως την καλή σοσιαλδημοκρατία του Αρσένη, της Κατσέλη και του Καστανίδη, γνωστών υπουργών με άμεση και ενεργητική συμμετοχή σε αντιλαϊκά μέτρα και μνημονιακές επιλογές, πιστοί οπαδοί της μίας από τις δύο συνταγές που αντιπαλεύουν. Ετσι εξηγείται ο θαυμασμός του ΣΥΡΙΖΑ για τον Καραμανλή που τάχα άλλαξε το 1974, έτσι εξηγείται η πολιτική συμφωνία με τους Ανεξάρτητους Ελληνες.

Μετά και από αυτές τις εξελίξεις είναι ευκαιρία οι φίλοι και οπαδοί που προτίμησαν στις εκλογές του 2012 τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ σε προηγούμενες αναμετρήσεις ψήφιζαν σταθερά ή σχετικά πρόσφατα το ΚΚΕ, και εκείνοι που προτίμησαν την αποχή, να σκεφτούν ότι από καλύτερες θέσεις το ίδιο το Κόμμα και το κίνημα θα πάλευε σήμερα, χωρίς τις επιπτώσεις που φέρνει η μείωση της εκλογικής δύναμης του Κόμματος, επιπτώσεις που έχουν σχέση με την αναβίωση αυταπατών ή τη μοιρολατρία και τη μείωση απαιτήσεων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας τραβήξει δυνάμεις από το ΠΑΣΟΚ, ολόκληρα τμήματα του πασοκικού μηχανισμού, έχοντας προσθέσει στην εκλογική του δύναμη ένα μέρος κομμουνιστικών ψήφων, απέβαλε πολύ γρήγορα υποσχέσεις και ριζοσπαστικά συνθήματα, αυτά που τον έκαναν δημοφιλή σε αριστερές, ριζοσπαστικές μάζες.

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΕ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Η Ελλάδα έχει σήμερα μεγάλες αναξιοποίητες παραγωγικές δυνατότητες που μπορούν να απελευθερωθούν μόνο με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής από την εργατική-λαϊκή εξουσία, με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό της παραγωγής.

Το θέμα που θέτουμε είναι ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις να ικανοποιηθούν όχι γενικά οι λαϊκές ανάγκες, αλλά οι σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Να καταργηθεί η ανεργία, να μειωθούν οι ώρες δουλειάς, να αυξηθεί ο ελεύθερος χρόνος. Να εξασφαλίζεται σίγουρο μέλλον για τα παιδιά των εργαζομένων, να βελτιώνεται σταθερά και ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο του λαού. Η ανάπτυξη να μη συγκρούεται με το περιβάλλον, η υγεία να έχει ως βάση την πρόληψη, το εκτεταμένο δίκτυο της δημόσιας υγείας, και άλλα ζητήματα που τα θέτουμε στις Θέσεις. Η οικογένεια και κυρίως η γυναίκα να απαλλαγεί από ένα μέρος της δουλειάς του νοικοκυριού ώστε να έχει περισσότερο χρόνο διαθέσιμο για πολιτιστική και κοινωνική δραστηριότητα και για τη συμμετοχή της στον εργατικό έλεγχο.

Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικές εγχώριες ενεργειακές πηγές, αξιόλογο ορυκτό πλούτο, βιομηχανική, βιοτεχνική και αγροτική παραγωγή, που μπορεί να καλύψει μεγάλο μέρος των λαϊκών αναγκών, όπως των διατροφικών, των ενεργειακών, των μεταφορών, των κατασκευών δημόσιων έργων υποδομής και λαϊκής στέγης. Η αγροτική παραγωγή μπορεί να στηρίξει τη βιομηχανία σε διάφορους κλάδους της.

Είναι διαφορετική η θέση που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα ότι απαιτείται νέο «κούρεμα», υιοθετώντας τη θέση του ΔΝΤ, και άλλο πράγμα είναι η θέση του ΚΚΕ για μονομερή διαγραφή όλου του χρέους και όχι μείωση με αντισταθμίσματα, με νέα μέτρα, νέα μνημόνια, νέα αντιλαϊκά πακέτα, με ιδιωτικοποιήσεις τομέων στρατηγικής σημασίας, φιλέτων κλπ.

Είναι άλλο πράγμα η προτεινόμενη από μερικούς αποχώρηση από τη Ζώνη του ευρώ ή η άποψη ότι το ευρώ δεν είναι φετίχ, και άλλο η θέση του ΚΚΕ για αποδέσμευση από την ΕΕ.

Είναι άλλη η θέση του ΚΚΕ για καμία συμμετοχή σε ιμπεριαλιστική ένωση, πράγμα που διασφαλίζεται με την εργατική εξουσία, και άλλη η αποχώρηση από την ΕΕ για να αναβαθμιστεί η συμμετοχή σε άλλα κέντρα, π.χ., ΗΠΑ-Βρετανία, Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία.

Είναι άλλη η πρόταση του ΚΚΕ για διακυβέρνηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας και άλλη η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για κυβέρνηση της Αριστεράς ή με κορμό την Αριστερά. Στη μια περίπτωση έχουμε ριζική αλλαγή πολιτικής εξουσίας, στην άλλη αλλαγή κυβέρνησης που θα κινηθεί στην ίδια τροχιά με την προηγούμενη, από τη στιγμή που ο ηγέτης των αποφάσεων και των επιλογών για την ανάκαμψη θα είναι τα μονοπώλια, το κεφάλαιο.

Η πρόταση του ΚΚΕ που απευθύνεται στο λαό δεν έχει να κάνει με την αλλαγή του νομίσματος, ούτε επίσης με τη σύνδεση της δραχμής με το δολάριο, τη στερλίνα, το γιεν ή οποιοδήποτε άλλο νόμισμα. Δε διαλέγουμε ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη.

Την αποχώρηση από την Ευρωζώνη μπορεί να υιοθετήσει ένα κόμμα όταν εκτιμήσει ότι βασικά τμήματα της αστικής τάξης εξυπηρετούνται με εθνικό νόμισμα, και μάλιστα με υποτίμηση. Στη Γερμανία η λεγόμενη κίνηση του ευρωσκεπτικισμού, ήδη οδήγησε στη συγκρότηση κόμματος. Αποχώρηση από την ΕΕ μπορεί να αποφασίσει στην πορεία και μια αστική κυβέρνηση, όταν εκτιμήσει ότι πρέπει να αλλάξει στρατόπεδο ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, να πάει με τον ένα ιμπεριαλιστή εναντίον του άλλου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρεται στην περίπτωση της Αγγλίας όπου ο πρωθυπουργός Κάμερον του Συντηρητικού Κόμματος ανήγγειλε δημοψήφισμα για τη σχέση της χώρας του με την ΕΕ. Ανάλογα παραδείγματα προσφέρονται από τις αντι-ΕΕ τοποθετήσεις του κόμματος του Λεπέν και άλλων ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη.

Ορισμένα κόμματα, με διαφορές μεταξύ τους κυρίως στην απόχρωση, αναδεικνύουν ως μείζον ζήτημα, ικανό μάλιστα να προκαλέσει συνεργασία των αντιμνημονιακών δυνάμεων, την αντιμετώπιση του «νεοαποικιακού» καθεστώτος που έχει περιέλθει η χώρα, καθώς βρίσκεται υπό την κηδεμονία, τον καταναγκασμό της τρόικα, ότι έχει χάσει ή κινδυνεύει να χάσει την εθνική της υπόσταση και ανεξαρτησία.

Βεβαίως και η Ελλάδα βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση μέσα στις συγκροτημένες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες στις οποίες συμμετέχει (ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ κλπ.). Αυτή όμως η θέση προκύπτει από την οικονομική-πολιτική-στρατιωτική δύναμή της ως καπιταλιστικού κράτους. Από αυτό πηγάζουν οι ανισότιμες σχέσεις που κυριαρχούν μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών-συμμάχων, ανταγωνιστικές σχέσεις μέχρι και μίσους μεταξύ τους, που δεν αναιρούν όμως τα κοινά στρατηγικά τους συμφέροντα. Η ιστορία έχει δείξει τι κινδύνους περικλείει η ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών κρατών, οι ανισότιμες ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους που, όταν δε λύνονται οι διαφορές με πολιτικά και οικονομικά μέσα, επιλέγονται τα στρατιωτικά , ο πόλεμος, η κρατική βία. Ο ιμπεριαλισμός δεν προωθεί μόνο την καπιταλιστική διεθνοποίηση, τις διάφορες μορφές ιμπεριαλιστικών ενώσεων, τυπικές ή και άτυπες, δε διαπνέεται μόνο από τον κοσμοπολιτισμό, αλλά και από τον εθνικισμό και τον εμπόλεμο διαχωρισμό.

Η αναγόρευση από όλα τα κόμματα του ελληνικού προβλήματος σε πανευρωπαϊκό συνοδεύεται από τη θέση ότι δεν μπορεί να γίνει καμία αλλαγή σε εθνικό επίπεδο υπέρ του λαού, πέρα από την εναλλαγή κυβερνήσεων, δηλαδή στο πολιτικό προσωπικό του συστήματος και όχι στην οικονομία. Δεν μπορεί δηλαδή να διεκδικήσει ο λαός μια άλλη κοινωνία, τη σοσιαλιστική. Η θα αλλάξουν τα πράγματα στην Ευρώπη ή και παγκόσμια, ή πουθενά. Αυτή και μόνο η θέση παραπέμπει την ανακούφιση του ελληνικού λαού στις καλένδες.

Την ίδια θέση χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για την ΑΟΖ, ότι είναι πανευρωπαϊκό ζήτημα και όχι ζήτημα Ελλάδας-Τουρκίας. Ανάλογα λεγόταν στο παρελθόν ότι η δίκαιη επίλυση του Κυπριακού είναι ζήτημα ευρωπαϊκό, από τη στιγμή που η Κύπρος έγινε μέλος της ΕΕ. Ολοι ξέρουμε πού είναι τα πράγματα σήμερα, άλυτο το Κυπριακό και με μέλλον ακόμα πιο ζοφερό.

Εχει γίνει σημείο υπεράσπισης της κυβερνητικής πολιτικής ή καταδίκης της το ζήτημα τι είδους διαπραγμάτευση γίνεται στο πλαίσιο της ΕΕ, για το αν χρειάζεται φιλογερμανικός ή αντιγερμανικός άξονας. Ακόμα και αν στο πλαίσιο της ΕΕ διαφοροποιηθούν οι συμμαχίες, ακόμα και αν η Γερμανία μείνει ορφανή από συμμαχίες, η στρατηγική της ΕΕ ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής ένωσης δεν πρόκειται να αλλάξει.

