Δημοσιεύτηκε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχος 5/2018
Το Δεκέμβρη του 2017 δημοσιεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η ανακοίνωση για «Το μέλλον των τροφίμων και της Γεωργίας στην ΕΕ»1, που περιγράφει τους άξονες για την αναθεωρημένη προσέγγιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) μετά το 2020. Επίσης, το Δεκέμβρη, ψηφίστηκαν από το Ευρωκοινοβούλιο αλλαγές του Κανονισμού Omnibus2 ο οποίος διέπει την εκτέλεση του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Οι αλλαγές στο γεωργικό σκέλος του συνάδουν με την προωθούμενη αναθεώρηση και τέθηκαν σε εφαρμογή από την 1η Γενάρη 2018. Τον περασμένο Ιούνη η ΕΕ εξέδωσε τα σχέδια3 των νέων κανονισμών που θα διέπουν την Κοινή Αγροτική Πολιτική (KAΠ) της περιόδου 2021-2027, θέτοντας βασικούς άξονες και προτεραιότητες για την καπιταλιστική ανάπτυξη-κερδοφορία στην αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή-μεταποίηση.
Το τελευταίο διάστημα επιταχύνονται οι διαβουλεύσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής με επίκεντρο τη διαμόρφωση της ΚΑΠ μετά το 2020. Με το παρόν κείμενο επιχειρείται μια επισκόπηση και αποτίμηση της εξέλιξής της και της σχετικής συζήτησης για την αναθεώρησή της.
Βασικές στοχεύσεις στο πλαίσιο του μονοπωλιακού ανταγωνισμού
Η ΚΑΠ, από το 1962 που θεσπίστηκε, έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση της διευρυνόμενης ενιαιοποιημένης αγοράς της ΕΕ που, παίρνοντας υπόψη και το διεθνή ανταγωνισμό, έδωσε ώθηση στους ευρωενωσιακούς ομίλους.
Την τελευταία δεκαετία είχε ιδιαίτερη συμβολή στο θετικό γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο και στην ανάδειξη της ΕΕ ως παγκόσμιας πρωταθλήτριας στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων διατροφής4, οι οποίες το 2017 έφτασαν τα 137,9 δισεκατομμύρια ευρώ. Έτσι, παρά τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς που υπάρχουν ανάμεσα στις αστικές τάξεις των κρατών, μέσω της ΚΑΠ εκφράζονται οι πρόσκαιροι συμβιβασμοί τους που υποτάσσονται στην ικανοποίηση των κοινών στόχων για εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και του προβαδίσματος στη διεθνοποιημένη αγορά.
Στο Γράφημα 1 αποτυπώνεται η πορεία του εμπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων διατροφής της ΕΕ-28 την περίοδο 2007-2017, καθώς και η συνολική αξία των συναλλαγών (εισαγωγών και εξαγωγών) με τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου. Αποτυπώνεται επίσης η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών και η διεύρυνση του θετικού ισοζυγίου ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα μεταποιημένα τρόφιμα και ποτά. Αντίθετα, αρνητικό ισοζύγιο παρουσιάζουν τα πρωτογενή προϊόντα.5
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος καταγράφεται στα στοιχεία που δημοσιεύει η ίδια η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ, η EUROSTAT, για την εξέλιξη του αριθμού των αγροτοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων την περίοδο 2003-2013 στην ΕΕ, όπου παρατηρήθηκε μείωση κατά 25% του συνολικού αριθμού τους και αύξηση κατά 50% του μέσου μεγέθους τους (από 117 στρέμματα το 2003 στα 160 το 2013). Τα μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης παρουσιάζονται σε Σλοβακία (-68%), Βουλγαρία (-62%) και Ιταλία (-48%).
Η Ελλάδα τοποθετείται στις χώρες με τη μικρότερη μείωση (-15%), μαζί με τη Σουηδία, τη Σλοβενία και τη Μάλτα, καθώς και με την Ιρλανδία η οποία παρουσίασε μικρή αύξηση. Σημειώνεται ότι η συνολικά χρησιμοποιούμενη γεωργική γη δε μεταβλήθηκε σημαντικά την ίδια περίοδο.
Ως αποτέλεσμα της μείωσης του αριθμού των αγροτοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων καταγράφεται αντίστοιχη μείωση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα7.
Στην Ελλάδα, την περίοδο 2005-2016, οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν από 833.590 το 2005 σε 684.950 το 2016. Η μείωση αυτή προήλθε εξολοκλήρου από την κατηγορία των εκμεταλλεύσεων με έκταση μικρότερη των 100 στρεμμάτων, που για τα περισσότερα είδη καλλιεργειών στην Ελλάδα συνιστούν μικρές ή μεσαίες αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Περίπου 140.000 νοικοκυριά βιοπαλαιστών ατομικών αγροτοπαραγωγών πετάχτηκαν από την παραγωγή την περίοδο 2005-2016.
Από την άλλη πλευρά, την ίδια περίοδο καταγράφεται μια συνεχής τάση συγκέντρωσης της γης σε εκμεταλλεύσεις με έκταση μεγαλύτερη των 200 στρεμμάτων, οι οποίες από το 36,9% της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης που κατείχαν το 2005, το 2016 έφτασαν στο 56,5%. Έτσι, ενώ σημειώνεται μια συνολική μείωση της απασχόλησης στον αγροτικό τομέα κατά 18%, που προέρχεται από τη μείωση αυτοαπασχόλησης - συμβοηθούντων μελών8, την ίδια στιγμή αυξήθηκε κατά 31% ο αριθμός των μισθωτών του αγροτικού τομέα (από 36.900 το 2005 σε 48.500 το 2016).
Όλες οι μέχρι σήμερα αναθεωρήσεις της ΚΑΠ (1968 - «Manshlot», 1988, 1992 - «Ray Mac Sharry», «Ατζέντα 2000», 2003/2004 - «Νέα ΚΑΠ», ΚΑΠ 2007-2013, ΚΑΠ 2013-2020) είχαν στην προμετωπίδα τους τη διαμόρφωση «επιχειρηματικού τύπου» αγροτικών εκμεταλλεύσεων και επέφεραν τις απαραίτητες προσαρμογές με βάση τις ανάγκες των μονοπωλιακών ομίλων.
Στην παρούσα φάση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι «ο γεωργικός τομέας στην ΕΕ αντιμετωπίζει προβλήματα χαμηλής κερδοφορίας»9 και εντοπίζει ως βασικότερη αιτία την κατακερματισμένη διάρθρωση της αγροτικής παραγωγής που αποτυπώνεται στο μικρό μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης και στο σχετικά υψηλότερο κόστος παραγωγής. Είναι χαρακτηριστική η διαφορά σε σχέση με το βασικότερο ανταγωνιστή, τις ΗΠΑ. Το μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης στην ΕΕ είναι μόλις 160 στρέμματα, ενώ στις ΗΠΑ ξεπερνά τα 1.800.10
Ασφαλώς, το μέσο μέγεθος αντανακλά μια πολύ ασύμμετρη κατάσταση από κράτος-μέλος σε κράτος-μέλος της ΕΕ. Σύμφωνα με το Γράφημα 3, η Ελλάδα μαζί με τη Μάλτα, την Κύπρο, τη Ρουμανία, την Πολωνία, την Ιταλία, την Ουγγαρία, την Πορτογαλία και τη Βουλγαρία παρουσιάζουν ποσοστό αγροτικών εκμεταλλεύσεων με έκταση μικρότερη των 200 στρεμμάτων πάνω από το 85% του συνολικού αριθμού των εκμεταλλεύσεων. Αντίθετα, σε Βέλγιο, Φινλανδία, Γερμανία, Γαλλία, Τσεχία, Μ. Βρετανία η πλειοψηφία των εκμεταλλεύσεων είναι μεγαλύτερες των 200 στρεμμάτων. Μ. Βρετανία, Γαλλία, Δανία και Τσεχία παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά εκμεταλλεύσεων μεγαλύτερων των 1.000 στρεμμάτων (πάνω από 20% επί του συνόλου).
Επίσης, το μέσο μέγεθος της καλλιεργούμενης έκτασης ανά εκμετάλλευση δεν αποτελεί το μοναδικό δείκτη της συγκέντρωσης της παραγωγής, καθώς παίζουν σημαντικό ρόλο και άλλες παράμετροι (π.χ. τοποθετημένα κεφάλαια, είδος και εντατικοποίηση καλλιέργειας, κρατικές παρεμβάσεις, καθετοποίηση της παραγωγής κλπ.). Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι σε ένα βαθμό το χάσμα που προκύπτει από τη μειονεκτική διάρθρωση στην αγροτική παραγωγή της ΕΕ υπερκαλύπτεται με τον προσανατολισμό και τη λειτουργία της ΚΑΠ, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία της για τα μονοπώλια.
Μια πλευρά αποτελούν τα λεγόμενα «υψηλά πρότυπα παραγωγής» που διέπουν την παραγωγή αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ. Με τις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ, και κυρίως με αυτή της περιόδου 2003-2004, εισήχθησαν στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ μια σειρά από «αυστηρότερες» (σε σχέση με ανταγωνιστικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ) ρυθμίσεις για το περιβάλλον, την ασφάλεια των τροφίμων, τη διαβίωση των ζώων, την κτηνιατρική νομοθεσία, τη φυτοπροστασία κλπ.
Μέσω αυτών τίθενται εμπόδια σε ανταγωνίστριες δυνάμεις, που δεν εφαρμόζουν τα συγκεκριμένα πρότυπα και στηρίζονται τα ευρωενωσιακά μονοπώλια στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Πρόκειται για ρυθμίσεις που, από τη στιγμή που η ΕΕ αποδέχτηκε πλήρως τους Κανόνες11 του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) το 1994, υποκατέστησαν «εργαλεία» προστασίας όπως οι δασμοί και οι εξαγωγικές ενισχύσεις, τα οποία αν και μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν καταργημένα επανέρχονται με βάση τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα που οξύνεται. Με πρόσφατη απόφαση της ΕΕ (20.6.2018) επιβλήθηκαν δασμοί σε μια σειρά προϊόντα καταγωγής ΗΠΑ ως αντίποινα στους δασμούς των ΗΠΑ στον εισαγόμενο χάλυβα και αλουμίνιο.
Κάθε ισχυρό καπιταλιστικό κράτος ή ένωση υιοθετεί συγκεκριμένα «πρότυπα» παραγωγής για να προστατεύσει τα δικά της μονοπώλια, προκρίνοντας κάθε φορά κλάδους που εκτιμάται ότι χρήζουν παρέμβασης. Για παράδειγμα, το νομικό σύστημα των ΗΠΑ προβλέπει μέτρα προστασίας των μονοπωλίων τους που δραστηριοποιούνται σε τομείς όπως η παραγωγή φαρμάκου, τα κατασκευαστικά έργα12 κλπ. με τη θέσπιση «αυστηρότερων» προδιαγραφών και κανόνων σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους.