ΠΑΡΑ ΤΗ ΣΩΣΤΗ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΜΑΣ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΕΥΘΥΝΗ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΚΟΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΑΥΤΑΠΑΤΩΝ ΣΕ ΕΝΑ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ

Το Κόμμα μας από τις αρχές της 10ετίας του '90 αντιπαρατέθηκε στη ρεφορμιστική και οπορτουνιστική αντίληψη ότι ζούμε την περίοδο της επιστροφής στο φιλελευθερισμό -με την ονομασία μάλιστα «νεοφιλελευθερισμός»- με τη συγκρότηση του αντινεοφιλελεύθερου μετώπου. Αυτή η θέση κυριαρχεί και σήμερα, και μάλιστα χρησιμοποιείται και ως βασική αιτία της κρίσης, με το ιδεολόγημα που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η εναπομείνασα παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία. Με συγκεκριμένα επιχειρήματα αποκαλύπταμε ότι η εγκατάλειψη της κεϊνσιανής διαχείρισης ήταν μια αναγκαστική επιλογή που ανταποκρινόταν στις ανάγκες του κεφαλαίου για διευρυμένη αναπαραγωγή που ήδη είχε αρχίσει να εκπονείται μετά από τη γενικευμένη κρίση στις αρχές της 10ετίας του '70.

Αν και έχουμε εμπειρία στην ιδεολογική, πολιτική και μαζική διαπάλη, ωστόσο δεν παλέψαμε όσο έπρεπε εδώ και χρόνια τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες που υπήρχαν σε φίλους και οπαδούς του Κόμματος, ακόμα και σε ένα μέρος μελών του Κόμματος που δεν έχουν μακρόχρονη πείρα και απαιτούμενη ιδεολογικοπολιτική θωράκιση. Η διαπαιδαγωγητική δουλειά μέσα στο Κόμμα δεν προσαρμόστηκε στις αυξημένες ανάγκες να ξεπεραστούν οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες, όχι μόνο με ειδική ιδεολογική δουλειά και συζήτηση, αλλά και με το γεγονός ότι η καθοδηγητική δουλειά, ο σχεδιασμός και κυρίως τα κριτήρια για το τι σημαίνει ισχυρό ΚΚΕ δεν ενδυναμώθηκαν, δεν προσδιόριζαν τον έλεγχο απόδοσης και εκτίμησης των αποτελεσμάτων. Λόγου χάρη, το βασικό κριτήριο του προσανατολισμού στη δουλειά στην εργατική τάξη και το κίνημά της, στην κομματική οικοδόμηση στους χώρους δουλειάς και κλάδους, στους όρους και τις προϋποθέσεις να προωθείται η κομματική οικοδόμηση, στην ικανότητα εξειδίκευσης της στρατηγικής μας και εμπλουτισμού της με τη συλλογική πείρα της ταξικής πάλης.

Το ΚΚΕ δίνει σημασία σε όλες τις μορφές πάλης σε συνθήκες μη επαναστατικές και αξιοποιεί τον εκλογικό αγώνα και την κοινοβουλευτική δύναμη για να διαφωτίζει το λαό, να αποκαλύπτει τι σχεδιάζεται σε βάρος του, για να βάζει εμπόδια -όσο είναι δυνατό με βάση το συσχετισμό δυνάμεων- σε αντεργατικά, αντιλαϊκά μέτρα, για να δυναμώνει πριν απ' όλα η ταξική πάλη, να κατανοείται όσο γίνεται από περισσότερους η ανάγκη συνολικής σύγκρουσης και προοπτικής.

Ανοίγοντας εδώ μια παρένθεση, πρέπει να τονίσουμε ότι το Κόμμα μας, μελετώντας την ιστορία του και την ιστορία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, στέκεται κριτικά και αντλεί συμπεράσματα από παλαιότερες λαθεμένες προσεγγίσεις. Ετσι, στην Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ εκτιμήσαμε, π.χ., πως στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (Φλεβάρης 1956) και με τη θέση του για «ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις», η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» συνδέθηκε και με τη δυνατότητα του κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό στην Ευρώπη, στρατηγική που προϋπήρχε σε ορισμένα και επικράτησε στα περισσότερα ΚΚ. Η θέση αυτή αποτελούσε ουσιαστικά αναθεώρηση των συμπερασμάτων από την επαναστατική σοβιετική εμπειρία και συνιστούσε μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική, που είχε υλοποιηθεί και το 1945 με τη συμμετοχή των ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας σε αστικές κυβερνήσεις.

Επίσης η στάση πολλών ΚΚ απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν σε αυτήν τη στρατηγική. Κυριάρχησε στα ΚΚ η λαθεμένη εκτίμηση για διαχωρισμό της σοσιαλδημοκρατίας σε «δεξιά» και «αριστερή» πτέρυγα, αδυνατίζοντας εξαιρετικά το ιδεολογικό μέτωπο εναντίον της. Στο όνομα της ενότητας της εργατικής τάξης (που απέβλεπε και στη δημιουργία κοινών κυβερνήσεων με τη σοσιαλδημοκρατία ή τμήμα της), τα ΚΚ προέβησαν σε σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις, ενώ οι διακηρύξεις ενότητας από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας απέβλεπαν στην απόσπαση της εργατικής τάξης από την επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών και την ταξική αλλοτρίωσή της.

Η μεγάλη λενινιστική κληρονομιά είναι επίκαιρη, ότι είναι αδιανόητη η νίκη της εργατικής τάξης, του εκμεταλλευόμενου λαού, ακόμα και η άνοδος της ταξικής πάλης δίχως πάλη με τον οπορτουνισμό, ασίγαστη και ασυμβίβαστη. Αλλο ήταν το περιεχόμενο της πάλης σε συνθήκες εξέλιξης της αστικής επανάστασης, και άλλο σήμερα, σε εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, σε συνθήκες ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού.

Μια «μη αστική» κυβέρνηση στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, σχηματισμένη με το γενικό εκλογικό δικαίωμα δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για να ξεσπάσει επαναστατική κατάσταση, αφού αυτή έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να υποχρεώσει τους καπιταλιστές να δεχτούν πλήγματα στην κερδοφορία τους υπέρ των εργαζομένων, όταν μάλιστα το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε φάση που δυσκολεύεται να πετύχει τη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή με τον ίδιο τρόπο που το πετύχαινε στο παρελθόν. Το ερώτημα αν μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση μπορεί να ωθήσει στο άνοιγμα της επαναστατικής διαδικασίας είναι ανεδαφικό και ουτοπικό με βάση την πείρα του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα.

Ο ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΟΣ ΜΑΣ ΚΟΣΤΙΣΕ

Πρέπει σοβαρά να πάρουμε υπόψη την εκτίμηση των Θέσεων, που επιβεβαιώθηκε και από την προσυνεδριακή συζήτηση, ότι δεν αποφύγαμε, ξεκινώντας από την απερχόμενη ΚΕ και κατά συνέπεια ως την κομματική βάση, ένα πνεύμα εφησυχασμού ότι έχουμε σωστή πολιτική γραμμή. Δεν αρκεί αυτή, όσο και αν αποτελεί βασικότατη προϋπόθεση για ένα ΚΚ. Ο εφησυχασμός οδήγησε στο να μην πάρουμε έγκαιρα μετά από το 16ο Συνέδριο όλα τα μέτρα για να κατακτήσουμε την ανάλογη ικανότητα για την προώθηση της στρατηγικής στην πράξη, όσον αφορά στο κύριο μέτωπο που είναι η εργατική τάξη και η κομματική οικοδόμηση, η βοήθεια στην ΚΝΕ, η ανάπτυξη δεσμών με νεότερες ηλικίες. Ο εφησυχασμός είναι αδικαιολόγητος, δε συγχωρείται, πρέπει να καταλαβαίνουμε πολύ καλά το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα. Μας δυσκόλεψε επίσης και η αδυναμία ενός τμήματος στελεχών να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και νέες ανάγκες της καθοδηγητικής δουλειάς.

Η επαγρύπνηση και ανησυχία πρέπει να είναι στοιχεία της αγωνιστικής μας δράσης, μοχλός βελτίωσης. Λόγου χάρη, σήμερα πρέπει να απασχολεί όλα τα όργανα και τις ΚΟΒ κατά πόσο οι εκλογικές απώλειες του Κόμματος -και σε ποιο μέρος τους- επιβεβαιώνονται ως προσωρινές ή έχουν πάρει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά, κατά πόσο οι εργατικές-λαϊκές μάζες που μαζί δώσαμε μεγάλες μάχες -όπως οι απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις- έχουν βγάλει πολιτικά συμπεράσματα, κατακτούν έστω και σταδιακά αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική συνείδηση.

Για συγκεκριμένη φάση (τα χρονικά της όρια δεν προκαθορίζονται) ο συσχετισμός δύναμης καθορίζεται ανεξάρτητα από τη θέληση του Κόμματος, αφού είναι προϊόν δραστηριότητας των τάξεων και των κομμάτων. Αυτό δε σημαίνει ότι μένει στατικός και αναλλοίωτος. Κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να αλλάξει θετικά, αλλά και να πισωγυρίσει, αφού η ίδια η καπιταλιστική πραγματικότητα δε μένει στατική. Εδώ λοιπόν παρεμβαίνει ο υποκειμενικός παράγοντας. Το Κόμμα και η εργατική τάξη πρέπει να έχουν τη συνεχή τέτοια κατεύθυνση δράσης που να διευκολύνει, να υποβοηθάει την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης με βάση τις δυνατότητες που υπάρχουν. Το αποτέλεσμα της αλλαγής καθορίζεται βεβαίως και από το συνολικό συσχετισμό.

Το Κόμμα πριν απ' όλα πρέπει να είναι όχι μόνο προετοιμασμένο, αλλά να δρα με ανάλογο τρόπο, τεντώνοντας τις δυνάμεις του, να έχει την ικανότητα της εκτίμησης κάθε στιγμής, να αναδεικνύει τον κρίκο χωρίς να χάνει την αλυσίδα από τα χέρια του.

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΚΑΘΕ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ ΣΕ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, Η ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΠΡΩΤΟΠΟΡΑ ΔΥΝΑΜΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ

Η ΚΕ έχει ευθύνη για την καθυστέρηση της αναδιάταξης των κομματικών εργατικών δυνάμεων από το 16ο Συνέδριο και μετά. Επίσης έχει ευθύνη γιατί έπρεπε πιο συστηματικά και κυρίως με επιτελικό τρόπο να διαμορφώνει σχέδιο προώθησης της αναδιάταξης ως τις ΚΟΒ συνδυασμένο με δράση, ώστε όλα τα σφυριά να χτυπάνε στον ίδιο στόχο, οι αναγκαίες κεντρικές πρωτοβουλίες να στηρίζονται από τα κάτω, η πείρα από τα κάτω να εμπλουτίζει την κεντρική επιτελική δουλειά, να την κάνει πιο εύστοχη, αποτελεσματική. Αυτό το συμπέρασμα πρέπει να μην ξεχαστεί ούτε για μια μέρα από τη νέα ΚΕ, γιατί είναι μπροστά της το ζήτημα της συγκέντρωσης των δυνάμεων στο κύριο μέτωπο και στην ενίσχυση βεβαίως της Κοινωνικής Συμμαχίας, στην προσέλκυση νέων ηλικιών, γυναικών.

Η αναδιάταξη προσέκρουσε σε λαθεμένες αντιλήψεις, σε παγιωμένες συνήθειες. Δεν κατανοήθηκε έγκαιρα ότι το κύριο μέτωπο πάλης και διεργασιών είναι οι τόποι δουλειάς, οι κλάδοι, οι τομείς στρατηγικής σημασίας, εκεί που παράγεται η υπεραξία. Οτι η πρωτοπορία αποδεικνύεται στο βασικό μέτωπο, στον εργασιακό χώρο, στον κλαδικό με ειδικό προσανατολισμό στις νεότερες ηλικίες, στις γυναίκες, στους μετανάστες, εκεί εκδηλώνεται η αντίθεση απέναντι στους μηχανισμούς και την πίεση της εργοδοσίας, σε μια περίοδο που άρχισε να κυριαρχεί η αβεβαιότητα για το αύριο.

Η αναδιάταξη με επίκεντρο την εργατική τάξη προέβλεπε επίσης τη συγκέντρωση δυνάμεων κατά κλάδο στους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματοβιοτέχνες και εμπόρους, σε κλαδικές ΚΟΒ και Αχτίδες ή κλαδικές ΚΟΒ σε εδαφικές Αχτίδες. Και αυτή η πλευρά της αναδιάταξης προχώρησε ακόμα πιο αργά και πιο αδύνατα. Ενώ δεν έγινε συστατική, αναπόσπαστη πλευρά του καθήκοντος αυτού η δουλειά στις γυναίκες. Δεν έχει γίνει τρόπος δουλειάς το χτίσιμο παντού στον κλάδο και τη γειτονιά της Κοινωνικής Λαϊκής Συμμαχίας.

Το κυριότερο όμως πρόβλημα του δισταγμού στην αναδιάταξη των δυνάμεων σε κλαδική βάση ήταν μια άμεση και έμμεση επίδραση κοινοβουλευτικών αυταπατών, αναγωγής του τοπικού ζητήματος σε κύριο μέτωπο πάλης, η μη έγκαιρη κατανόηση ότι η τοπική διοίκηση είναι θεσμός του αστικού κράτους. Ακόμα πιο δύσκολα γινόταν κατανοητή η αναδιάταξη σε περιοχές όπου το Κόμμα στο παρελθόν είχε αυξημένες θέσεις στην τοπική διοίκηση.

Είναι αλήθεια ότι η αναδιάταξη δυνάμεων επέφερε και ποσοτική και ποιοτική μείωση δυνάμεων που ήταν χρεωμένες στην τοπική δουλειά με εδαφικά κριτήρια. Το γεγονός αυτό ήταν και αναπόφευκτο ως ένα βαθμό. Αυτή η επιλογή είναι όμως μονόδρομος, απορρέει από τον ίδιο το χαρακτήρα του Κόμματος και τον πρωτοπόρο επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης. Χωρίς την ενίσχυση της δράσης μας στην εργατική τάξη και το κίνημά της, χωρίς τη δράση στους αυτοαπασχολούμενους που ασκούν επιρροή και στους προσανατολισμούς της εργατικής τάξης, δεν είναι δυνατή η άνοδος και πολιτικοποίηση του κινήματος και στον τόπο κατοικίας. Και αν υπάρξουν κινητοποιήσεις, αυτές δε θα έχουν κλιμάκωση τέτοια που απαιτείται σήμερα. Σήμερα, που οργανωτικά έχει προχωρήσει η αναδιάταξη, χρειάζεται ξανά να ελεγχθεί μέσα από τα αποτελέσματα δράσης, να γίνουν διορθωτικές κινήσεις, ώστε να διευκολύνεται ο βασικός προσανατολισμός της συγκέντρωσης δυνάμεων παντού, στους κλάδους, αλλά και σε περιοχές με εργατική σύνθεση.

Σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης ανεβαίνει κατακόρυφα η ταξική πάλη, μπαίνουν στη μάχη δυνάμεις αποφασισμένες να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους, να συγκρουστούν ευρύτερες εργατικές και καταπιεσμένες λαϊκές μάζες. Διαμορφώνεται η δυνατότητα να συνειδητοποιήσουν καλύτερα ότι το συμφέρον τους βρίσκεται στην κοινωνικοποίηση και τον αγροτικό συνεταιρισμό, ακόμα και δυνάμεις που δεν έχουν περάσει από τη δοκιμασία ενός μακροχρόνιου αγώνα. Ομως ο συνειδητός επαναστατικός πυρήνας των εξεγερμένων, για να αξιοποιήσει τη λαϊκή πρωτοβουλία, πρέπει να είναι ισχυρός και έμπειρος, να στηριχτεί στη γερή βάση των οργανωμένων εργατών στη βιομηχανία, στα εμπορικά και συγκοινωνιακά κέντρα, στα κέντρα επικοινωνιών και ενέργειας, ώστε να επιτευχθεί η αδρανοποίηση των μηχανισμών της αστικής εξουσίας και η εξουδετέρωσή τους. Η δύναμη του ΚΚΕ και η αποτελεσματικότητά του στη συσπείρωση και τη συμμαχία εξαρτάται βεβαίως από ένα σύνολο ιδεολογικοπολιτικών και οργανωτικών παραγόντων. Στον πυρήνα τους βρίσκεται η κομματική οικοδόμηση στους παραπάνω χώρους, η αποφασιστική βελτίωση της κοινωνικής σύνθεσης των οργανώσεών μας και των οργάνων. Οσο αυτό το κριτήριο δεν κυριαρχεί στο περιεχόμενο, στις μορφές προσέγγισης για την ανάπτυξη ουσιαστικών δεσμών, τα όποια αποτελέσματα θα είναι προσωρινά, ευάλωτα στις σύνθετες και δύσκολες συνθήκες.

ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΚΡΙΚΟ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΒ, ΩΣΤΕ ΤΕΛΙΚΑ ΟΛΑ ΤΑ ΣΦΥΡΙΑ ΝΑ ΧΤΥΠΟΥΝ ΕΝΙΑΙΑ, ΝΑ ΠΡΟΩΘΟΥΝ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Υποφέρουμε πριν απ' όλα καθοδηγητικά, ξεκινώντας από την ΚΕ, και από τις δύο αδυναμίες: Από τη μία στο όνομα της σωστής και επιβεβαιωμένης στρατηγικής υποτιμάμε την ανάγκη της εξειδίκευσης, να πατάει στην πείρα, στα ερωτήματα, στις συγχύσεις και στις προκαταλήψεις που υιοθετούν οι εργαζόμενοι από την κυρίαρχη προπαγάνδα. Από την άλλη, κάτω από την πίεση των λαϊκών μαζών που δεν έχουν καταφέρει να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους και να απορρίψουν τη φιλομονοπωλιακή πολιτική, τις αστικές και οπορτουνιστικές προκαταλήψεις, να κάνουμε πίσω, να πέφτουμε στην αποσπασματικότητα, στην επιλεκτικότητα. Τελικά η κάθε ΚΟΒ δεν καταφέρνει να έχει το δικό της σχέδιο δράσης που στηρίζει τις κεντρικές κατευθύνσεις και πρωτοβουλίες.

Είναι αδύνατο σήμερα να πειστεί για την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ ένας εργάτης σε μια κλωστοϋφαντουργία, σε ένα εργοστάσιο μετάλλου, σε ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει φάρμακα ή τρόφιμα, αν δε γνωρίζει τις εξελίξεις στον κλάδο στην Ελλάδα, ακόμα και στην Ευρώπη και παγκόσμια, αν δε βοηθηθεί να κατανοήσει την αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας. Αν δεν κατανοήσει τι σημαίνουν καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, αν δεν καταφέρνει στον έναν ή τον άλλο βαθμό να βλέπει την πολιτική σε συνδυασμό με την οικονομία. Αν βλέπει μόνο τα κόμματα και όχι τις τάξεις που εκπροσωπούν, τη στάση τους στα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα.

Οι εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα και σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες αποδεικνύουν ότι δεν αρκεί η καταδίκη, μερική ή ολική, των αστικών κομμάτων, των φιλελεύθερων και των σοσιαλδημοκρατικών που κυβέρνησαν εναλλάξ και σε ορισμένες περιπτώσεις μαζί. Η καταδίκη των κομμάτων αυτών, όταν κυρίως ταυτίζεται με κριτική στον τρόπο διακυβέρνησης, αφήνει ελεύθερο το χώρο για να κερδίσει χρόνο η αστική τάξη και να εργαστεί για την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος με τις γνωστές συνέπειες, π.χ., στην Ελλάδα, στην Ιταλία κλπ.

ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΙΚΑΝΟΙ ΝΑ ΔΙΕΙΣΔΥΟΥΜΕ ΒΑΘΙΑ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΛΑΪΚΕΣ ΜΑΖΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΑΔΟ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΛΛΟΙΩΝΟΥΜΕ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Στις γραμμές του κινήματος ένα τμήμα μπορεί να απομακρύνεται κάτω από απογοήτευση και ένα άλλο να μπαίνει με δυναμικό και βροντερό τρόπο με την ανυπομονησία «εδώ και τώρα λύση», με στόχο να επιτρέψει στο δικό του κλάδο ή στο δικό του χώρο να πετύχει κάτι, να εμποδίσει κάτι χειρότερο, να διατηρήσει έστω αυτά που έχει, να μη χάσει άλλο. Ανεξάρτητα ποιο είναι το κίνητρο της εισδοχής στον αγώνα, θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια το φαινόμενο να μπαίνουν στο κίνημα εργατικές-λαϊκές μάζες με μικρή ή ανύπαρκτη πείρα ταξικής πάλης, με χαμηλή πολιτική πείρα. Ας πάμε όμως εμείς και παραπέρα: Οταν το εργατικό κίνημα και τα φτωχά λαϊκά στρώματα νιώσουν σκιρτήματα έστω που δείχνουν ότι μπορεί να πάνε παραπέρα από την άσκηση πίεσης σε μια κυβέρνηση, πολύ περισσότερο όταν θα συνειδητοποιούν στον έναν ή τον άλλο βαθμό την αναγκαιότητα πιο ριζικής αλλαγής, τότε είναι βέβαιο ότι θα ενεργοποιηθούν οργανωμένα και σχεδιασμένα δυνάμεις που θα προσπαθήσουν να κρατήσουν το κίνημα εντός των τειχών, να το εκτρέψουν ή να το χρησιμοποιήσουν για δικά τους ιδιαίτερα συντεχνιακά συμφέροντα.