Στο σύνολό τους οι «αυστηρότερες» προδιαγραφές τίθενται και αναθεωρούνται όχι με κριτήριο την παραγωγή πραγματικά ποιοτικών προϊόντων, αλλά την κερδοφορία. Χαρακτηριστική είναι η στάση της ΕΕ σχετικά με τη χρήση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (GMO)13, των οποίων τη διάθεση στην αγορά ανέστειλε αρχικώς το 1999 για να την επιτρέψει εκ νέου και υπό όρους το 200414, όταν πλέον τα μονοπώλιά της είχαν αναπτύξει τεχνογνωσία και μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα αμερικανικά. Η απόφαση αυτή είχε προκαλέσει την προσφυγή των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) λόγω των μεγάλων απωλειών για τα μονοπώλιά τους, που υπολογιζόταν ότι ξεπερνούσαν τα 300 εκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Άλλο παράδειγμα είναι η στάση της ΕΕ σε σχέση με την κατοχύρωση ορισμένων προϊόντων με «αυστηρές» προδιαγραφές, των γνωστών ως «προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ)» –όπως το ελληνικό τυρί «Φέτα»– κατά τη διαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών με τον Καναδά (γνωστή ως CETA) και με τη Νότια Αφρική. Στο πλαίσιο των παζαριών για την επίτευξη συμφωνίας κατάργησης των τελωνειακών δασμών, που διευκολύνει τους μονοπωλιακούς ομίλους εξασφαλίζοντας τη μέγιστη δυνατή ελευθερία κίνησης κεφαλαίου και επεκτείνοντας το πεδίο δράσης τους, κατοχυρώθηκε η αναγνώριση από τις χώρες αυτές μιας σειράς πιστοποιήσεων που χορηγεί η ΕΕ (π.χ. για τα προϊόντα ΠΟΠ κλπ.) με ελάχιστες εξαιρέσεις. Μια από αυτές τις εξαιρέσεις είναι και η «Φέτα», μια ονομασία που υπό προϋποθέσεις θα μπορούν να χρησιμοποιούν και τα μονοπώλια του Καναδά και της Νότιας Αφρικής.
Με βάση το σχεδιασμό των επιτελείων της ΕΕ, στο επίκεντρο της αναμορφωμένης ΚΑΠ πρόκειται να βρεθούν πλευρές όπως «η δράση ενάντια στη μικροβιακή αντοχή»15, η «καλή μεταχείριση των ζώων» κλπ. Πρόκειται για κατευθύνσεις που αξιοποιούνται στο πλαίσιο της πολιτικής προστατευτισμού, ιδιαίτερα στον τομέα της κτηνοτροφίας, με δεδομένο τον οξυμένο ανταγωνισμό στους τομείς του κρέατος και του γάλακτος που με βάση τα στοιχεία της EUROSTAT συγκεντρώνουν πάνω από το 40% της αξίας της αγροτικής παραγωγής της ΕΕ.
O μονοπωλιακός ανταγωνισμός είναι αδυσώπητος και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά τα επιτελεία της ΕΕ που προωθούν την αστική στρατηγική με στόχο η ΕΕ να διατηρήσει και να αυξήσει το προβάδισμά της ως ο μεγαλύτερος προμηθευτής αγροτικών προϊόντων και τροφίμων στις διεθνείς αγορές. Πρόκειται για ένα στόχο που αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν ληφθούν υπόψη και οι εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (FAO) για αύξηση κατά 70% της ζήτησης τροφίμων έως το 2050. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμάται ότι η κατακερματισμένη διάρθρωση της αγροτικής παραγωγής δημιουργεί καθυστερήσεις στην υιοθέτηση καινοτόμων παραγωγικών πρακτικών, με αποτέλεσμα «η εισαγωγή νέων τεχνολογιών να παραμένει κατώτερη των προσδοκιών και άνισα κατανεμημένη στην ΕΕ», ωθώντας προς τα πάνω το κόστος παραγωγής.
Η δυνατότητα αξιοποίησης της επιστήμης και της τεχνολογίας στην παραγωγή, η δυνατότητα αξιοποίησης συνδυασμένων συστημάτων παραγωγής (αλυσίδων παραγωγής) και πολλά άλλα που συνδέονται με την άνοδο της παραγωγικότητας αυξάνονται μαζί με το μέγεθος της παραγωγής. Γι’ αυτό τα μεγαλύτερα σε μέγεθος κεφάλαια μπορούν και εκτοπίζουν τα μικρότερα. Πρόκειται για μια γενικευμένη τάση στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού που οδηγεί σε υψηλό βαθμό συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου.
Στο Γράφημα 4 καταγράφεται το ύψος της «καθαρής προστιθέμενης αξίας» (FNVA)16 ανά ετήσια μονάδα εργασίας (AWU)17, που χρησιμοποιεί η στατιστική της ΕΕ ως δείκτη παραγωγικότητας, ανάλογα με το μέγεθος της καλλιεργήσιμης έκτασης αγροτικής εκμετάλλευσης στην ΕΕ.
Οι πιο ανταγωνιστικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην ΕΕ έχουν έκταση από 1.500 έως 5.000 στρέμματα. Οι εκμεταλλεύσεις πάνω από 5.000 στρέμματα είναι κυρίως εκτατικές, με μικρότερη επένδυση κεφαλαίων ανά στρέμμα και, όπως θα δούμε παρακάτω, εισπράττουν σημαντικό όγκο επιδοτήσεων που δε λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της «καθαρής προστιθέμενης αξίας».
Η ανισόμετρη κατάσταση που εκφράζεται ανάμεσα στα κράτη-μέλη σε ό,τι αφορά το μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης αποτυπώνεται και στους δείκτες μέτρησης της παραγωγικότητας που χρησιμοποιεί η ΕΕ, με χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Δανία και η Γαλλία με μεγαλύτερο μέσο μέγεθος εκμετάλλευσης να εμφανίζουν υψηλότερο εισόδημα ανά ετήσια μονάδα εργασίας στον αγροτικό τομέα (Γράφημα 5).
Στο Γράφημα 6 καταγράφεται η εξέλιξη του δείκτη της «καθαρής προστιθέμενης αξίας» (FNVA) ανά ετήσια μονάδα εργασίας (AWU), στην ΕΕ-28, με έτος αναφοράς το 2010. Με εξαίρεση την περίοδο 2007-2009 όπου καταγράφεται μια απότομη πτώση λόγω των επιπτώσεων της συγχρονισμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η εξέλιξη του παραπάνω δείκτη ακολουθεί την πορεία αναδιάρθρωσης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, συγκέντρωσης της γης και αύξησης του μέσου μεγέθους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ.
Στο Γράφημα 7 καταγράφεται η τάση αύξησης (από 45 σε 52%) του ποσοστού της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης που καταλαμβάνουν οι μεγάλες (>1.000 στρέμματα) αγροτικές εκμεταλλεύσεις και η αντίστοιχη μείωση (από 22% σε 18%) του ποσοστού των μικρών (<200 στρέμματα) και πολύ μικρών (<20 στρέμματα) εκμεταλλεύσεων την περίοδο 2005-2013.
Η ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΚΑΠ ΚΑΙ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ
Α. ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗΤΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Παρά τις αντιθέσεις ανάμεσα στα κράτη, οι διαβουλεύσεις για τη νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ συνεχίζονται με βασικό πρόταγμα την αξιοποίηση των εργαλείων που αυτή παρέχει για την υλοποίηση των στοχεύσεων, όπως αναλύθηκαν παραπάνω.
Η ΚΑΠ στην τρέχουσα μορφή της περιλαμβάνει δυο «πυλώνες», τον πυλώνα Ι και τον πυλώνα ΙΙ, δομή που αναμένεται να παραμείνει και στην ΚΑΠ 2021-2027, με τη διαφορά ότι η υλοποίησή της πρόκειται να πραγματοποιείται μέσω των «στρατηγικών σχέδιων» (strategic plans) που θα καταρτίζονται από τα κράτη, θα εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα παρακολουθούνται με συγκεκριμένους δείκτες20.
Ο πρώτος πυλώνας που χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ περιλαμβάνει μέτρα για την «Κοινή Οργάνωση των αγορών αγροτικών προϊόντων» (ΚΟΑ) και τις άμεσες ενισχύσεις, για τις οποίες θα γίνει εκτενής αναφορά στο επόμενο κεφάλαιο.
Η ΚΟΑ περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μηχανισμών για την εποπτεία της παραγωγής και του εμπορίου για λογαριασμό των ευρωενωσιακών μονοπωλίων και παρέχει σε αυτά μια σειρά εγγυήσεων της κερδοφορίας τους. Απαρτίζεται από τους κανονισμούς που διέπουν την παραγωγή και εμπορία προϊόντων, τη σύσταση συλλογικών μορφών, όπως οι ομάδες και οι οργανώσεις παραγωγών, την «οργάνωση» της αγοράς και τις συναλλαγές με τρίτες χώρες (πιστοποιητικά εισαγωγής-εξαγωγής, δασμοί κλπ.). Προβλέπει επίσης διατάξεις για την προστασία των μονοπωλίων σε περιπτώσεις έκτακτων καταστάσεων (π.χ. «διαταραχές» της αγοράς από τις διακυμάνσεις των τιμών ή από άλλα γεγονότα, όπως επιδημίες στην κτηνοτροφική παραγωγή, φυσικές καταστροφές κλπ.).
Η αναθεώρηση της ΚΑΠ μετά από το 2020 αναμένεται να ενισχύσει πλευρές του πρώτου πυλώνα, που υπηρετούν καλύτερα τις προτεραιότητες της ΕΕ. Βασικό εργαλείο είναι οι ομάδες και οργανώσεις παραγωγών που προσφέρουν δυνατότητες συγκέντρωσης της παραγωγής για λογαριασμό των μεταποιητικών και εμπορικών μονοπωλίων και αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας μέσω της ενσωμάτωσης κοινών καλλιεργητικών μεθόδων, καθετοποίησης της παραγωγής, καλύτερης πρόσδεσης στο άρμα επιχειρηματικών ομίλων της μεταποίησης και της εμπορίας. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν στον έλεγχο και στην εκτόπιση της μικρής παραγωγής από τη μεγάλη χωρίς την άμεση απαλλοτρίωση των μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων.
Διαχρονικά η ΚΑΠ έχει πριμοδοτήσει με διάφορα εργαλεία τα λεγόμενα «συνεργατικά σχήματα». Ο νέος κανονισμός Omnibus ενθαρρύνει τη σύστασή τους σε διάφορους τομείς, όπως των οπωροκηπευτικών, με ιδιαίτερη έμφαση στις περιοχές με επίπεδο οργάνωσης παραγωγών πολύ μικρότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου στις οποίες δίνεται η δυνατότητα πρόσθετης χρηματοδότησης.
Παράλληλα, προωθείται η επέκταση της «συμβασιοποίησης», της υπογραφής δηλαδή γραπτών συμβάσεων μεταξύ παραγωγών πρωτογενών προϊόντων και μεταποιητών, η οποία πραγματοποιείται συνήθως με την παρέμβαση των τραπεζών. Με τις αλλαγές στον Omnibus δίνεται η δυνατότητα, με απόφαση του κάθε κράτους, αυτά τα συμβόλαια να καθίστανται υποχρεωτικά για την παράδοση της παραγωγής σε μεγάλες μεταποιητικές επιχειρήσεις (με πάνω από 250 εργαζόμενους ή με πάνω από 50 εκατομμύρια ετήσιο κύκλο εργασιών). Πρόκειται για μέτρα που παρουσιάζονται από την ΕΕ ως ενισχυτικά «της θέσης των αγροτών (γενικά) στην τροφική αλυσίδα»21 και τα οποία ουσιαστικά ενισχύουν τον έλεγχο της παραγωγής από το εμποροβιομηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο.