Εχουμε πολύ πρόσφατα παραδείγματα και σε άλλες χώρες όπου, όταν οι λαοί άρχιζαν να κινούνται, μπήκαν μπροστά δυνάμεις συγκράτησης και ανάσχεσης, δυνάμεις που διεκδικούσαν να γίνουν «χαλίφης στη θέση του χαλίφη». Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η αιγυπτιακή, τυνησιακή «άνοιξη», που μάλιστα οδήγησε τον οπορτουνισμό και το ρεφορμισμό σε τέτοιο θαυμασμό, που να λένε ότι στην Ελλάδα του μνημονίου χρειάζεται μια πλατεία Ταχρίρ. Πολλά παραδείγματα έχουμε από τα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπου εμφανίζονται κόμματα και πολιτικοί διάττοντες αστέρες -και μάλιστα με τάχα αντισυστημικό χαρακτήρα- που εγκλωβίζουν εργατικά-λαϊκά στρώματα σε λογική εναλλαγής κυβερνήσεων, μακριά από την ταξική πάλη, την Κοινωνική Συμμαχία, την προοπτική του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Τέτοια κινήματα είχαμε και στις 10ετίες '60 και '70, που ονομάζονταν νέα κοινωνικά κινήματα που θα έφερναν την πολυπόθητη αλλαγή και θα έβαζαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας την ταξική πάλη και τον αγώνα για την επίλυση του προβλήματος της εξουσίας. Κινήματα που ταυτίστηκαν με την εναλλαγή στις κυβερνήσεις φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς, κινήματα αρχηγικά, με την υπερπροβολή των ηγετών που μάγευαν τα πλήθη.

Τα λεγόμενα εναλλακτικά κόμματα της αστικής διακυβέρνησης, τα εναλλακτικά δήθεν κινήματα στην ταξική πάλη, δημιουργούνται ή ενισχύονται μετά από την εμφάνισή τους, αφού υπάρχει βάση, και αυτή η βάση είναι η εργατική αριστοκρατία, ένα τμήμα της κρατικής υπαλληλίας και μεσαίων στρωμάτων που λειτουργούν ως σύμμαχοι και στεφάνη των μονοπωλίων. Τα κινήματα αυτά πείθουν γιατί παραπλανούν για ρήξη χωρίς γραμμή ρήξης, για ανατροπή χωρίς ανατροπή, για επανάσταση χωρίς επανάσταση, καθώς μάλιστα απολαμβάνουν της συμπάθειας τμημάτων της αστικής τάξης, αλλά και θυλάκων, μηχανισμών του συστήματος, με διεθνή μάλιστα προέκταση.

Οσο περισσότερα κόμματα υπάρχουν με λαϊκίστικα συνθήματα, δήθεν αντισυστημικά, τόσο πιο εύκολη -στις σύγχρονες συνθήκες- είναι η θωράκιση του αστικού πολιτικού συστήματος και η ικανότητα ενσωμάτωσης εργατικών - λαϊκών μαζών.

Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα στην Ιταλία επιβεβαιώνουν απολύτως την παραπάνω εκτίμηση, καθώς η διαμαρτυρία για τα μέτρα της κυβέρνησης Μόντι στράφηκε προς το γνωστό για την ταξική πολιτική του κόμμα του Μπερλουσκόνι, επίσης στο ενσωματωμένο πλήρως κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς του Μπερσάνι που προέκυψε από τις δυνάμεις του ΚΚ Ιταλίας το οποίο αυτοδιαλύθηκε αφού έφτασε κάτω και από το τελευταίο σκαλοπάτι του οπορτουνισμού. Προσελκύστηκαν στην κίνηση Γκρίλο με σύνθημα «έξω από το ευρώ», ως έκφραση μιας ορισμένης τάσης που εκφράζει τμήματα της αστικής τάξης. Πρόκειται για εκλογικό αποτέλεσμα που, ανεξάρτητα από τη δυσκολία να σχηματιστεί κυβέρνηση, κρατά σε γερό δίχτυ τη μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού.

Σημαντική πείρα προκύπτει και από τη συμμετοχή του ΑΚΕΛ στην κυβέρνηση, από τη στάση των συνεργαζόμενων κομμάτων, σε συνθήκες ένταξης στην ΕΕ και ενώ το Κυπριακό παραμένει άλυτο όχι μόνο εξαιτίας της αδιαλλαξίας της Τουρκίας που εμμένει στην κατοχή, αλλά και εξαιτίας των συμφερόντων των ιμπεριαλιστών, όπως και των δικών τους ιδιαίτερων ανταγωνισμών σε μια περιοχή με σημασία, ως πηγή υδρογονανθράκων και χάραξη δρόμων μεταφοράς τους.

Εμείς οφείλουμε να ξεχωρίζουμε τις εργατικές μάζες που ακόμα είναι εγκλωβισμένες σε διλήμματα και σε συγχύσεις, από τις δυνάμεις που δρουν σχεδιασμένα για να τις παραπλανήσουν. Οφείλουμε να είμαστε στην πρώτη γραμμή και να επηρεάζουμε θετικά τις αποφάσεις των σωματείων και των άλλων οργανώσεων, και εκεί που έχουμε τη δυνατότητα, αλλά και εκεί που είμαστε μειοψηφία, ελάχιστη δύναμη. Το καθήκον της συγκέντρωσης δυνάμεων στην πάλη κατά των μονοπωλίων είναι ενιαίο παντού.

Δεν έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε ως Κόμμα την απαιτουμένη από τα ίδια τα πράγματα ικανότητα να δουλεύουμε σε τέτοιες λαϊκές μάζες, είτε είναι εργατικές είτε προέρχονται από μικροαστικά λαϊκά στρώματα. Αυτή η εκτίμησή μας δεν έχει καμία σχέση με τη συκοφαντική διαπίστωση ότι το ΚΚΕ συμμετέχει ενεργά μόνο σε κινηματικές δραστηριότητες που καθοδηγεί και ελέγχει. Πρόκειται για ψέμα. Το ότι οφείλουμε να είμαστε παντού, όπου ξεσπάνε αγώνες, όπου κινητοποιούνται λαϊκές μάζες, ότι δεν πρέπει κριτήριο να είναι αν συμφωνούν μαζί μας ή αν υιοθετούν όλα τα αιτήματα που εμείς πιστεύουμε, δε σημαίνει ότι δε θα ασκούμε κριτική ή ακόμα και θα αρνούμαστε να μετέχουμε σε δραστηριότητες όπου οργανώνονται στο παρασκήνιο από συγκεκριμένες ομάδες και δυνάμεις με στόχευση να υφαρπάξουν τη λαϊκή συγκατάθεση και μάλιστα με συνθήματα τύπου «να καεί, να καεί ...» ή «κάτω οι κλέφτες, όλοι στο Γουδί». Το ίδιο ισχύει όταν κομματικά στελέχη φοράνε άλλο καπέλο, του ανεξάρτητου και αυτόνομου, με τη θέση μάλιστα «έξω τα κόμματα και οι μαζικές οργανώσεις». Τέτοια κινήματα δεν αποτελούν αυθόρμητα ξεσπάσματα -τα οποία δεν πρέπει να τα φοβόμαστε- είναι κινήματα για να προληφθεί και ο απλός αυθορμητισμός που μπορεί να αποκτήσει έστω και ψήγματα ριζοσπαστισμού, είναι κινήματα που χειραγωγούνται για ένα ορισμένο και προσωρινό σκοπό, λόγου χάρη εκλογικό. Κανένα κίνημα δεν μπορεί να αποκτήσει δυναμική αν δε στηριχτεί στα προβλήματα του τόπου δουλειάς, του κλάδου, των φτωχών αυτοαπασχολουμένων και αγροτών.

Ταυτόχρονα, με σχεδιασμό πρέπει η δράση από τα κάτω να εξελίσσεται σε πανελλαδική δυναμική ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων.

Στις Θέσεις της ΚΕ αναφέρουμε ότι ακόμα και στις γραμμές του επαναστατικού κινήματος μπορεί να βρεθούν μάζες που επηρεάζονται από οπορτουνιστικά συνθήματα και αντιλήψεις, σε συνθήκες δηλαδή επαναστατικής κατάστασης. Το ζήτημα δεν είναι πώς να αποφύγουμε αυτά τα προβλήματα, αλλά με τι ετοιμότητα, πρόγνωση και διορατικότητα θα κινηθούμε.

ΚΡΙΣΙΜΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ

Είναι επείγον ζήτημα να ξεπεράσουμε μια παραδοσιακή και αναπαραγόμενη αντίληψη που, στο όνομα της υπαρκτής οργανωτικής αυτοτέλειας της ΚΝΕ και της ευθύνης που έχει στην εξειδίκευση της στρατηγικής του Κόμματος στις νεότερες ηλικίες, να αποξενώνεται ο προγραμματισμός, ο σχεδιασμός, ο έλεγχος των αποτελεσμάτων δουλειάς του Κόμματος. Στην ουσία πρόκειται για μετάθεση ευθύνης, ενώ ως Κόμμα έχουμε υποχρέωση να υλοποιούμε πρακτικά την αυτοτελή ευθύνη μας να αναπτύσσουμε απευθείας δεσμούς με τη νεολαία, να επεξεργαζόμαστε τη στρατηγική μας στα διάφορα τμήματά της. Η συνειδητοποίηση της πρώτης ευθύνης του Κόμματος, όταν υλοποιείται με σωστό τρόπο, δυναμώνει την ευθύνη της ΚΝΕ να εξειδικεύει την πολιτική του Κόμματος στο χώρο της, να αναπτύσσει την απαραίτητη πρωτοβουλία. Μια τέτοια αντίφαση ανάμεσα στην ευθύνη του Κόμματος και της ΚΝΕ εκδηλώνεται στην πράξη ως ένα βαθμό λιγότερο στη δουλειά μας στην εργατική τάξη, και πιο έντονα στα άλλα τμήματα της νεολαίας.

Το ζήτημα είναι πιο έντονο στις εδαφικές Οργανώσεις, στο χώρο των οποίων υπάρχουν σχολεία και σχολές που συγκεντρώνουν τη μεγάλη πλειοψηφία της νεολαίας. Ιδιαίτερο πρόβλημα επίσης αποτελεί η καθοδήγηση από την πλευρά του Κόμματος των Οργανώσεων της ΚΝΕ στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Το κομματικό πρόγραμμα δράσης στα ΑΕΙ και ΤΕΙ -στο φοιτητικό και σπουδαστικό χώρο- καθορίζεται κυρίως από το αντίστοιχο πρόγραμμα των Οργανώσεων της ΚΝΕ.

Πρέπει να πάρουμε πολύ σοβαρά υπόψη ότι, ως Κόμμα και ιδιαίτερα ως ΚΝΕ, απευθυνόμαστε κυρίως σε ηλικίες μεταξύ 15 έως 25 ετών σε τόπους δουλειάς, σε κλάδους, σε νέους που είναι άνεργοι, απολυμένοι είτε αναζητούν για πρώτη φορά δουλειά και δε βρίσκουν, σε εκατοντάδες χιλιάδες νέους και νέες που βρίσκονται στα θρανία και στα πανεπιστήμια, στις σχολές κατάρτισης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, να υπολογίζουμε σε κάθε βήμα, κάθε στιγμή, ότι η εργατική τάξη έχει παιδιά, άρα η δράση για τις νέες και μικρότερες ηλικίες αφορά κάθε τόπο δουλειάς, ανεξάρτητα αν εργάζεται μικρός αριθμός νέων. Σε αρκετές περιπτώσεις, νέοι άνθρωποι έχουν και τις δύο «ιδιότητες», δηλαδή σπουδαστές-φοιτητές και εργαζόμενοι είτε στο πλαίσιο της πρακτικής είτε στο πλαίσιο της αναζήτησης εισοδήματος, καθώς ανήκουν σε φτωχές οικογένειες. Αυξάνονται, λόγου χάρη, οι εργαζόμενοι στα 5μηνα προγράμματα των δήμων που εμφανίζονται και ως τομείς της «κοινωνικής οικονομίας» που θα διευρυνθεί, απ' ό,τι φαίνεται, τα επόμενα χρόνια και με αποφοίτους πανεπιστημίων και ΤΕΙ ως επέκταση του θεσμού της «μαθητείας» και της «εργασιακής εμπειρίας».

Περισσότερες ιδιαιτερότητες έχει η δράση στα σχολεία, στην επαγγελματική κατάρτιση, σε όλο το δίκτυο των σχολών μαθητείας, που το σύστημα, οι επιχειρηματίες και αυτοαπασχολούμενοι «στήνουν» σα μανιτάρια, αφού πρόκειται για την ακόμα πιο φτηνή και χειραγωγήσιμη εργατική δύναμη, με ακόμα λιγότερα οικονομικά και θεσμικά δικαιώματα. Ανάλογη ιδιαιτερότητα έχει και η δράση στα ΑΕΙ και ΤΕΙ.

Εμφανίζεται ένα είδος αντίφασης στην πράξη με ποια κριτήρια προσεγγίζονται, αν κυριαρχεί το στοιχείο της απασχόλησης ή της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Είναι φανερό ότι πρέπει να παίρνονται υπόψη και τα δύο αντικείμενα με ενιαία επεξεργασία, με κύριο βάρος στην ταξική διαπαιδαγώγησή τους, στο συντονισμό με τα εργατοϋπαλληλικά σωματεία, κατά κλάδο κλπ.

Το αστικό κράτος και το πολιτικό του προσωπικό, ιδιαίτερα ο ιδεολογικός κρατικός μηχανισμός της εκπαίδευσης, οι πολυπλόκαμοι κρατικοί και επιχειρηματικοί μηχανισμοί μόρφωσης, προπαγάνδας, πολιτισμού και αθλητισμού οργανώνουν την ιδεολογικοπολιτική τους παρέμβαση σε πολύ μικρότερες ηλικίες, από την ηλικία του Νηπιαγωγείου, του Δημοτικού και του Γυμνασίου, σε ηλικίες δηλαδή που δεν είναι δυνατό να αποκτήσουν εμπειρίες συλλογικής αγωνιστικής δράσης. Οι ηλικίες αυτές δεν είναι δυνατό να αποκτούν πρώτα στοιχεία κριτικής σκέψης και συλλογικότητας με τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η ιδεολογικοπολιτική ενσωμάτωση μέσα από τα σχολικά προγράμματα, με τον ίδιο τρόπο που διεξάγεται η αντίστοιχη διαπάλη στο κίνημα των εκπαιδευτικών και της νεολαίας. Οπωσδήποτε γονείς και εκπαιδευτικοί πρέπει να πρωτοστατήσουν στο «παιδομάζωμα» που οργανώνει η Χρυσή Αυγή προκειμένου να διαπαιδαγωγήσει τις πολύ μικρές -και ευαίσθητες γι' αυτό ηλικίες- στις ναζιστικές αντιλήψεις και πρακτικές, στο κυνήγι των κομμουνιστικών ιδεών και των ίδιων των κομμουνιστών.

Πρέπει επίσης πολύ σοβαρά να υπολογίσουμε ότι, στις συνθήκες της αντεπανάστασης, έντασης της αντισοσιαλιστικής αντικομμουνιστικής εκστρατείας, παρέμβασης του οπορτουνισμού, έχει πληγεί το κύρος του Κόμματος στις νεότερες ηλικίες, και σε αυτές που ανήκουν στην εργατική-λαϊκή οικογένεια. Η σημερινή γενιά είναι γενιά της περιόδου της αντεπανάστασης, παιδιά που ανήκουν σε οικογένειες που αποτραβήχτηκαν από το Κόμμα και το κίνημα την τελευταία 20ετία, ως συνέπεια της αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων, της κρίσης που πέρασε το Κόμμα κλπ. Υπάρχει το φαινόμενο ακόμα και ψηφοφόροι του Κόμματος, και ένας αριθμός μελών, να αποθαρρύνουν τα παιδιά τους για οργάνωση στην ΚΝΕ.

Βεβαίως, ως ένα βαθμό, είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο να υπάρχει διαρροή στις νεότερες ηλικίες, καθώς ο ενθουσιασμός, η απήχηση της πολιτικής και δράσης του ΚΚΕ, η συγκυρία μπορούν να τους φέρνουν κοντά στο Κόμμα και την ΚΝΕ, αλλά να πισωγυρίζει ο προσανατολισμός όταν περνάνε σε άλλη φάση της ζωής.

Το πρόβλημα της χαμηλής αφομοίωσης στην ΚΝΕ, αλλά και ως ένα βαθμό και στο Κόμμα, των νεότερων ηλικιών είναι υπαρκτό. Δεν κρίνεται μόνο τον πρώτο και δεύτερο χρόνο της στρατολογίας, αλλά σε μια πορεία όταν οι νεότερες ηλικίες αντιμετωπίζουν το φάσμα των προβλημάτων της ανεξαρτητοποίησης από την οικογένεια, της αναζήτησης δουλειάς, της απόκτησης οικογένειας. Είναι συχνό το φαινόμενο, πρέπει να το αντιμετωπίσουμε, καθώς συνιστά κρίκο για το ίδιο το μέλλον του Κόμματος, αφού δύο πηγές έχουμε βασικά για στρατολογία, τους τόπους δουλειάς και κλάδους και την ΚΝΕ. Αν δεν ανεβάσουμε την ικανότητα αφομοίωσης, δε θα μπορέσουμε να ανεβάσουμε και τους ρυθμούς στρατολογίας, οι χαλαροί, επιφανειακοί δεσμοί δεν επιτρέπουν ισχυρούς δεσμούς με ευρύτερες μάζες νεολαίας.

Το ζήτημα της ανάπτυξης συνδέεται και με την προσπάθεια της διεύρυνσης των δεσμών με τις νεότερες ηλικίες, με το επίπεδο της ταξικής πάλης, των αγώνων της νεολαίας. Η ανάπτυξη των ιδεολογικοπολιτικών δεσμών του Κόμματος και της ΚΝΕ με την εργατική, εργαζόμενη, άνεργη νεολαία, με τους μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές που ανήκουν στα λαϊκά στρώματα, πρέπει να δυναμώνει σταθερά σε κάθε φάση, ανεξάρτητα αν έχουμε άνοδο της ταξικής πάλης, των αγώνων, από τις δυνατότητες οι ρυθμοί στρατολογίας να αυξάνονται ή να μειώνονται από αντικειμενικούς λόγους.

Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι πρέπει να αυξηθεί η ευθύνη του Κόμματος, ξεκινώντας από την ΚΕ, για την αφομοίωση, διαπαιδαγώγηση και σταθεροποίηση των δυνάμεων της ΚΝΕ. Αυτό το καθήκον δε σημαίνει ότι τα μέλη του Κόμματος που δουλεύουν στην ΚΝΕ, τα όργανα της ΚΝΕ δεν έχουν τη δική τους ευθύνη στη διαπαιδαγώγηση και συστηματική προετοιμασία των μελών της ΚΝΕ να αποκτήσουν τον τιμημένο τίτλο του μέλους του Κόμματος.

Ιδιαίτερα σήμερα είναι πιο οξυμένο το πρόβλημα, καθώς η δράση των νέων ηλικιών είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο, το εργατικό, μαθητικό και φοιτητικό-σπουδαστικό κίνημα βρίσκεται στο επίπεδο που έχουμε εκτιμήσει. Οταν εργασιακοί χώροι, γενικότερα χώροι που συγκεντρώνουν νέες ηλικίες από εργατικά, λαϊκά στρώματα δεν έχουν να επιδείξουν σταθερούς κλιμακωμένους αγώνες. Σε σύγκριση με το παρελθόν δεν υπάρχει ουσιαστικά ένα μαζικό μαθητικό και σπουδαστικό κίνημα, που έδινε κάποια μαθήματα οργάνωσης και συλλογικής πείρας. Επομένως, η οξύτητα των προβλημάτων από μόνη της δεν μπορεί να γίνει ο σπινθήρας που ανάβει τη διάθεση για οργάνωση και πολιτικοποίηση.

ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΟΥΜΕ ΜΕ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕΙ ΣΤΟ 19ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ

1. Να πάρουμε όλα εκείνα τα ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά μέτρα που βοηθούν στην κατανόηση της άμεσης και πρώτης ευθύνης του Κόμματος στη δουλειά της νεολαίας και στην καθοδήγηση της ΚΝΕ, η επέκταση της δράσης μας στις πολύ μικρές ηλικίες, με τη ζωτική σημασία που έχει για την έγκαιρη ιδεολογικοπολιτική διαπαιδαγώγηση.

2.Να εξασφαλιστεί κατά Οργάνωση Περιοχής ως τις ΚΟΒ η πλήρης αντιστοίχιση ευθύνης καθοδήγησης των δυνάμεων της ΚΝΕ από τα καθοδηγητικά όργανα.