Ήδη στην Ελλάδα επεκτείνονται συνεχώς τα προγράμματα «συμβολαιακής γεωργίας και κτηνοτροφίας», κυρίως από την Τράπεζα Πειραιώς, αλλά και από τους υπόλοιπους τραπεζικούς ομίλους. Το δέλεαρ για τους αγροτοκτηνοτρόφους είναι η εγγυημένη διοχέτευση της παραγωγής σε μια ορισμένη τιμή. Ουσιαστικά, οι συμβάσεις αυτές καθορίζουν όρους και προϋποθέσεις που διασφαλίζουν την καπιταλιστική κερδοφορία και επιταχύνουν τη συγκέντρωση μέσω συλλογικών σχημάτων υπό την ομπρέλα της τράπεζας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και την εμπειρία που έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα και την ΕΕ, τα συλλογικά σχήματα και η «συμβασιοποίηση» αποτελούν πυλώνες για την προώθηση της καινοτομίας και της λεγόμενης «ευφυούς γεωργίας ακριβείας»22, που αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ήδη, για παράδειγμα, έχει προκηρυχτεί από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων το μέτρο 16 του τρέχοντος Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ 2014-2020) που στοχεύει στην επιτάχυνση της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών μέσω συνεργατικών σχημάτων.
Ουσιαστικά, «γεωργία ακριβείας» μπορεί να αναπτύσσει η μεγάλη-συγκεντρωμένη παραγωγή που εξασφαλίζει εξοικονόμηση πόρων (π.χ. νερό, λιπάσματα κλπ.) και μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας μέσω επενδύσεων. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί βαμβακοκαλλιέργεια 5.500 στρεμμάτων στη Ροδόπη, η οποία αξιοποιεί πιλοτικά συνδρομητικές υπηρεσίες των θυγατρικών επιχειρήσεων της Τράπεζας Πειραιώς, Gaia-Επιχειρείν και Neuropublic, με παροχή πρόσβασης σε μετεωρολογικούς σταθμούς, αισθητήρες εδάφους, εντομοπαγίδες, δορυφορικές λήψεις με σκοπό τη βελτίωση των αποδόσεων. Η συγκεκριμένη βαμβακοκαλλιέργεια συνδέεται με τα «Θρακικά Εκκοκκιστήρια» που αναπτύσσουν πρόγραμμα συμβολαιακής γεωργίας μέσω της Alpha Bank.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη Γαλλία23 η εισαγωγή καινοτομιών προωθείται από τα διάφορα συλλογικά σχήματα όπως είναι η «In Vivo», που αποτελεί ένα μεγάλο όμιλο Αγροτικών Συνεταιρισμών ο οποίος παρέχει στα μέλη του, μέσω θυγατρικών εταιριών που έχει συστήσει, υπηρεσίες «γεωργίας ακριβείας». Στην Ιταλία24 η όλη διαδικασία σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιείται υπό τον έλεγχο των μεταποιητικών μονοπωλίων. Για παράδειγμα, η Barilla, σε συνεργασία με ερευνητικό φορέα, έχει καλύψει με συστήματα «γεωργίας ακριβείας» περισσότερα από 500.000 στρέμματα που παράγουν περισσότερους από 246.000 τόνους σιτηρών ετησίως. Αυτή η προσέγγιση αναπτύσσεται στο πλαίσιο της σύναψης συμφωνιών «συμβολαιακής γεωργίας».
Ένα άλλο όχημα για την ενίσχυση του ελέγχου της παραγωγής από τα μονοπώλια είναι οι διεπαγγελματικές ενώσεις, που συστήνονται βάσει κανονισμού της ΚΑΠ (1308/2013) και του Ν. 4384/2016 (περί συνεταιρισμών) ως ΝΠΙΔ με αντικείμενα την «ομαλή λειτουργία της αλυσίδας και της αγοράς, τον καθορισμό των τιμών», την υλοποίηση διάφορων προγραμμάτων, μελετών, την ανάληψη κρατικών αρμοδιοτήτων ελέγχου κλπ. Εποπτεύονται από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και περιλαμβάνουν εκπροσώπους αγροτοκτηνοτρόφων-βιομηχάνων, αλλά και εμπόρων. Βρίσκονται στην επικαιρότητα λόγω της προσπάθειας που κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ –συνεπικουρούμενη από διάφορους εκπροσώπους των μεγαλοαγροτών και των βιομηχάνων– να πείσει ότι μέσω αυτών μπορούν να λυθούν τα προβλήματα της απληρωσιάς και των χαμηλών τιμών που σε ορισμένους κλάδους, όπως το αιγοπρόβειο γάλα, έχουν ξεπεράσει κάθε ιστορικό προηγούμενο. Υπάρχει ωστόσο εμπειρία από το ρόλο που έχουν παίξει διαχρονικά τέτοιου είδους οργανώσεις σε διάφορους τομείς της παραγωγής (π.χ. καπνά, ροδάκινο κλπ.) για την προώθηση των προτεραιοτήτων των μονοπωλίων.
Θέμα αιχμής για την ΚΑΠ μετά το 2020 αποτελεί η αμεσότερη στήριξη των μονοπωλίων στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης αγοράς. Ήδη τα τελευταία χρόνια η ΕΕ χρειάστηκε να πάρει μέτρα για τη διαχείριση της πτώσης των τιμών, που προήλθε και λόγω των επιπτώσεων του ρωσικού εμπάργκο, με ενισχύσεις-αποζημιώσεις, αποθεματοποίηση χοιρινού κρέατος, αγελαδινού γάλακτος κλπ.25 Παράλληλα, προωθείται η χρηματοδότηση, μέσω των ταμείων της ΕΕ, της περαιτέρω ανάπτυξης των ανταποδοτικών ασφαλιστικών συστημάτων στην πρωτογενή παραγωγή. Πρόκειται για κατευθύνσεις που αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο και να συστήσουν τον «τρίτο» πυλώνα στήριξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, που θα χρηματοδοτηθεί από το «νέο αποθεματικό κρίσης» που διαμορφώνεται κάθε χρόνο από τις μειώσεις στις άμεσες πληρωμές στο πλαίσιο του μηχανισμού δημοσιονομικής πειθαρχίας της ΕΕ.
Ο δεύτερος πυλώνας της ΚΑΠ, που χρηματοδοτείται τόσο από τον προϋπολογισμό της ΕΕ όσο και από το εκάστοτε κράτος-μέλος (συγχρηματοδότηση σε ποσοστό που ποικίλει ανάλογα με το μέτρο), συνίσταται στα επταετή «Προγράμματα Αγροτικής Ανάπτυξης» (ΠΑΑ) που καταρτίζονται από τα κράτη με την επίβλεψη και την έγκριση της Ευρωπαϊκής επιτροπής. Τα ΠΑΑ προβλέπουν μια σειρά από μέτρα για την προώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην ύπαιθρο, τα οποία επιλέγονται από τα κράτη μέσα από ένα συγκεκριμένο «κατάλογο» της ΕΕ.
Το τρέχον Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης στην Ελλάδα (ΠΑΑ 2014-2020) περιλαμβάνει χρηματοδοτήσεις ύψους 4,7 δισεκατομμυρίων ευρώ, που με την επιπλέον χρηματοδότηση του ελληνικού αστικού κράτους φτάνουν τα 6 δισ. Η διαχείριση σημαντικού τμήματός τους (Νέοι Γεωργοί, Σχέδια Βελτίωσης, Μεταποίηση, LEADER), που αντιστοιχεί στο 37% του συνολικού προϋπολογισμού, έχει εκχωρηθεί από την κυβέρνηση στις Περιφέρειες που αναπτύσσουν ενεργό ρόλο στην προώθηση και εφαρμογή των κατευθύνσεων της ΚΑΠ.
Πάνω από το 50% των δαπανών αφορά επενδυτικά προγράμματα (π.χ. σχέδια βελτίωσης και αναβάθμισης του μηχανολογικού εξοπλισμού, μεταποίηση, ανάπτυξη επιχειρήσεων, καθετοποίηση, ενεργειακή εξοικονόμηση, χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κλπ.) τα οποία καρπώνονται κυρίως μεγάλες καπιταλιστικές εκμεταλλεύσεις, ομάδες παραγωγών, αλλά και μεταποιητικές μονάδες. Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούν με ίδια κονδύλια εκείνο το μέρος του προϋπολογισμού των έργων που δεν καλύπτονται από το πρόγραμμα (συνήθως 40-60% της συνολικής δαπάνης). Για παράδειγμα, η γαλακτοβιομηχανία ΜΕΒΓΑΛ, που είναι ένας από τους 5 ομίλους που μονοπωλούν τον κλάδο του γάλακτος στην Ελλάδα, έχει υποβάλει αίτηση και διεκδικεί χρηματοδότηση (κατά 50%) από το ΠΑΑ 2014-2020 επενδυτικού της προγράμματος ύψους 5 εκατομμυρίων ευρώ για την εγκατάσταση νέας γραμμής παραγωγής γιαουρτιού.
Στον αντίποδα βρίσκονται οι μικρομεσαίοι αγροτοπαραγωγοί. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από τη χρηματοδότηση των σχεδίων βελτίωσης του τρέχοντος ΠΑΑ αποκλείονται εντελώς εκμεταλλεύσεις με τυπική απόδοση26 μικρότερη από 8.000 ευρώ ετησίως27, οι οποίες το 2013 αποτελούσαν το 66% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα, δηλαδή 470.630 αγροτοκτηνοτρόφοι. Χρηματοδοτούνται ωστόσο μέσω άλλου μέτρου του ΠΑΑ (μέτρο 6.3) και μικρές εκμεταλλεύσεις (τυπική απόδοση από 5.000 έως 8.000 ευρώ), υπό την προϋπόθεση ότι θα υποβάλουν συγκεκριμένο επιχειρηματικό σχέδιο και ότι ο δικαιούχος πέντε χρόνια μετά την ένταξή του στο μέτρο θα διαθέτει την ιδιότητα του «επαγγελματία» (κατά κύριο επάγγελμα) αγρότη28. Η χρηματοδότηση είναι ύψους 14.000 ευρώ και αφορά εκμεταλλεύσεις εγκατεστημένες σε μικρές κοινότητες μέχρι 5.000 κατοίκους.
Τα σχέδια Κανονισμών για την ΚΑΠ 2021-2027 προβλέπουν μείωση των συγκεκριμένων επιχορηγήσεων που σήμερα χορηγούνται μέσω του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ 2014-2020), η οποία όμως θα μπορεί να αντισταθμίζεται, ύστερα από απόφαση κάθε κράτους και έγκριση της Επιτροπής, με μεταφορά κονδυλίων από τις άμεσες ενισχύσεις.
Άλλες δαπάνες του πυλώνα ΙΙ που αποτελούν σημαντικό τμήμα του τρέχοντος ΠΑΑ και εξακολουθούν να βρίσκονται στις προτεραιότητες της ΕΕ είναι αυτές που αφορούν τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων LEADER ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ (π.χ. διασύνδεση γεωργίας-τουρισμού κλπ.) και της «βιολογικής γεωργίας-κτηνοτροφίας» (ύψους 600 εκατομμυρίων ευρώ), η οποία αναπτύσσεται στην Ελλάδα (Γράφημα 8) συμβάλλοντας στην κερδοφορία μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων, ομάδων παραγωγών και μονοπωλίων εμπορίας και μεταποίησης αγροτικών προϊόντων. Στην Ελλάδα υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για μετατροπή των καλλιεργειών σε βιολογικές τα τελευταία 3 χρόνια, εξαιτίας και των κριτηρίων που έθεταν τα επιδοτούμενα προγράμματα για τη Βιολογική Γεωργία και Κτηνοτροφία του ΠΑΑ. Τα προγράμματα επαναπροκηρύχτηκαν με διαφοροποιημένα κριτήρια, οπότε είναι σίγουρο ότι θα αναθεωρηθεί προς τα κάτω και το μέγεθος των υπό μετατροπή σε βιολογική καλλιέργεια στρεμμάτων.