3. Να πραγματοποιούνται κοινές συνεδριάσεις των οργάνων του Κόμματος και της ΚΝΕ με θέμα τον κοινό σχεδιασμό της δουλειάς και τον καταμερισμό ευθυνών, με θέμα τον έλεγχο του κοινού προγράμματος. Ενιαίος σχεδιασμός για τη δουλειά στην εργατική τάξη και τους συμμάχους, στις επαγγελματικές σχολές, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια-ΤΕΙ, στην ύπαιθρο. Αντίστοιχα με το ίδιο θέμα κοινές συνεδριάσεις ΚΟΒ και ΟΒ.

4. Ο Γραμματέας του οργάνου έχει ιδιαίτερη ευθύνη για τη δουλειά στις νεότερες ηλικίες και τη βοήθεια στην ΚΝΕ, ανεξάρτητα των ιδιαίτερων καταμερισμών κατά τομέα, δηλαδή εργασία, παιδεία, αθλητισμός, πολιτισμός, ναρκωτικά.

Προετοιμάζοντας την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, η νέα ΚΕ πρέπει να μελετήσει καλύτερα το θέμα της βοήθειας, ανάπτυξης των στελεχών της ΚΝΕ και την προετοιμασία τους για να περάσουν στο Κόμμα.

ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΟΥΝ ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ - ΚΟΜΜΑ ΠΑΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΥ

Καταρχάς, χρειάζεται να θυμηθούμε μια ιδιαίτερη και ταυτόχρονα επίκαιρη σημαντική μας εμπειρία. Από το 2007 ξεκίνησε μια ύπουλη εκστρατεία κατά του Κόμματος με σκοπό να πλήξει το ηθικό του κύρος που το διατηρεί μέσα στο λαό, ανεξάρτητα της συμφωνίας με το Πρόγραμμά μας. Αναφερόμαστε στην επίθεση στα οικονομικά του Κόμματος, φορτώνοντας σε μας την ιδιοκτησία μονοπωλιακών επιχειρήσεων, διαπλοκές, εμφανίζοντάς μας δήθεν μεγαλοϊδιοκτήτες περιουσιών. Οταν όλα αυτά αποκαλύφθηκαν ως αισχρά ψέματα, τότε άρχισε άλλη επίθεση με αφορμή γι' αυτούς τα υπαρκτά οικονομικά προβλήματα που έχουμε στην «Τυποεκδοτική», στη «Ραδιοτηλεοπτική», στο «Ριζοσπάστη», που οδήγησαν σε απολύσεις, σε ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις, ένα ζήτημα που είναι γνωστό και στα μέλη του Κόμματος με ειδικά σημειώματα της ΚΕ. Ορισμένα από τα προβλήματα αυτά θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί να πάρουν μια τέτοια οξύτητα που πήραν και η οποία έγινε δυνατότερη τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Η απερχόμενη ΚΕ αναλαμβάνει την ευθύνη, τουλάχιστον σε ζητήματα που θα μπορούσε να έχει μια σχετικά πιο έγκαιρη πρόβλεψη. Τα μέλη του Κόμματος θα ενημερωθούν, όπως έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα, θα κρίνουν.

Ο ποικιλώνυμος αντίπαλος, όποια προβιά και αν φοράει, δε διέπεται από ευαισθησία για τα δύσκολα οικονομικά μας. Οι επιθέσεις που δεχόμαστε έχουν πρόσχημα τα υπαρκτά προβλήματα, στόχο όμως έχουν τη στρατηγική του Κόμματος, την άρνηση να γίνουμε δεκανίκι του συστήματος, έχουν στόχο να ολοκληρώσουν το οικονομικό πλήγμα του Κόμματος και με αυτόν τον τρόπο να μειώσουν την ικανότητα δράσης μας.

Δηλώνουμε ότι δεν πρόκειται να υποκύψουμε σε κανέναν εκβιασμό. Είμαστε αποφασισμένοι να στηριχτούμε στο λαϊκό οβολό, υπολογίζοντας ακόμα ότι αύριο μπορεί να μας κόψουν και την κρατική επιχορήγηση, κάθε δυνατότητα εσόδων. Θα τα βγάλουμε πέρα, γιατί τα μέλη του Κόμματος ξέρουν να δουλεύουν με πείσμα και αυταπάρνηση, γιατί είμαστε μέσα στο λαό, παλεύουμε, γιατί τα έχουμε βγάλει πέρα σε πολύ χειρότερες φάσεις, σε όλη την πορεία μας από το 1918 έως σήμερα.

Ξεκινήσαμε με το ζήτημα αυτό, γιατί ο αντικομμουνισμός είναι το πρώτο στάδιο της νέας ολομέτωπης επίθεσης κατά του λαού.

Οι εξελίξεις προμηνύουν ότι η κρατική βία και καταστολή, η περιστολή των όποιων πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών αναγνωρίζει ο νόμος, θα σηματοδοτήσουν την αντιδραστική συνταγματική αναθεώρηση στην οποία θα ενσωματωθούν οι νόμοι και οι περιορισμοί της ΕΕ. Η αστική τάξη και τα κόμματά της δε συμβιβάζονται ούτε με την αστική δημοκρατία που οι ίδιοι καθιέρωσαν, με την περιορισμένη αστική νομιμότητα. Η επιλογή να τσακίσουν το εργατικό κίνημα, να παρεμποδίσουν την όποια ριζοσπαστικοποίηση φτωχών λαϊκών στρωμάτων συνδέεται αναπόσπαστα με τον περιορισμό της δράσης του ΚΚΕ και με την ανακήρυξη ακόμα ως επίσημης κρατικής ιδεολογίας του αντικομμουνισμού, της γνωστής θεωρίας των δύο άκρων. Σε περίπτωση πιο άμεσης ενεργητικής εμπλοκής σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τα πρώτα μέτρα που θα παρθούν θα αφορούν το κίνημα και το Κόμμα. Επομένως, έχουμε υποχρέωση το Κόμμα μας να αποκτήσει πλήρη ετοιμότητα, με βασική κατεύθυνση την ανάπτυξη πιο ουσιαστικών δεσμών με όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης, να αντιμετωπίσει αδυναμίες είτε προσανατολισμού είτε στη λήψη πρακτικών μέτρων, ώστε να ενισχυθεί η Λαϊκή Συμμαχία, να γίνει πίστη, πεποίθηση η αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση πάλης, που θωρακίζει το λαό από κάθε μορφή επίθεσης.

Τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας όσον αφορά την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και στην Ευρωζώνη, την πορεία της γαλλικής οικονομίας και την επίδραση στη συνολική πορεία της Ευρωζώνης και της Γερμανίας δεν επιτρέπουν να περιμένουμε ότι θα επέλθει άμεσα ανάκαμψη στους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ με βάση τις προβλέψεις της τρικομματικής κυβέρνησης, τους ανταγωνισμούς που εκδηλώνονται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις στην Ελλάδα και γενικότερα το ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή.

Με τα σημερινά δεδομένα δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί αν έχουν εκλείψει οι πιθανότητες μιας ανεξέλεγκτης πτώχευσης του κράτους με έξοδο από την Ευρωζώνη ή διάσπαση της Ευρωζώνης λόγω αποχώρησης ισχυρότερης δύναμης, όπως είναι η Ιταλία. Τέτοιες προβλέψεις γίνονται και τέτοιοι φόβοι υπάρχουν στα περιφερειακά και παγκόσμια επιτελεία του ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα αυτά που καταπιάνονται κυρίως με την εκτίμηση των οικονομικών εξελίξεων. Δεν είναι τυχαίο ότι και η κυβέρνηση - ιδιαίτερα ο πρωθυπουργός - κάνει λόγο για την πιθανότητα ενός ατυχήματος. Αυτό που θα καθορίσει τη συγκεκριμένη εξέλιξη για την Ελλάδα δεν είναι η διαχειριστική ικανότητα της κυβέρνησης αυτής ή άλλης - αυτής που προπαγανδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ με το σύνθημα για σχέδιο Μάρσαλ στο Νότο - αλλά το βάθος της κρίσης στην Ευρωζώνη, η δυσκολία συναινέσεων, η αναζήτηση νέων συμμαχιών ιδιαίτερα από την πλευρά της Γερμανίας. Είναι επίσης πιθανό να διατηρηθεί η Ευρωζώνη ως έχει σήμερα, αλλά με αναγνώριση και θεσμοθέτηση διαφορετικών ζωνών. Είναι επίσης πιθανό να επιλεγεί νέα εσωτερική υποτίμηση με νέο «κούρεμα», αίτημα στο οποίο έχει προσχωρήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνοντας τη θέση που στηρίζει το ΔΝΤ, το οποίο για μεγάλο διάστημα το θεωρούσε μαύρο πρόβατο σε σχέση με την ΕΕ.

Αδιαμφισβήτητο είναι ότι, ανεξάρτητα από τα διάφορα σενάρια που ακόμα δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί, θα ενταθεί η διαδικασία συγκεντροποίησης του συσσωρευμένου κεφαλαίου σε μεγαλύτερους και αριθμητικά λιγότερους μονοπωλιακούς ομίλους.

Συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στις εξελίξεις στην Κύπρο και χρειάζεται να παρακολουθήσουμε τις όποιες επιπτώσεις στην Ελλάδα. Καταδικάζουμε την απόφαση του Γιούρογκρουπ για την Κύπρο, γιατί πλήττει το εργατικό-λαϊκό εισόδημα, εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στον κυπριακό λαό για να αντιμετωπίσει τα αντιλαϊκά μέτρα που υλοποιούνται σε βάρος του. Η κρίση στην Κύπρο είναι ενδογενής, θα ξεσπούσε ακόμα και αν δε συγκαταλεγόταν στους φορολογικούς παραδείσους. Η απαξίωση των συσσωρευμένων κεφαλαίων των κυπριακών τραπεζών είναι εφαλτήριο για την προώθηση πολλαπλών στόχων και έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της Κύπρου σε αδύναμο κρίκο στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Μας απασχολεί η συνολική κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Γίνεται ακόμα πιο σύνθετη, θα έχει νέες αρνητικές επιπτώσεις και στο Κυπριακό ως πρόβλημα εισβολής - κατοχής με την προσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ, τις επιδιώξεις στην Αίγυπτο για αναθεώρηση της συμφωνίας με την Κύπρο στον προσδιορισμό της ΑΟΖ, στο φόντο των τουρκικών διεκδικήσεων.

Οι πρόσφατες εξελίξεις με τη δειλή και αμφιλεγόμενη ως προς το στόχο προσπάθεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το θέμα της ΑΟΖ έφεραν στο προσκήνιο πιο καθαρά το λυσσαλέο πόλεμο ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παλιές και νέες, πράγμα που εμπλέκει ακόμα πιο πολύ τη χώρα σε κινδύνους εμπλοκής σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο στο πλευρό της μιας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας. Οι αντιθέσεις με την Τουρκία και την Αλβανία, αλλά και την Αίγυπτο, θα εκφραστούν ακόμα πιο έντονα στον ελλαδικό και ευρύτερο χώρο, έτσι που τίποτε δεν μπορεί να αποκλειστεί, συμπεριλαμβανομένου και ενός πολέμου. Το ΚΚΕ εκτιμά ότι η εργατική τάξη της χώρας και οι σύμμαχοί της στον αντιμονοπωλιακό αγώνα πρέπει να ετοιμάζονται, ιδεολογικοπολιτικά καταρχάς, για το ποια πρέπει να είναι η γραμμή αντιμετώπισης μιας τέτοιας εξέλιξης. Σε αυτήν την κατεύθυνση, το ΚΚΕ πρέπει να δώσει έμφαση όχι μόνο στη γενική ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία, αλλά και στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, στην ενίσχυση της Λαϊκής Συμμαχίας, στην κομματική οικοδόμηση σε τομείς στρατηγικής σημασίας.

Η θέση του ΚΚΕ είναι ξεκάθαρη. Δεν είναι δυνατό να μείνουμε μόνο στην παλιά πολύτιμη πείρα μας. Δεν μπορεί να αποκλειστεί, σε σύγκριση με την περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τη στάση φυγής που επέδειξε το φιλελεύθερο τμήμα της αστικής τάξης, αυτήν τη φορά η αστική τάξη της χώρας, μέρος των πολιτικών της εκπροσώπων να επιδιώξουν ενεργητική συμμετοχή στο πλευρό μιας άλλης ισχυρής ιμπεριαλιστικής δύναμης αν δεχτεί επίθεση στο έδαφός της από γειτονική χώρα ή και από άλλη χώρα της περιοχής και να επιδιώξει να μετατρέψει τον αμυντικό πόλεμο σε επιθετικό. Μην ξεχνάτε επίσης ότι η αστική τάξη δεν εγκατέλειψε συνολικά την προσπάθεια να χτυπήσει το ΕΑΜικό κίνημα από τα μέσα, άφησε πίσω τον ΕΔΕΣ και άλλα τμήματα ταγματασφαλιτών που οργανώθηκαν για να τσακίσουν το ρωμαλέο κίνημα της Αντίστασης και ιδιαίτερα το ΚΚΕ. Η διάθεση της αστικής τάξης να πάρει ενεργό μέρος στη διανομή των αγορών με πόλεμο θα συνδεθεί ακόμα περισσότερο με μια αποπροσανατολιστική και εθνικιστική εκστρατεία με διάφορα προσχήματα, θα επιδιώξει να πείσει τον ελληνικό λαό ότι έχει υλικό συμφέρον να τραβήξει σε έναν επεκτατικό πόλεμο, να επιδιώξει προσαρτήσεις ή να δεχτεί νέους συμβιβασμούς και εξαρτήσεις. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε μορφή πάρει η συμμετοχή της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, το Κόμμα πρέπει να ηγηθεί στην αυτοτελή οργάνωση της εργατικής - λαϊκής αντίστασης και να συνδεθεί με την πάλη για ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης εγχώριας και ξένης ως εισβολέα.

Το ΚΚΕ οφείλει να πάρει την πρωτοβουλία, ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες, για τη συγκρότηση του εργατικού - λαϊκού μετώπου με το σύνθημα: Ο λαός θα δώσει την ελευθερία και τη διέξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα που, όσο κυριαρχεί, φέρνει τον πόλεμο και την «ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο.

Ολα τα στοιχεία δείχνουν ότι η διέξοδος από την κρίση, οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί θα σηματοδοτήσουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και στην Ελλάδα ένταση της κρατικής καταστολής που θα πάρει και νέες μορφές, πέρα από τις κλασικές, τυπικές που γνωρίζουμε τα τελευταία χρόνια. Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία της μεταπολίτευσης είναι ήδη παρελθόν. Θα καθοριστεί και από την ικανότητα οργάνωσης του εργατικού κινήματος και των συμμάχων του, ανάπτυξης της ταξικής πάλης, αν θα κυριαρχήσει η πλήρης στροφή στην πιο ανοιχτή αντίδραση ή θα αντικρουστεί μια τέτοια επιλογή ως αναπόσπαστο μέρος της πάλης για την εργατική - λαϊκή εξουσία, στον αγώνα για το σοσιαλισμό. Δηλαδή:

Α. Να τεθούν σε εφαρμογή οι ευρωπαϊκοί κατασταλτικοί στρατιωτικού τύπου νόμοι και μηχανισμοί που έχουν ενσωματωθεί και σε νόμους με βάση το κοινοβούλιο, και ορισμένοι από αυτούς να αξιοποιηθούν στην αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως, λόγου χάρη, η θεσμοθέτηση του δικαιώματος στρατιωτικής επέμβασης στο εσωτερικό κράτους-μέλους αν απειλούνται ευρωπαϊκά συμφέροντα. Το ίδιο ισχύει και για τη θεσμοθέτηση ΝΑΤΟικής επέμβασης και στα κράτη - μέλη που επίσης έχει θεσμοθετηθεί.

Β. Να αξιοποιηθεί το υπάρχον Σύνταγμα ή και το νέο Σύνταγμα για το διαχωρισμό των κομμάτων σε κόμματα του συνταγματικού τόξου και εκτός συνταγματικού τόξου, με κριτήριο αν το πρόγραμμα του κάθε κόμματος ομνύει στο καπιταλιστικό σύστημα ή όχι. Στην προκειμένη περίπτωση, ο στόχος είναι αποκλειστικά και μόνο το ΚΚΕ, που από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του διακηρύσσει χωρίς περικοκλάδες την πάλη για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και τη νίκη της σοσιαλιστικής εργατικής εξουσίας.

Γ. Να περιοριστούν ως τα όρια της απαγόρευσης τα δικαιώματα της απεργίας, των μορφών πάλης που αντιστοιχούν στις ανάγκες της ταξικής πάλης.

Δ. Να ψηφιστούν νόμοι που επεμβαίνουν στο εσωτερικό των κομμάτων, στον τρόπο λειτουργίας τους κ.λπ., με φανερό ταξικό σκοπό το ΚΚΕ, κάθε μορφής οργάνωση που αμφισβητεί το καπιταλιστικό σύστημα και επιδιώκει την περιφρούρηση από την κρατική βία και καταστολή.

Το αστικό πολιτικό σύστημα σήμερα έχει βρει το εργαλείο του για την προώθηση τέτοιων μέτρων, δεν είναι άλλο παρά η Χρυσή Αυγή, καθαρά εθνικοσοσιαλιστικό ναζιστικό μόρφωμα που ακουμπάει στον υπόκοσμο, χρησιμοποιεί τη σωματική βία και κακοποίηση, μετεξελίσσεται σε οργάνωση - τάγμα εφόδου κατά το πρότυπο των Ες-Ες. Η προσφορά της Χρυσής Αυγής στο αστικό πολιτικό σύστημα είναι πολυσήμαντη: Ως πρόσχημα για την εξαπόλυση έξαλλου αντικομμουνισμού ως και συνταγματικής απαγόρευσης του ΚΚ και της κομμουνιστικής ιδεολογίας στο όνομα των δύο άκρων, προσφέρεται όμως και ως μοχλός για ψευδεπίγραφη αντιφασιστική συμμαχία ή για απόσπαση της πάλης για τη δημοκρατία από την πάλη κατά των μονοπωλίων, κατά του καπιταλιστικού συστήματος, με αταξικά δημοκρατικά συνθήματα.

Η Χρυσή Αυγή πρέπει να απομονωθεί από το λαό ως εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, ως η ακραία φωνή του κεφαλαίου, άρα η ακραία φωνή του συστήματος, και όχι ως κάτι έξω από το αστικό πολιτικό σύστημα και την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, μέσα στις γραμμές του κινήματος και όχι έξω από αυτό. Η Χρυσή Αυγή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί και να απομονωθεί με αναθέματα του τύπου «είναι έξω από το συνταγματικό τόξο» ή με σύνθημα την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας, αλλά με την αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική συσπείρωση και συμμαχία, με την οργάνωση του λαού στη βάση στους τόπους δουλειάς και στον κλάδο, με την Κοινωνική Συμμαχία οργανωμένη και σε εδαφική βάση.

Ιδιαίτερη είναι η ευθύνη των εκπαιδευτικών και των γονιών, καθώς το πρόβλημα της Χρυσής Αυγής που δρα στα σχολεία συγκαλυμμένα είναι εξαιρετικά σοβαρό και δεν πρέπει να αφεθεί σε εφήβους να το αντιμετωπίσουν. Δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα με τη στάση ενός σημαντικού αριθμού, όχι βεβαίως όλων, εκπαιδευτικών και γονιών να απαγορευτεί η πολιτική συζήτηση στα σχολεία, καθώς και η παρέμβαση πολιτικών οργανώσεων στα σχολεία, που βεβαίως πρέπει να γίνεται με όρους που ταιριάζουν στο χώρο αυτό και όχι με τον τρόπο που η αντιπαράθεση διεξάγεται στους εργασιακούς χώρους. Οταν οι νέοι και οι νέες έχουν δικαίωμα ψήφου στα 18 και μάλιστα ορισμένοι ζητούν δικαίωμα και από τα 16, όταν τα παιδιά ζουν στο σπίτι τους το δράμα της ανεργίας και της ανέχειας των γονιών τους, όταν διδάσκονται στο σχολείο μαθήματα με ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο, τότε είναι απολύτως φυσικό να υπάρξει και ανάλογος προβληματισμός. Είναι άλλο πράγμα ο παιδαγωγικός τρόπος που απαιτείται και άλλο πράγμα η εύκολη λύση απαγόρευσης της πολιτικής συζήτησης για να μη βρίσκει πρόσχημα η Χρυσή Αυγή.

Αλλωστε το ίδιο πρόσχημα ακολουθείται και στους τόπους δουλειάς, όπου στη μεγάλη πλειοψηφία απαγορεύεται η επίσκεψη βουλευτών ή αντιπροσωπειών κομμάτων, για να υπάρξει εργασιακή ειρήνη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Βασικό υλικό για την επεξεργασία του Προγράμματος αποτέλεσε το σχετικό ντοκουμέντο του 18ου Συνεδρίου που εμπλούτισε την αντίληψή μας για το σοσιαλισμό.