Οι χρηματοδοτήσεις του πυλώνα ΙΙ της ΚΑΠ έχουν προσανατολισμό στους τομείς με τα μεγαλύτερα περιθώρια κερδοφορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τροποποίηση του Omnibus προστέθηκε η ρητή αξίωση χρηματοδότησης μόνο εκείνων των δαπανών που συμβάλλουν σε μία ή περισσότερες προτεραιότητες της Ένωσης για την καπιταλιστική αγροτική ανάπτυξη. Πρόκειται για μια κατεύθυνση «αυτονόητη», που είναι ενσωματωμένη στα κριτήρια επιλογής των εκάστοτε προγραμμάτων χρηματοδότησης. Ωστόσο, η ΕΕ σπεύδει με την εν λόγω διευκρινιστικού χαρακτήρα τροποποίηση του κανονισμού να ξεκαθαρίσει εκ των προτέρων ότι θα αποκλείεται των χρηματοδοτήσεων όποια επένδυση δεν είναι συμβατή με τις κατευθύνσεις για τη βελτίωση της κερδοφορίας των ευρωενωσιακών μονοπωλίων.
Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δημιουργεί την ανάγκη υποστήριξης από το απαραίτητο επιστημονικό δυναμικό. Με την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 2003 εισήχθη στον πυλώνα ΙΙ το μέτρο της χρηματοδότησης συμβουλευτικών υπηρεσιών («γεωργικοί σύμβουλοι»), το οποίο υποστηρίζεται και από την τρέχουσα ΚΑΠ (Κανονισμός 1306/2013) και σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής αναμένεται να ενισχυθεί μετά το 2020. Ήδη οι μεγάλοι μεταποιητικοί όμιλοι, αλλά και οι τράπεζες (αναφέρθηκε πιο πάνω το παράδειγμα της Πειραιώς με την Gaia επιχειρείν και την Neuropublic), που αναπτύσσουν προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας, έχουν διαμορφώσει τέτοιου είδους υποδομές παροχής συμβουλών.
Ιδιαίτερα εκτιμάται η δυνατότητα του συγκεκριμένου μέτρου να προωθεί τις προτεραιότητες της ΚΑΠ σε μικρομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους, που παρά τη συνεχή επιδείνωση της θέσης τους εξακολουθούν να επιβιώνουν.29 Επίσης, το γεγονός ότι μπορεί να εξασφαλίζεται το απαραίτητο επιστημονικό δυναμικό με ιδιαίτερα ευνοϊκούς για το κεφάλαιο όρους (π.χ. ευέλικτες μορφές απασχόλησης, «μπλοκάκια» κλπ.).
Τέλος, στο επίκεντρο βρίσκεται και η συζήτηση για την «αξιοποίηση» των μεταναστευτικών ροών στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην αγροτική παραγωγή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωρίζει πολύ καλά ότι οι πρόσφυγες που προσπαθούν να ξεφύγουν από τις συνέπειες του ιμπεριαλιστικού πολέμου αποτελούν πηγή φθηνής εργατικής δύναμης και θέτει το θέμα στη συζήτηση για τη νέα ΚΑΠ.
Β. ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ
Η μεταβολή της ΚΑΠ αντανακλάται στον τρόπο που εξελίσσονται οι διάφορες κατηγορίες δαπανών διαχρονικά. Σήμερα, ο βασικός όγκος των χρηματοδοτήσεων της ΚΑΠ, που ξεπερνούν το 70% του προϋπολογισμού της, κατευθύνεται σε ενισχύσεις οι οποίες στη συντριπτική τους πλειοψηφία (πάνω από το 95%) είναι αποσυνδεδεμένες από την παραγωγή, χορηγούνται δηλαδή στους αγροτοκτηνοτρόφους της ΕΕ ανεξάρτητα από τον όγκο και το είδος των παραγόμενων προϊόντων. Πρόκειται για τις λεγόμενες άμεσες ενισχύσεις.
Αυτές οι χρηματοδοτήσεις αντικατέστησαν σε μια πορεία 20 χρόνων μέτρα συνδεδεμένα με το ύψος της παραγωγής, τα οποία κυριαρχούσαν έως το 1992. Τις πρώτες δεκαετίες εφαρμογής της ΚΑΠ, σε συνθήκες ενιαιοποίησης της αγοράς (κατάργηση δασμών, «κοινή οργάνωση αγορών», κοινό πλαίσιο εξωτερικών σχέσεων, κοινή πολιτική αναδιάρθρωσης αγροτικής παραγωγής) και της συνεπακόλουθης γιγάντωσης των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, βασικό μέλημα ήταν η προστασία της ενωσιακής αγροτικής παραγωγής στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Έτσι, θεσπίστηκαν μέτρα όπως:
• Οι ελάχιστες τιμές εισαγωγής, δηλαδή αντισταθμιστικές εισφορές, επιπλέον των δασμών, στην εισαγωγή αγροτικών προϊόντων από τρίτες χώρες που είχαν χαμηλότερο επίπεδο τιμών.
• Οι τιμές παρέμβασης (κατώτερες εγγυημένες τιμές). Όταν το επίπεδο τιμών ενός αγροτικού προϊόντος βρισκόταν κάτω από την τιμή παρέμβασης, τότε ενεργοποιούνταν μηχανισμοί, οι λεγόμενες μεσολαβητικές αγορές, με σκοπό την «αποσυμφόρηση της αγοράς» μέσω αποθήκευσης προϊόντων (σιτάρι, κριθάρι, γάλα, κρέας) ή μέσω καταστροφής προϊόντων που δεν μπορούν να αποθηκευτούν (φρούτα, λαχανικά, ψάρια).
• Οι εξαγωγικές επιδοτήσεις.
Παράλληλα, προωθήθηκαν μέτρα για την καπιταλιστική ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και την αναδιάρθρωσή της σε χώρες που παρουσίαζαν καθυστερήσεις (Ελλάδα κ.ά.), όπως με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) και τα Σχέδια Περιφερειακής Ανάπτυξης.
Στη συνέχεια, στην πορεία ενιαιοποίησης της αγοράς και στο έδαφος της μεγάλης τεχνολογικής προόδου που αξιοποιήθηκε και στον αγροτικό τομέα και της συνεπακόλουθης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, άρχισαν να εμφανίζονται επίπεδα παραγωγής μεγαλύτερα από αυτά που θα μπορούσε να «απορροφήσει» η καπιταλιστική αγορά, είτε η ευρωενωσιακή είτε μέσω εξαγωγών. Έτσι, σε συνδυασμό και με το άνοιγμα των εισαγωγών, άρχισαν να εμφανίζονται τα λεγόμενα «πλεονάσματα» αγροτικών προϊόντων, δηλαδή επίπεδα παραγωγής τα οποία μπορεί να μην επαρκούσαν για την πλήρη κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, όμως ήταν υψηλότερα σε σχέση με αυτά που μπορούσαν να αξιοποιηθούν κερδοφόρα. Η διαχείριση του προβλήματος με τα υφιστάμενα εργαλεία εκτιμήθηκε ότι θα συνεπαγόταν ένα τεράστιο δημοσιονομικό κόστος και εκτόξευση των δαπανών της ΚΑΠ.
Γι’ αυτόν το λόγο προκρίθηκε η αναγκαία αναπροσαρμογή της πολιτικής με νέα μέτρα περιορισμού της προσφοράς, όπως οι ποσοστώσεις (γάλα, ζάχαρη), τα πρόστιμα συνυπευθυνότητας (αποτελούσαν ουσιαστικά φόρο για τους αγροτοκτηνοτρόφους), οι σταθεροποιητές (σιτηρά, φρούτα κ.ά.), σύμφωνα με τους οποίους η τιμή ενός προϊόντος μειωνόταν αν η παραγωγή του ξεπερνούσε ένα ορισμένο όριο.
Πολλά από τα μέτρα αυτά είχαν στην εποχή που εφαρμόστηκαν άμεσα αποτελέσματα στη συγκέντρωση της παραγωγής. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι την περίοδο εφαρμογής του μέτρου των ποσοστώσεων στον τομέα του αγελαδινού γάλακτος περισσότεροι από 500.000 παραγωγοί στην ΕΕ-15, αριθμός που αντιστοιχεί στο 50% του συνόλου, διέκοψαν τη δραστηριότητά τους.30
Έως το τέλος του 2013 οι παραπάνω συνδεδεμένες με το ύψος της παραγωγής δαπάνες είχαν συρρικνωθεί στο 5% του συνόλου, με προσανατολισμό κυρίως σε μέτρα κρατικής παρέμβασης (π.χ. μέτρα αποθεματοποίησης χοιρινού κρέατος, αγελαδινού γάλακτος κλπ.) για την άμεση στήριξη της κερδοφορίας των μονοπωλίων σε περιόδους απότομων αλλαγών στην καπιταλιστική αγορά εξαιτίας καταστροφών, όξυνσης των ανταγωνισμών κλπ.
Οι αποσυνδεδεμένες από την παραγωγή λεγόμενες «άμεσες» εισοδηματικές ενισχύσεις ήταν το μέτρο που σταδιακά κυριάρχησε, με σημείο καμπής την αναθεώρηση της ΚΑΠ του 2003.
Από το 2013 και μετά οι συνδεδεμένες ενισχύσεις αντικαταστάθηκαν πλήρως από τις άμεσες (στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποσυνδεδεμένες) ενισχύσεις. Η αποσύνδεση της επιδότησης από την παραγωγή πραγματοποιήθηκε σταδιακά, στο πλαίσιο διεύρυνσης της διεθνοποιημένης αγοράς και της αποδοχής από την ΕΕ των Κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) μέσω της υπογραφής της γεωργικής συμφωνίας του Γύρου της Ουρουγουάης το 1993, βάσει της οποίας τα αγροτικά προϊόντα εντάχτηκαν στους βασικούς κανόνες του διεθνούς εμπορίου.
Η υιοθέτηση των αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων εξυπηρέτησε την προσαρμογή της παραγωγής, της μεταποίησης και της εμπορίας των αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων στους νέους κανόνες της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής αγοράς. Κριτήριο για το τι θα παραχθεί και πόσο, τι θα εισαχθεί ή θα εξαχθεί αποτελούσε πλέον αποκλειστικά η κερδοφορία των εμποροβιομηχάνων που διακινούν ή μεταποιούν αγροτικά προϊόντα εντός ή εκτός ΕΕ και όχι οι παραγωγικές δυνατότητες των χωρών της και η στήριξή τους μέσω επιδοτήσεων ακόμη και σε προϊόντα στα οποία συνολικά η ΕΕ ήταν και είναι ελλειμματική (βαμβάκι, καπνός κ.ά.). Παράλληλα, η θέσπισή τους έδωσε στις νέες συνθήκες ώθηση στην αναδιάρθρωση και στη διαμόρφωση «επιχειρηματικού τύπου» αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Η αποδεσμευμένη από την παραγωγή ενίσχυση χορηγείται σε ετήσια βάση με τη μορφή «δικαιωμάτων ενίσχυσης», τα οποία είναι μεταβιβάσιμα (κληρονομικά ή με πώληση-μίσθωση). Στην Ελλάδα επιλέχτηκε το λεγόμενο «ιστορικό μοντέλο», δηλαδή ο ατομικός υπολογισμός των δικαιωμάτων με βάση ιστορικά στοιχεία. Το ατομικό δικαίωμα αποτελεί την ενίσχυση ανά εκτάριο γης (1 εκτάριο = 10 στρέμματα). Στο ιστορικό μοντέλο, το χρηματικό μέγεθος του κάθε ατομικού δικαιώματος υπολογίζεται διαιρώντας το άθροισμα των ενισχύσεων που έλαβε ο παραγωγός τα έτη 2000, 2001 και 2002 (ιστορική περίοδος αναφοράς), με το άθροισμα της έκτασης που καλλιεργήθηκε κατά την ίδια τριετία για την είσπραξη των συγκεκριμένων ενισχύσεων. Αυτός ο τρόπος υπολογισμού δημιούργησε πολλές ταχύτητες δικαιωμάτων, με μεγάλες ανομοιομορφίες ανά καλλιέργεια και ανά περιοχή. Για παράδειγμα, η επιδότηση για την καλλιέργεια καπνού προσέγγιζε τα 500€/στρέμμα, ελαιώνα τα 55€/στρέμμα και μαλακού σίτου τα 16€/στρέμμα και το ύψος της ήταν υψηλότερο στις παραγωγικότερες περιοχές της χώρας.