Το Πρόγραμμα του Κόμματος κατευθύνει, εξοπλίζει, προετοιμάζει, δίνει νέα εφόδια για τη συγκέντρωση δυνάμεων. Πλευρές του Προγράμματος θα αναπτύσσονται και στη συνέχεια, με βάση τις εξελίξεις και την παραπέρα εμβάθυνση. Στο νέο Πρόγραμμα που προτείνουμε υπάρχουν ορισμένες διαφοροποιήσεις από το 18ο Συνέδριο, που οφείλονται στην παραπέρα μελέτη των εξελίξεων στο πολιτικό σύστημα του σοσιαλισμού, στο ζήτημα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, των μορφών της εργατικής εξουσίας.

Υπάρχουν θέματα ή θα προκύψουν, τα οποία χρειάζονται παραπέρα μελέτη, ώστε να προχωρήσουμε σε όσο γίνεται πιο έγκαιρη πρόγνωση και εξειδίκευση.

Λόγου χάρη, χρειάζεται σήμερα να προχωρήσουμε σε μια πιο αναλυτική, με επιστημονική μέθοδο, μελέτη των εξελίξεων στα μεσαία στρώματα των πόλεων, στους αυτοαπασχολούμενους ελευθεροεπαγγελματίες, να δούμε καλύτερα πώς εξελίσσεται η διαστρωμάτωση σε συνθήκες νέας μονοπωλιακής συγκεντροποίησης, σε συνθήκες πλήρους απελευθέρωσης κ.λπ. Ετσι ώστε και να προσδιορίσουμε καλύτερα τις αντιμονοπωλιακές αντικαπιταλιστικές κοινωνικές δυνάμεις, που αντικειμενικά μπορούν να συμμαχήσουν με την εργατική τάξη, αλλά και να προσδιορίσουμε το ρόλο των αυτοαπασχολουμένων στο σοσιαλισμό, ιδιαίτερα εκείνων που δεν είναι δυνατόν από την αρχική φάση οικοδόμησης να ενταχτούν στον κοινωνικοποιημένο τομέα και στο συνεταιριστικό, να προβλέψουμε τη στάση και την εξέλιξή τους.

Στο Πρόγραμμα του Κόμματος ξεκαθαρίζουμε ότι ένα μεγάλος μέρος των αυτοαπασχολουμένων θα ενταχθούν στον κοινωνικοποιημένο τομέα, ενώ ένα άλλο θα παραμένει ως αυτοαπασχολούμενο, χωρίς να χρησιμοποιεί μισθωτή εργασία.

Ο παραγωγικός συνεταιρισμός προσδιορίζεται για τους μικροπαραγωγούς αγρότες. Θα χρειαστεί παραπέρα δουλειά για να φωτιστούν ολόπλευρα η πολιτική για την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, ο αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός.

Προχωρήσαμε στο Πρόγραμμα στην επεξεργασία της οργάνωσης της νέας εξουσίας που είναι υπόθεση όλης της εργατικής τάξης και πώς θα εξασφαλίζεται η συμμετοχή των άλλων κοινωνικών δυνάμεων. Προσδιορίσαμε το ρόλο του Κόμματος στα όργανα εξουσίας, από κάτω προς τα πάνω καθορίσαμε με ποια κριτήρια θα εφαρμόζεται η αμοιβή, η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, πώς θα γίνεται και με ποια κριτήρια η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.

Σημαντικό και νέο στοιχείο σε σχέση με το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου αποτελεί το κεφάλαιο για την επαναστατική κατάσταση, τη διαπάλη παλιού με το νέο, τη σχεδιασμένη εξάλειψη των στοιχείων της ανωριμότητας που χαρακτηρίζει το σοσιαλισμό ως κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού. Αναδεικνύουμε τη σχέση οικονομικής ανωριμότητας και κοινωνικών ανισοτήτων, τις διαστρωματώσεις, αλλά και τη γενική γραμμή για την αναγκαιότητα οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις να επεκτείνονται, να βαθαίνουν, να αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις και ο νέος άνθρωπος σε ανώτερο επίπεδο, ώστε να κατοχυρώνεται η ανεπίστρεπτη πορεία του σοσιαλισμού, σε συνθήκες όπου έχουν καταργηθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις παγκόσμια ή τουλάχιστον στις πιο ανεπτυγμένες και βαρύνουσες στο ιμπεριαλιστικό σύστημα χώρες.

Οι αποφάσεις που θα παρθούν στο 19ο Συνέδριο, στηριγμένες στις γνώμες της μεγάλης πλειοψηφίας των μελών του Κόμματος και στις συνελεύσεις ΚΟΒ, στις Αχτιδικές Συνδιασκέψεις και αυτές των Οργανώσεων Περιοχών, στις γνώμες των μελών της ΚΝΕ, των φίλων και οπαδών, χρεώνουν όλο το Κόμμα και πριν απ' όλα ανεβάζουν την απαιτητικότητα προς την ΚΕ, να τα βγάλουμε πέρα σε σύνθετες συνθήκες, σε απότομες στροφές και καμπές, σε νέα ζητήματα που είναι πιθανό να ανακύψουν. Αποκτάμε μεγαλύτερη ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική ετοιμότητα. Η αυτοκριτική παραμένει στα ντοκουμέντα βεβαίως, όμως τελειώνει με τις εργασίες του Συνεδρίου. Ο,τι επισημάναμε ως αρνητικό πρέπει να μετατραπεί στο αντίθετό του, σε θετική προσπάθεια με βάση και τα συγκεκριμένα μέτρα που προτείνονται.

Δεν αρκούν μόνο οι σωστές αποφάσεις, ούτε η θέληση για μεγαλύτερη ικανότητα και μαχητικότητα. Η ισχυροποίηση του Κόμματος είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη συνεχή φροντίδα να εφαρμόζονται οι καταστατικές αρχές και κανόνες λειτουργίας του ΚΚΕ ως επαναστατικού κόμματος νέου τύπου. Είναι αδύνατη η υπεράσπιση της ίδιας της ύπαρξης του Κόμματος, από τις επιδιώξεις του ταξικού αντίπαλου και των άλλων αντιπάλων του, χωρίς να συνειδητοποιείται ότι το Καταστατικό είναι όπλο όχι μόνο για τη λειτουργία του Κόμματος, αλλά για την κατάκτηση της ικανότητας να καθοδηγήσει το ΚΚΕ την εργατική τάξη στην ιστορική του αποστολή, την επαναστατική κατάκτηση της εργατικής εξουσίας για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι χαρακτηριστική αρχή λειτουργίας και δράσης του ΚΚΕ, δεν έχει καμία σχέση με αυτό που τα άλλα κόμματα επικαλούνται απέναντι στα μέλη τους, ότι πρέπει να ισχύουν και να εφαρμόζονται οι αποφάσεις της πλειοψηφίας. Αυτός ο τρόπος λήψης αποφάσεων και ανάδειξης οργάνων ισχύει παντού και στις μαζικές οργανώσεις, ανεξάρτητα πώς κατανοείται ή υλοποιείται από τους εκλεγμένους και τα μέλη.

Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός για το ΚΚΕ είναι κάτι πολύ παραπάνω από τρόπος λήψης αποφάσεων και εφαρμογής τους, από τρόπος ανάδειξης οργάνων. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός έχει αναπόσπαστα συστατικά του την εσωκομματική δημοκρατία, τη συγκεντρωτική καθοδήγηση, την ενιαία δράση, την ισότητα όλων των μελών ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, την ελεύθερη, ανεμπόδιστη κριτική και αυτοκριτική, την άρνηση των μονοπρόσωπων αποφάσεων που υποκαθιστούν ή παραβιάζουν τις συλλογικές αποφάσεις, την απαγόρευση προσωπικού οφέλους και προνομίων από τη συμμετοχή σε δημόσια αξιώματα, την υποχρέωση της ενημέρωσης και πληροφόρησης.

Έχουμε επίγνωση ότι η εφαρμογή των αρχών και κανόνων λειτουργίας γίνεται ολοκληρωμένα και αποτελεσματικά όσο περισσότερο συνοδεύεται από τη συνειδητή αποδοχή τους, όταν μετατρέπεται σε τρόπο λειτουργίας και δράσης, συμμετοχής στις εσωκομματικές διαδικασίες και στην ταξική πάλη. Η συνειδητή πειθαρχία είναι αυτή που ανεβάζει την ικανότητα και αποτελεσματικότητα του Κόμματος, την αντοχή του σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Τα μέτρα υπεράσπισης του Καταστατικού διατηρούν την αξία τους, γιατί η συνειδητή πειθαρχία είναι μια σύνθετη διαδικασία που κατακτιέται και επανακατακτιέται καθημερινά, καθώς το Κόμμα δε δρα μέσα σε γυάλα, ζει και αφουγκράζεται όχι μόνο τα βάσανα των εργαζομένων, αλλά και τις δυσκολίες, τις αντιξοότητες των σύνθετων καθηκόντων, ως κόμμα που δεν περιορίζεται στα σοβαρά καθήκοντα της καθημερινής πάλης, αλλά έχει σκοπό του την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Επομένως, δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει εκεχειρία από την πλευρά του ταξικού αντίπαλου απέναντι στο εργατικό κίνημα, στο ΚΚΕ. Το καρότο και το χάδι στην πλάτη θα το χρησιμοποιήσει μόνο όταν εκτιμά ότι το ΚΚΕ βάζει νερό στο κρασί του, κουτσαίνει, γλιστράει, παραπατάει, ενσωματώνεται. Το μαστίγιο θα είναι το κύριο όπλο, γιατί το ΚΚΕ ήταν και θα παραμείνει Κομμουνιστικό Κόμμα όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη. Επομένως, η τήρηση και η υπεράσπιση των διατάξεων του Καταστατικού είναι υποχρέωση και ευθύνη του κάθε μέλους, της κάθε Οργάνωσης, του κάθε οργάνου, της ΚΕ. Είναι ένα καθήκον που δε συγχωρεί καθόλου τον εφησυχασμό και τη ρουτίνα.

Οι εργασίες του Συνεδρίου αρχίζουν τώρα. Οι σύνεδροι είναι εκλεγμένοι με την υποχρέωση να συμβάλουν στη διαμόρφωση των αποφάσεων, στην εκλογή της ΚΕ και της ΚΕΟΕ, να αποφασίσουν με ευθύνη, πράγμα για το οποίο οι μέχρι τώρα διαδικασίες το βεβαιώνουν.

Η 15η Απρίλη πρέπει να μας βρει ένα βήμα πιο μπροστά, είναι υποχρέωσή μας, είναι δικαίωμα των χιλιάδων αγωνιστών να απαιτούν από εμάς μεγαλύτερη ικανότητα και μαχητικότητα, ετοιμότητα, ανιδιοτέλεια, ενότητα θεωρίας και πράξης, ενότητα λόγων και έργων.

Η ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