Στα πλαίσια της αναθεώρησης της ΚΑΠ του 2013, το παραπάνω καθεστώς ανανεώθηκε το 2015 με εκ νέου χορήγηση δικαιωμάτων με κριτήρια τον αριθμό των επιλέξιμων στρεμμάτων το 2015 και το χρηματικό μέγεθος των δικαιωμάτων που κατείχε ο κάθε παραγωγός το 2014 (με το παλιό καθεστώς).
Την περίοδο 2015-2019 εφαρμόζεται μια διαδικασία «εσωτερικής σύγκλισης» του χρηματικού μεγέθους που αντιστοιχεί σε κάθε δικαίωμα με στόχο τη μετάβαση στη μορφή του λεγόμενου «περιφερειακού μοντέλου», στο οποίο το χρηματικό μέγεθος των δικαιωμάτων ενιαιοποιείται με κριτήριο τη χρήση της αγροτικής γης. Έτσι, η χώρα χωρίστηκε σε τρεις περιφέρειες με βάση τη χρήση γης (σε βοσκότοπους, αρόσιμες εκτάσεις και μόνιμες καλλιέργειες) και τα δικαιώματα υφίστανται μια ετήσια αναπροσαρμογή με μαθηματικό τύπο, ώστε να προσεγγίσουν μια τιμή στόχο ανά περιφέρεια οδηγώντας σε ένα ξαναμοίρασμα των ενισχύσεων.
Παράλληλα, αναπροσαρμογές προωθούνται και σε επίπεδο ΕΕ, στην κατεύθυνση μιας «εξωτερικής σύγκλισης», ενιαιοποίησης δηλαδή της τιμής των δικαιωμάτων ανάμεσα στα κράτη της ΕΕ, καθώς οι τιμές των δικαιωμάτων παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ τους. Για παράδειγμα, ενώ το μέσο επίπεδο της τιμής των δικαιωμάτων στην ΕΕ κυμαινόταν το 2015 στα 25,6 ευρώ ανά στρέμμα, στην Ελλάδα ξεπερνούσε τα 50 ευρώ (Γράφημα 10).
Γι’ αυτόν το λόγο, αρκετές χώρες και κυρίως οι λεγόμενες «νέες» όπως η Σλοβακία, η Πολωνία, η Λετονία, η Εσθονία, η Λιθουανία, που λαμβάνουν τη χαμηλότερη στήριξη ανά εκτάριο, ζητούν την άμεση ενιαιοποίηση της τιμής του δικαιώματος σε επίπεδο ΕΕ. Πρόκειται για μια πρόταση που στην παρούσα φάση δεν προκρίνεται από την πλειοψηφία των κρατών και γι’ αυτόν το λόγο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί μια πιο «ήπια» σύγκλιση, που σημαίνει ότι θα παραμείνουν διαφοροποιήσεις, σε μικρότερο όμως βαθμό απ’ ό,τι σήμερα. Τα σχέδια κανονισμών για την ΚΑΠ 2021-2027 προβλέπουν χαρακτηριστικά ότι «οι χώρες που βρίσκονται κάτω από το 90% του μέσου κοινοτικού όρου θα καλύψουν κατά 50% αυτήν τη διαφορά»32. Παράλληλα, βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση το ύψος των περικοπών στις χώρες που υπερβαίνουν τον ευρωενωσιακό μέσο όρο, όπως Ελλάδα, Ιταλία κλπ.
Οι άμεσες ενισχύσεις συνιστούν το μοναδικό τομέα πολιτικής, στο πλαίσιο της ΚΑΠ, του οποίου η διαχείριση γίνεται από κοινού με τα κράτη χωρίς συγχρηματοδότηση από αυτά. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, αποτελούν το 46% του μέσου αγροτικού εισοδήματος στην ΕΕ. Στην Ελλάδα, όπου άμεσες ενισχύσεις λαμβάνουν 689.000 εκμεταλλεύσεις (το 2016), αυτό το ποσοστό ξεπερνά το 50% και αντιστοιχεί σε ένα συνολικό ποσό 14,9 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2014-2020.33
Το ισχύον σχήμα ενισχύσεων παρέχει στήριξη αποκλειστικά σε «ενεργούς αγρότες» που έχουν αγροτική δραστηριότητα. Ο όρος αυτός συνεπάγεται την υποχρέωση της εκτροφής ζώων, της καλλιέργειας γης ή της διατήρησής της σε κατάσταση κατάλληλη να καλλιεργηθεί. Για να θεωρηθεί κάποιος υποψήφιος δικαιούχος ως «ενεργός αγρότης», θα πρέπει το εισόδημά του από άμεσες ενισχύσεις να υπερβαίνει το 5% των συνολικών ετήσιων εσόδων από μη γεωργική δραστηριότητα. Ο παραπάνω περιορισμός δεν εφαρμόζεται σε δικαιούχους που εισπράττουν επιδότηση μικρότερη από 5.000 ευρώ το χρόνο34, οι οποίοι θεωρούνται «ενεργοί αγρότες» ανεξάρτητα από το ύψος των εξωαγροτικών εισοδημάτων τους. Με την αναθεώρηση της ΚΑΠ μετά το 2020 προωθούνται ορισμένες αλλαγές στον ορισμό του αγρότη-δικαιούχου άμεσων ενισχύσεων35, ο οποίος θα καθορίζεται από το κάθε κράτος ξεχωριστά με βάση το «στρατηγικό σχέδιο» που αυτό θα καταρτίζει για την προώθηση των στρατηγικών στοχεύσεων της ΚΑΠ και με κριτήριο τη σημασία της αγροτικής δραστηριότητας σε σχέση με τη συνολική «οικονομική δραστηριότητα» του εκάστοτε αγροτοπαραγωγού.
Όσοι διαθέτουν δικαιώματα ενίσχυσης θα πρέπει να τηρούν στις γεωργικές εκτάσεις και στις εκτροφές που δηλώνουν ορισμένα μέτρα που υπαγορεύονται από την πολιτική προστασίας των ευρωενωσιακών μονοπωλίων στο διεθνή ανταγωνισμό, όπως θίχτηκε παραπάνω.
Συγκεκριμένα τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ορισμένες υποχρεώσεις για «το περιβάλλον, την καλή γεωργική κατάσταση των εκτάσεων, τη δημόσια υγεία και υγεία των ζώων και των φυτών και την καλή μεταχείριση των ζώων», γνωστά ως «πολλαπλή συμμόρφωση», και ορισμένες γεωργικές πρακτικές που θεωρούνται «επωφελείς για το κλίμα και το περιβάλλον». Αυτές είναι η «διαφοροποίηση», δηλαδή η υποχρέωση σε αροτραίες καλλιέργειες μεγαλύτερες των 100 στρεμμάτων να υπάρχουν, ανάλογα με το μέγεθός τους, 2 ή 3 διαφορετικά καλλιεργούμενα είδη, η «διατήρηση μόνιμων βοσκοτόπων», δηλαδή η υποχρέωση να διατηρείται η αναλογία της έκτασης του κάθε παραγωγού που έχει δηλωθεί ως μόνιμος βοσκότοπος και η «ύπαρξη περιοχής οικολογικής εστίασης», δηλαδή η υποχρέωση των εκμεταλλεύσεων με αρόσιμη γη μεγαλύτερη από 150 στρέμματα να εφαρμόζουν στο 5% αυτής ορισμένες συγκεκριμένες πρακτικές (π.χ. αγρανάπαυση, τάφρους ανάσχεσης κλπ.).
Με βάση τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ΚΑΠ 2021-2027 οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις θα καθορίζονται από τα «στρατηγικά σχέδια» των κρατών υπό την εποπτεία της Επιτροπής, ενώ θα προβλέπεται συγκεκριμένη διαδικασία αξιολόγησης της αποτελεσματικότητάς τους ως προς την υλοποίηση των στόχων.
Οι άμεσες ενισχύσεις περιλαμβάνουν:
• Τη βασική ενίσχυση.
• Τη λεγόμενη «πράσινη ενίσχυση», που στην Ελλάδα χορηγείται ως ποσοστό (30%) του συνολικού χρηματικού μεγέθους των δικαιωμάτων ενίσχυσης. Θεσπίστηκε με τη μεταρρύθμιση του 2013 κι εφαρμόστηκε για πρώτη χρονιά το 2016. Συνδέεται με μια σειρά από στόχους που αποτελούν πλευρές της αστικής στρατηγικής για το περιβάλλον (έλεγχος βιοποικιλότητας από το κεφάλαιο, δικαιώματα εκπομπής CO2 κλπ.).
• Την υποχρεωτική ενίσχυση για τους γεωργούς νεαρής ηλικίας, που αποτελεί το 2% του συνολικού ποσού των άμεσων ενισχύσεων και αποδίδεται σε γεωργούς νεαρής ηλικίας, μικρότερης των 40 ετών, που δημιουργούν για πρώτη φορά γεωργική εκμετάλλευση.
• Την ενίσχυση για τους «μικροκαλλιεργητές», στην οποία εντάσσονται αγροτοκτηνοτρόφοι που λαμβάνουν συνολικό ποσό επιδοτήσεων μικρότερο από 1.250 ευρώ ετησίως.
Για την ΚΑΠ 2021-2027 προτείνεται η θέσπιση αποσυνδεδεμένης «συμπληρωματικής στήριξης βιωσιμότητας» (sustainability support), με στόχο την «ανακατανομή των ενισχύσεων από τις μεγαλύτερες προς τις μικρότερες και μεσαίες αγροτικές εκμεταλλεύσεις».
• Τη συνδεδεμένη ενίσχυση, η οποία αποτελεί το μοναδικό είδος άμεσης ενίσχυσης που είναι συνδεδεμένο με ορισμένους τύπους καλλιεργειών ή εκτροφών. Είναι προαιρετική, δηλαδή η θέσπισή της εναπόκειται στο κάθε κράτος. Το ελληνικό κράτος την έχει προσδιορίσει στο 8% του συνολικού ποσού των άμεσων ενισχύσεων και την έχει συνδέσει με τις καλλιέργειες ρυζιού, σκληρού σίτου, βιομηχανικής τομάτας, πορτοκαλιών και ροδάκινων χυμοποίησης, οσπρίων, πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών ψυχανθών, σπόρων σποράς, σπαραγγιών, ζαχαρότευτλων, βαμβακιού και με την εκτροφή αιγοπροβάτων και βοοειδών. Χορηγούνται ανά στρέμμα με βάση το προϊόν, με σκοπό τη διαχείριση των επιπτώσεων από τη μείωση της παραγωγής πρώτης ύλης που έχουν ανάγκη οι μεταποιητές εμποροβιομήχανοι (π.χ. τοματοπολτού, χυμών, εκκοκκιστήρια ζάχαρης κλπ.). Ο νέος Omnibus την χαρακτηρίζει ως «καθεστώς περιορισμού της παραγωγής», καθώς χορηγείται εντός καθορισμένων ποσοτικών ορίων βάσει καθορισμένων εκτάσεων ή καθορισμένου αριθμού ζώων.
• Την ενίσχυση για περιοχές ορεινές ή με φυσικούς περιορισμούς, τη γνωστή «εξισωτική» αποζημίωση, που είναι προαιρετική. Αποτελεί το 5% του συνολικού ποσού των άμεσων ενισχύσεων που το ελληνικό κράτος έχει μεταφέρει στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (πυλώνας ΙΙ) βάσει δυνατότητας που δίνουν οι κανονισμοί της ΚΑΠ.
Τις άμεσες ενισχύσεις, που αντλούνται από την υπερφορολόγηση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, τελικά στο μεγάλο τους ποσοστό καρπώνονται οι καπιταλιστές που επενδύουν στην αγροτική παραγωγή και οι όμιλοι της εμπορίας και της μεταποίησης που εξασφαλίζουν φθηνά αγροτικά προϊόντα, τα οποία πωλούν, μεταποιημένα ή μη, αντλώντας μονοπωλιακό υπερκέρδος.
Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δείχνουν ότι οι άμεσες ενισχύσεις επικεντρώνονται στις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις και στους μεγαλοϊδιοκτήτες γης. Κατά μέσο όρο το 20% των δικαιούχων λαμβάνει περίπου το 80% των πληρωμών (Γράφημα 11). Και πιο συγκεκριμένα, 1,5 εκατομμύριο αγροτικές εκμεταλλεύσεις της ΕΕ καρπώνεται 35,5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ενώ τα υπόλοιπα 5,5 εκατομμύρια αγροτικές εκμεταλλεύσεις καρπώνονται 6,6 δισεκατομμύρια ευρώ36.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στην Ελλάδα, όπου το 20% των εκμεταλλεύσεων λαμβάνει το 68% των ενισχύσεων (Γράφημα 12), ενώ αποκλείονται από τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεις με λιγότερα από 4 στρέμματα και δεν καταβάλλονται ενισχύσεις που αντιστοιχούν σε συνολικό ποσό μικρότερο από 250 ευρώ.
Οι άμεσες ενισχύσεις επιτρέπουν ως ένα βαθμό τη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας στη γη και μη ανταγωνιστικών μικρών εκμεταλλεύσεων, επιβραδύνοντας την άμεση απαλλοτρίωσή τους. Αντίθετα από τον καπιταλιστή που δεν τοποθετεί κεφάλαιο στη γη αν δεν προσδοκά σε ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους, ο μικρός παραγωγός επιμένει να αναπαράγεται όσο η εργασία του τού δίνει και την παραμικρή δυνατότητα να ζήσει.
Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, πάνω από το 80% των αγροτοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, που είναι οι μικρότερες, συντηρούνται λαμβάνοντας άμεσες ενισχύσεις κάτω από 5.000 ευρώ το χρόνο37. Σε αυτό το ποσοστό συμπεριλαμβάνεται ένας σημαντικός αριθμός δικαιούχων που δεν έχουν ως κύρια δραστηριότητα την αγροτική (π.χ. μισθωτοί ή συνταξιούχοι με καλλιέργειες ως συμπληρωματική πηγή εισοδήματος) ή που αναπτύσσουν την αγροτική δραστηριότητα με κύριο σκοπό την αυτοκατανάλωση και την είσπραξη της επιδότησης. Συγκεκριμένα μέχρι 500 ευρώ λαμβάνει το 23% των δικαιούχων, από 500-1.250 ευρώ λαμβάνει το 26%, από 1.250-2.000 ευρώ λαμβάνει το 13%, από 2.000-5.000 ευρώ το 21%, από 5.000-10.000 ευρώ το 10,5% , από 10.000-20.000 ευρώ το 4,7% και πάνω από 20.000 ευρώ το χρόνο το 2% των δικαιούχων.
Με δεδομένα τα παραπάνω, το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων αποτελεί έναν ισχυρό μηχανισμό αναπαραγωγής, αλλά και πολιτικής ενσωμάτωσης εκατοντάδων χιλιάδων αγροτοκτηνοτρόφων στην αστική στρατηγική για τον αγροτικό τομέα. Οι κυβερνήσεις διαχρονικά, και ιδιαίτερα η σημερινή των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τις αξιοποιούν για να αμβλύνουν τις αντιδράσεις που προκαλούν η στρατηγική που υπηρετούν και τα μέτρα που παίρνουν και συνθλίβουν τη μικρομεσαία αγροτιά και για να αποκρύπτουν το γεγονός ότι η αστική πολιτική έχει ως βασικό στόχο τη θωράκιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής που συμβαδίζει με την καταστροφή των μικροϊδιοκτητών, ότι αιχμές της ΚΑΠ αποτελούν η διαμόρφωση καπιταλιστικών αγροκτημάτων, η εντατικοποίηση της παραγωγής και η αύξηση της παραγωγικότητας με τη μίσθωση εργατικής δύναμης.
Η άμεση απαλλοτρίωση των ατομικών αγροτοπαραγωγών μπορεί να καθυστερεί στο βαθμό που ένας σημαντικός αριθμός αυτοαπασχολούμενων αγροτών είναι απαραίτητος για τους μονοπωλιακούς ομίλους. Για παράδειγμα, η αυξανόμενη κερδοφορία που παρουσιάζουν τα μεταποιητικά μονοπώλια38 που δραστηριοποιούνται στο γαλακτοκομικό τομέα και ιδιαίτερα στην παραγωγή του τυριού «Φέτα» στηρίζεται στη συγκέντρωση της παραγωγής γάλακτος με διάφορες μορφές (π.χ. μέσω «συμβασιοποίησης», αλλά και μέσω ομάδων παραγωγών-συνεταιρισμών), με την εκμετάλλευση των δεκάδων χιλιάδων ατομικών ιδιοκτητών εκτατικών αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων χαμηλής παραγωγικότητας που αναγκάζονται να πωλούν την παραγωγή τους σε τιμές ακόμα και κάτω από την τιμή παραγωγής.
Αν και ο αριθμός τους συνεχώς μειώνεται τις τελευταίες δεκαετίες, ο κλάδος –σε ένα βαθμό εξαιτίας και των άμεσων ενισχύσεων που αποτελούν κ.μ.ο. το 20% των ακαθάριστων εσόδων των αιγοπροβατροφικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα (Γράφημα 13)– εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σημαντική διασπορά της παραγωγής. Δηλαδή σημειώνεται καθυστέρηση της συγκέντρωσης της γης και των ζώων σε σχέση με τη συγκέντρωση της παραγωγής. Την ίδια ώρα, οι μικρομεσαίοι αιγοπροβατοτρόφοι ζουν μια ζωή με βαριά εργασία, εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες και στις ζωο-ανθρωπονόσους.
Έτσι, παρά την καθυστέρηση της άμεσης απαλλοτρίωσης, οι άμεσες ενισχύσεις δεν ανακόπτουν την επιδείνωση των όρων ζωής της μικρομεσαίας αγροτιάς (επιβάρυνση με χρέη, φοροληστεία, χειροτέρευση των όρων συντήρησης των ζώων, περιποίησης της γης, της καλλιέργειας, της λίπανσης, μη ανανέωση του εξοπλισμού κλπ.) και τελικά την τάση σταδιακής μείωσής τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο εξαιτίας των επιπτώσεων της εφαρμογής του «νόμου Κατρούγκαλου» (ν. 4387/2016) η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος την περίοδο 2016-2022 κυμαίνεται για όλους τους αγροτοπαραγωγούς με οικογενειακό εισόδημα από 8.000 έως και 28.000 ευρώ μεταξύ 4,82% και 18,21%.40 Το 2021, χρονιά που θα ξεκινήσει η εφαρμογή της αναθεωρημένης ΚΑΠ, ποσοστό μεγαλύτερο από το 52% του εισοδήματος των ατομικών αγροτοπαραγωγών θα κατευθύνεται στην κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών και φορολογίας, με δεδομένη και τη μείωση του αφορολόγητου.
Την ίδια στιγμή, οι άμεσες ενισχύσεις δίνουν έρεισμα για την ακόμα μεγαλύτερη καταλήστευση των ατομικών αγροτοπαραγωγών από τους μονοπωλιακούς ομίλους της εμπορίας και της μεταποίησης, καθώς οι τελευταίοι μπορούν να αγοράζουν τα αγροτικά προϊόντα σε τιμές ακόμα και κάτω από την τιμή παραγωγής τους. Τελικά, όχι μόνο δεν ανατρέπουν την τάση εκτόπισης της μικρής και μεσαίας παραγωγής από τη μεγάλη, αλλά επιτείνουν το «μαρτύριο της σταγόνας» που υφίστανται οι μικρομεσαίοι προσπαθώντας να διατηρήσουν το βιος τους. Ο μικρομεσαίος αγροτοκτηνοτρόφος όλο και περισσότερο βρίσκεται στην ανάγκη είτε να καταφεύγει στην πώληση της εργατικής του δύναμης είτε να παραμένει ενεργός αγρότης μετά τη συνταξιοδότησή του, για να συμπληρώνει τα ψίχουλα της αγροτικής σύνταξης (330 ευρώ στα 67 χρόνια).
Η κατάσταση αυτή εκφράζεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στα τεράστια ποσοστά εγκατάλειψης της «αγροτικής ζωής» από τους νέους ακόμα και των αγροτικών περιοχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μόλις το 6% των αγροτών σε όλη την ΕΕ έχουν ηλικία μικρότερη από 35 ετών, ενώ στην Ελλάδα το 2016 οι γεννηθέντες μετά το 1990 αγρότες δεν ξεπερνούσαν τις 7.00041 σε σύνολο περίπου 540.000. Επιβιώνουν μόνο όσοι νέοι αγρότες διαθέτουν σημαντικές εκτάσεις και λειτουργούν σε καπιταλιστικά πρότυπα ή έχουν συμπληρωματικές πηγές εισοδήματος. Γι’ αυτό και το ποσοστό των μεγαλοαγροτών είναι στην ΕΕ σχετικά μεγαλύτερο στις ηλικίες μέχρι 35 ετών (Γράφημα 14).
Η αστική στρατηγική υποτάσσει τα πάντα στην εξυπηρέτηση του διακηρυγμένου στόχου της, που είναι η ανάπτυξη βιώσιμων καπιταλιστικών αγροτοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Από αυτήν την άποψη αναπτύσσεται στα ευρωενωσιακά επιτελεία ένας προβληματισμός για το κατά πόσο οι άμεσες ενισχύσεις, με τη μορφή που αυτές χορηγούνται, μπορούν να υπηρετούν στις σημερινές συνθήκες το στόχο συμβάλλοντας στην άμβλυνση του βασικού προβλήματος της αγροτικής παραγωγής στην ΕΕ, δηλαδή της κατακερματισμένης διάρθρωσης, που όπως προαναφέρθηκε δεν εκφράζεται με την ίδια ένταση σε όλα τα κράτη της.
Ασκείται μια κριτική ότι η χορήγηση των άμεσων ενισχύσεων στη βάση «δικαιώματος» σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις μεγάλου μεγέθους όχι μόνο δεν έχει συμβολή στη διαρθρωτική αλλαγή του αγροτικού τομέα, αλλά ωθεί προς τα πάνω την τιμή της γεωργικής γης ευνοώντας τους ιδιοκτήτες της και βάζοντας εμπόδια στην καπιταλιστική επένδυση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι χώρες με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης της γης και κατά συνέπεια των άμεσων ενισχύσεων παρουσιάζουν τα υψηλότερα ενοίκια στη γεωργική γη.
Επιπλέον, τα αστικά επιτελεία κρίνουν ότι μέσω των άμεσων ενισχύσεων διατηρούνται σε σημαντικό βαθμό εκτατικές εκμεταλλεύσεις μεγάλης κλίμακας, που χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας. Παράλληλα, επισημαίνουν ότι με βάση το ισχύον πλαίσιο οι λεγόμενες «πράσινες» που αποτελούν σημαντικό τμήμα των άμεσων ενισχύσεων (στην Ελλάδα αποτελούν το 30%) χορηγούνται σε ένα 65% των εκμεταλλεύσεων που απαλλάσσονται πλήρως, λόγω του «μικρού μεγέθους τους», από την εφαρμογή των προβλεπόμενων γεωργικών πρακτικών.42
Στο πλαίσιο αυτό έχουν προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέτρα όπως η υποχρεωτική επιβολή ανώτατων ορίων στις άμεσες ενισχύσεις (εφαρμόζεται ήδη στην Ελλάδα όριο 150.000 ευρώ ετησίως), ο αναπροσανατολισμός των άμεσων ενισχύσεων προς εκμεταλλεύσεις με μέγεθος μικρότερο από 300 στρέμματα και η ενδυνάμωση της στόχευσης σε «πραγματικούς» γεωργούς.
Συγκεκριμένα, με βάση πρόσφατες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρόκειται να καθιερωθεί ανώτερο όριο 100.000 ευρώ στο ύψος των άμεσων ενισχύσεων και μηχανισμός κλιμακούμενης μείωσης για ποσά μεγαλύτερα των 60.000 ευρώ, με ταυτόχρονο αναπροσανατολισμό προς εκμεταλλεύσεις μικρότερες των 300 στρεμμάτων και προς «πραγματικούς» γεωργούς. Οι παραπάνω προτάσεις υποστηρίζονται με επιχειρήματα περί «δικαιότερης κατανομής» και «στροφής» της ΚΑΠ προς τους μικρότερους και μεσαίους παραγωγούς.
Επίσης το ελεγκτικό Συνέδριο της ΕΕ σε έκθεσή43 του αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο διεύρυνσης των δραστηριοτήτων που αποκλείονται από τις άμεσες ενισχύσεις, όπως, για παράδειγμα, ήδη συμβαίνει με τα θερμοκήπια στην Ελλάδα ή τους αμπελώνες στη Γαλλία που έχουν αποκλειστεί από τη χορήγηση «δικαιωμάτων» με το σκεπτικό ότι μπορούν «να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό» χωρίς επιδότηση.
Οι παραπάνω προτάσεις επενδύονται με μια ρητορική περί «δικαιότερης κατανομής» και «στροφής» της ΚΑΠ προς τους μικρότερους και μεσαίους παραγωγούς.
Την ίδια ώρα, προωθούνται από την ΕΕ:
• «Η εστίαση στην επίδοση», δηλαδή η καθιέρωση μέσω του «στρατηγικού σχεδίου» κάθε κράτους-μέλους συγκεκριμένων κριτηρίων για τον έλεγχο του βαθμού προσέγγισης των στοχεύσεων της ΚΑΠ.
• Η αυστηροποίηση του πλαισίου των «πράσινων» ενισχύσεων, με την υπαγωγή σε αυτό εκμεταλλεύσεων που ικανοποιούν καθορισμένους μετρήσιμους στόχους με βάση τη στρατηγική της ΕΕ για το περιβάλλον (καθεστώς «βελτιωμένης αιρεσιμότητας»).
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΗΣ ΜΕΙΩΜΕΝΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ
Στην παρούσα φάση είναι ορατή μια περαιτέρω μείωση του σκέλους του προϋπολογισμού που διατίθεται για τη χρηματοδότηση της ΚΑΠ, καθώς προκρίνονται τομείς όπως η άμυνα και το μεταναστευτικό, που ιεραρχεί η ΕΕ ως διακρατική ιμπεριαλιστική ένωση, με βάση τις ανάγκες των ευρωενωσιακών μονοπωλίων.44 Παράλληλα, η αποχώρηση της Μ. Βρετανίας (Brexit) έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ, το μέγεθος των οποίων δεν έχει εκτιμηθεί ακόμα με ακρίβεια. Ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει συνολική μείωση των δαπανών για την περίοδο 2021-2027 κατά 5%, ενώ οι περικοπές για την Ελλάδα υπολογίζονται45 στα 1,2 δισ. (μείωση κατά 6,16%, από 19,045 δισ. ευρώ σε 17,823 δισ. ευρώ).
Στο προσκήνιο των συζητήσεων και των διαπραγματεύσεων βρίσκεται το ζήτημα των άμεσων ενισχύσεων που αποσπούν ένα σημαντικό τμήμα (280 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2014-2020) του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Κάθε κράτος παρεμβαίνει με βάση τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων του και οι αντιθέσεις μεταξύ τους επικεντρώνονται κυρίως στο ζήτημα της λεγόμενης εξωτερικής σύγκλισης και της χρηματοδότησης μετά το 2020, με προτάσεις ορισμένων κρατών για αύξηση της εθνικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση της ΚΑΠ (σενάριο γνωστό ως «επανεθνικοποίηση» της ΚΑΠ), ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προτείνει ένα μοντέλο «αυξημένης επικουρικότητας», δηλαδή μεγαλύτερης συμμετοχής του κράτους στην εξειδίκευση της ΚΑΠ εντός της επικράτειάς του («στρατηγικό σχέδιο») με την έγκριση της Επιτροπής. Ενδεικτικές είναι οι αντιδράσεις της Γαλλίας, που χαρακτήρισε ως απαράδεκτες τις προτάσεις της Επιτροπής για μείωση του προϋπολογισμού της ΚΑΠ.
Πρόκειται για αντιθέσεις που ερμηνεύονται με βάση τις συνολικές στοχεύσεις της εκάστοτε αστικής τάξης. Για παράδειγμα, η Γαλλία αντιδρά με σφοδρότητα στη μείωση του προϋπολογισμού της ΚΑΠ γιατί η δημοσιονομική της κατάσταση και οι προτεραιότητες της αστικής τάξης δεν επιτρέπουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στη χρηματοδότηση. Γι’ αυτόν το λόγο συντάσσεται με χώρες όπως η Ελλάδα, που χαρακτηρίζονται από διαφορετική διάρθρωση και πολύ μεγαλύτερο κατακερματισμό της αγροτικής παραγωγής (Γράφημα 3). Έτσι, Γαλλία, Φινλανδία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία, χώρες με διαφορετικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του αγροτικού τομέα, προετοίμασαν κοινό ψήφισμα ζητώντας τη διατήρηση του προϋπολογισμού της ΚΑΠ στα τρέχοντα επίπεδα. Με τις θέσεις αυτές συντάχτηκε τελικά και η Γερμανία, που αρχικά είχε τοποθετηθεί θετικά στο ενδεχόμενο μεγαλύτερης συμμετοχής των κρατών της ΕΕ στη χρηματοδότηση.
Το ύψος της χρηματοδότησης που θα καταληχτεί ως συμβιβασμός δεν πρόκειται να μεταβάλει την ουσία της ΚΑΠ. Αντίθετα, οι βασικές πέραν των ζητημάτων χρηματοδότησης αναπροσαρμογές της, για τις οποίες καταγράφεται ενισχυμένη συναίνεση, έρχονται να υπηρετήσουν το διαχρονικά διακηρυγμένο στόχο της ανταγωνιστικότητας της ευρωενωσιακής καπιταλιστικής οικονομίας σε σχέση με τις βασικές ανταγωνίστριες δυνάμεις (ΗΠΑ, Κίνα κ.ά.).
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποδέχεται πλήρως τον προσανατολισμό και τους στόχους της ΚΑΠ για συγκέντρωση της γης και της παραγωγής και διαμόρφωση αγροτικών «επιχειρήσεων» σε καπιταλιστικά πρότυπα. Υλοποιεί με τον καλύτερο τρόπο την πολιτική που έκρινε αρνητικά ως αντιπολίτευση. Ισχυρίζεται ότι δίνει μάχη για λογαριασμό των Ελλήνων αγροτών και μιλάει για τον «κίνδυνο επανεθνικοποίησης» της ΚΑΠ, βγάζοντας ουσιαστικά λάδι τον καπιταλισμό και την πολιτική που έχει ξεκληρίσει εκατομμύρια αγροτοκτηνοτρόφους σε όλη την ΕΕ.
Προετοιμάζεται ώστε να διαχειριστεί μια πιθανή μείωση των κονδυλίων και ιδιαίτερα αυτών που κατευθύνονται στις άμεσες ενισχύσεις με διάφορα εργαλεία (π.χ. μείωση του ανώτερου ορίου των άμεσων ενισχύσεων, επιτάχυνση της «εσωτερικής σύγκλισης» κλπ.) που δεν πρόκειται να μεταβάλουν την κατάσταση των μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων.
Επιδεικνύει μεγάλη επιμονή στην προβολή της στρατηγικής κατεύθυνσης της ΚΑΠ για συγκέντρωση της παραγωγής μέσω μορφών συλλογικής ιδιοκτησίας ως τη μοναδική διέξοδο για την «επιβίωση» μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων, που στην πραγματικότητα μόνο σίγουρη δεν είναι, αφού συνεπάγεται τη βαθύτερη ένταξή τους στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό.
Αντίστοιχη είναι η θέση και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων που προσπαθούν να διαφοροποιηθούν στα επιμέρους και να προβληθούν ως ικανότεροι διαπραγματευτές των όρων εκτόπισης της μικρής από τη μεγάλη καπιταλιστική παραγωγή, στο πλαίσιο αναθεώρησης της ΚΑΠ.
ΠΟΙΑ ΓΡΑΜΜΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΟΥΣ ΑΓΡΟΤΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΥΣ
Οι μικρομεσαίοι αγροτοκτηνοτρόφοι μακροπρόθεσμα δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τις συζητήσεις για την αναθεώρηση της ΚΑΠ. Αυτή έρχεται να εξυπηρετήσει την καπιταλιστική κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Τα παζάρια για το ύψος των άμεσων ενισχύσεων και τον τρόπο κατανομής τους δεν ανατρέπουν την προοπτική της εκτόπισης των ατομικών αγροτοπαραγωγών από τη γη και την παραγωγή τους, είτε με άμεση απαλλοτρίωση είτε μέσω της μεγαλύτερης πρόσδεσής τους (π.χ. συλλογικά σχήματα, «συμβασιοποίηση») στο άρμα των μονοπωλίων της εμπορίας και της μεταποίησης που οδηγεί σταδιακά στη συρρίκνωσή τους. Αντίθετα, στόχο έχουν την ενσωμάτωση στην εφαρμοζόμενη πολιτική και τον αποπροσανατολισμό.
Το ΚΚΕ αποκαλύπτει διαχρονικά και με συνέπεια το χαρακτήρα της ΕΕ, της ΚΑΠ και των αναθεωρήσεών της και στηρίζει τους αγώνες και τα αιτήματα του ριζοσπαστικού αγροτικού κινήματος, που σήμερα εκφράζεται μέσα από τους Αγροτικούς Συλλόγους και Ομοσπονδίες που συσπειρώνονται στην Πανελλαδική Επιτροπή των Μπλόκων, ενάντια στις επιπτώσεις της φιλομονοπωλιακής πολιτικής κυβερνήσεων-ΕΕ. Σε αυτήν την πάλη για κατάργηση όλων των άμεσων και έμμεσων περιορισμών που επιβάλλει η ΚΑΠ στην αγροτική παραγωγή, για σύνδεση των ενισχύσεων με την πραγματική παραγωγή και αποκλεισμό από αυτές των καπιταλιστών μεγαλοαγροτών, για κατάργηση της φοροληστείας και των κατασχέσεων, για κατώτατες εγγυημένες τιμές πάνω από το κόστος.
παραγωγής, για φθηνά προϊόντα ενάντια στην κερδοσκοπία των εμποροβιομηχάνων, για αξιοπρεπείς όρους συνταξιοδότησης, για το δικαίωμα όλων σε κρατικές δωρεάν υπηρεσίες υγείας, φάρμακα κλπ., για ΕΛΓΑ κρατικό φορέα που θα καλύπτει το 100% των ζημιών στο σύνολο των ζημιογόνων αιτίων, έχει συμφέρον να ενταχτεί το σύνολο των μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων της χώρας μας.
Την ίδια ώρα, το ΚΚΕ προβάλλει ότι η γραμμή πάλης που μπορεί να τους δώσει ανάσα και προοπτική είναι το δυνάμωμα της κοινής δράσης ανάμεσα στην εργατική τάξη και στους αυτοαπασχολούμενους της πόλης και της υπαίθρου, τις γυναίκες και τη νεολαία των λαϊκών οικογενειών, με αντιμονοπωλιακούς-αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης, σε τροχιά σύγκρουσης με την ΕΕ, το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του· είναι η ελπίδα για την επιβίωση και ανοίγει το δρόμο για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Σήμερα, είναι εμφανής η ενίσχυση της τάσης διαμόρφωσης μιας παραγωγικής βάσης που στηρίζεται στη μεγάλη καπιταλιστική παραγωγική μονάδα και στην καθετοποίηση. Πρόκειται για τάση περαιτέρω ωρίμανσης των υλικών συνθηκών για κατάργηση της καπιταλιστικής, αλλά και της ατομικής ιδιοκτησίας της γης. Αυτό μπορεί να γίνει με την κοινωνικοποίηση της γης, των καπιταλιστικών αγροτικών-κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής σε όλους τους κλάδους και την αξιοποίησή τους προς όφελος των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών, μέσω της ένταξής τους στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό. Οι νέες σχέσεις ιδιοκτησίας και οργάνωσης της παραγωγής δε χωράνε μέσα στα δεσμά της καπιταλιστικής ΕΕ και κάθε άλλης ιμπεριαλιστικής διακρατικής καπιταλιστικής ένωσης και προϋποθέτουν την εργατική εξουσία.
Στο παραπάνω πλαίσιο, η βιομηχανική και ένα μέρος της αγροτικής-κτηνοτροφικής παραγωγής, το εμπόριο και γενικότερα οι υπηρεσίες, πραγματοποιούνται με σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, κεντρικού σχεδιασμού, εργατικού ελέγχου σε όλη την κλίμακα διεύθυνσης-διοίκησης. Παράλληλα αξιοποιούνται οι αγροτικοί παραγωγικοί συνεταιρισμοί με δικαίωμα χρήσης της κοινωνικοποιημένης γης ως μέσου παραγωγής από τους μικρομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους σε εθελοντική βάση. Οι συγκεκριμένοι συνεταιρισμοί διαφέρουν ριζικά από τους σημερινούς στο πλαίσιο του καπιταλισμού, π.χ. δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όχημα για τη συγκέντρωση της γης, ούτε για αλλαγή της χρήσης της προς αποκόμιση κέρδους. Σε αυτές τις συνθήκες, αυτοί οι αγροτοπαραγωγοί θα προτιμήσουν την ένταξή τους στους συνεταιρισμούς, γιατί θα διασφαλίσουν σημαντική βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσής τους (μείωση κόστους παραγωγής, εγγυημένες τιμές, προστασία παραγωγής, επιστημονική-τεχνική υποστήριξη κ.ά.) και θα απαλλαγούν από τη ληστεία κράτους και τραπεζών.
Η μεγάλη παραγωγή, στη βάση των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, θα μπορέσει σχετικά γρήγορα να καλύψει την ικανοποίηση του συνόλου σχεδόν των αναγκών σε αγροτικά προϊόντα. Η Επιστήμη και η Τεχνολογία θα αξιοποιούνται με μοναδικό και αποκλειστικό κίνητρο τη συνεχώς διευρυμένη κάλυψη των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, την επιδίωξη της μέγιστης δυνατής λαϊκής ευημερίας.
Στη χώρα μας υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια ριζικά διαφορετική οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας, η οποία μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία. Αρκεί να ανασυνταχτεί το λαϊκό κίνημα, να πιστέψει στη δύναμή του με ισχυρό ΚΚΕ και να βαδίσει με γραμμή ρήξης και ανατροπής της εξουσίας των μονοπωλίων, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Να βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις και να αποδείξει στην πράξη ότι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής θα απελευθερώσει τις μεγάλες αναξιοποίητες παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Σημειώσεις
1. Έγγραφο COM (2017) 713 final, https://ec.europa.eu/agriculture/sites/agriculture/ files/future-of-cap/future_of_food_and_farming_communication_el.pdf
2. Omnibus θα πει «λεωφορείο που πάει παντού». Ο συγκεκριμένος κανονισμός περιλαμβάνει το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει κάθε είδους χρηματοδοτήσεις και επιδοτήσεις προς το ευρωενωσιακό κεφάλαιο. Ένα «λεωφορείο» δηλαδή που οδηγεί τα μονοπώλια στο στόχο τους.
3. https://ec.europa.eu/commission/publications/natural-resources-and-environment_en
4. Έγγραφο COM (2017) 713 final.
5. Monitoring EU – Agrifood Trade: Development in 2017 https://ec.europa.eu/agri culture/ sites/agriculture/files/trade-analysis/monitoring-agri-food-trade/2017-de cember_en.pdf
6. http://ec.europa.eu/eurostat/documents/2995521/7089766/5-26112015-AP-EN.pdf/ e18e5577-c2a4-4c70-a8c7-fd758ea7b726
7. https://www.eca.europa.eu/Lists/ECADocuments/Briefing_paper_CAP/Briefing_ paper_CAP_EL.pdf
8. ΕΛΣΤΑΤ: Στοιχεία ερευνών εργατικού δυναμικού (Γ΄ τρίμηνο 2017) https://www. statistics.gr/el/statistics/-/publication/SJO01/2017-Q3
9. Έγγραφο COM (2017) 713 final, «Το μέλλον των τροφίμων και της γεωργίας στην ΕΕ», σελ. 4.
10. «Η κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ) και η γεωργία στην Ευρώπη - συχνές ερωτήσεις», http://europa.eu/rapid/press-release_MEMO-13-631_el.htm
11. Στη Γεωργική Συμφωνία του Γύρου της Ουρουγουάης (1993) προβλέφθηκε η σταδιακή μείωση των περιορισμών στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, η κατάργηση των εξαγωγικών ενισχύσεων, των εγγυημένων τιμών και όποιων άλλων επιδοτήσεων θεωρήθηκε ότι αποτελούν «εμπόδια στον ανταγωνισμό».
12. Wiener J.B. and Rogers M.D., «Comparing precaution in the United States and Europe», Journal of Risk Research.
13. GMO είναι οι οργανισμοί των οποίων το γενετικό υλικό (DNA) δεν έχει τροποποιηθεί με φυσικό πολλαπλασιασμό ή ανασυνδυασμό, αλλά με την εισαγωγή τροποποιημένου γονιδίου ή γονιδίου που προέρχεται από άλλη ποικιλία ή είδος.
14. Αγγελική Κάλλια Αντωνίου, «Το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς και τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα», 4ο Διεθνές Συνέδριο Βιοτεχνολογίας 2008.
15. Μικροβιακή αντοχή είναι η ιδιότητα των μικροβίων να αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά. Ενισχύεται από τη μη ενδεδειγμένη χρήση τους και έχει ως αποτέλεσμα να τα καθιστά αναποτελεσματικά. Η ΕΕ έχει υιοθετήσει την προσέγγιση «Μία υγεία» (One Health), που μια από τις συνιστώσες της είναι ο περιορισμός της χρήσης αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία.
16. Ισούται με το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα γεωργικών εκμεταλλεύσεων (χωρίς τις ενισχύσεις) μείον τις δαπάνες απόσβεσης.
17. Μία ετήσια μονάδα εργασίας αντιστοιχεί στο έργο που εκτελείται από ένα άτομο που απασχολείται σε γεωργική εκμετάλλευση σε πλήρη απασχόληση. Ως πλήρες ωράριο νοούνται οι ελάχιστες ώρες που απαιτούνται από τις σχετικές εθνικές διατάξεις που διέπουν τις συμβάσεις εργασίας. Η μονάδα αυτή, για την Ελλάδα, αντιστοιχεί σε εργασία 2.200 ωρών ετησίως από εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης (275 μέρες οκτάωρης εργασίας), ενώ αντίστοιχα ανάγεται σε αυτήν η μερική απασχόληση.
18. Εκτίμηση για το έτος 2019: https://ec.europa.eu/agriculture/sites/agriculture/ files/statistics/facts-figures/direct-payments.pdf
19. http://ec.europa.eu/eurostat/
20. Πρόταση 9645/2018 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: http://data.consilium.europa.eu/ doc/document/ST-9645-2018-INIT/en/pdf
21. «Πρώτος Πυλώνας της ΚΓΠ - Ι Η Κοινή οργάνωση των αγορών αγροτικών προϊόντων», http://www.europarl.europa.eu/atyourservice/el/displayFtu.html?ftuId= FTU_3.2.4.html
22. Πρόκειται για συνδυασμό επιστημονικής έρευνας και γνώσης, δεδομένων και πρακτικής εμπειρίας, με σκοπό την αποδοτικότερη διαχείριση της παραγωγής, τη βελτίωσή της ποιοτικά και ποσοτικά και τη μείωση του κόστους παραγωγής (π.χ. μέσω της ακριβούς εφαρμογής εισροών στο χωράφι).
23. «Γεωργία 4.0: Πώς εφαρμόζεται η ευφυής γεωργία στην Ευρώπη», http://www. ypaithros.gr/efihs-georgia-pos-efarmozetai-europi/
24. «Γεωργία 4.0: Πώς εφαρμόζεται η ευφυής γεωργία στην Ευρώπη», http://www. ypaithros.gr/efihs-georgia-pos-efarmozetai-europi/
25. «Πρώτος Πυλώνας της ΚΓΠ: Η Κοινή Οργάνωση Αγορών αγροτικών προϊόντων», http://www.europarl.europa.eu/atyourservice/el/displayFtu.html?ftuId=FTU_3.2.4.html
26. Μέγεθος που χρησιμοποιείται από τις στατιστικές υπηρεσίες της ΕΕ για τον υπολογισμό του οικονομικού μεγέθους αγροτικής εκμετάλλευσης. Υπολογίζεται με τύπο με βάση τα φυσικά χαρακτηριστικά της εκμετάλλευσης (στρεμματικό μέγεθος και καλλιεργούμενο είδος) και αντιστοιχεί στα αναμενόμενα ακαθάριστα έσοδα χωρίς τις άμεσες ενισχύσεις. Με βάση την τυπική απόδοση, οι εκμεταλλεύσεις διακρίνονται σε πολύ μικρές (<2.000 ευρώ ετησίως), μικρές (2.000-8.000 ευρώ ετησίως), μεσαίες (8.000-25.000 ευρώ ετησίως), μεγάλες (25.000-100.000 ευρώ ετησίως), πολύ μεγάλες (>100.000 ευρώ ετησίως).
27. Ενδεικτικά αντιστοιχεί σε βαμβακοκαλλιέργεια 52 στρεμμάτων, ελαιοκαλλιέργεια 42 στρεμμάτων, καλλιέργεια σκληρού σίτου 247 στρεμμάτων, εκτροφή 86 προβάτων.
28. Πρόκειται για ορισμό του ελληνικού δικαίου που έχει εισαχθεί με το ν. 3874/2010 και τροποποιηθεί με το ν. 4389/2016. Ορισμένες από τις βασικές προϋποθέσεις για να θεωρείται κάποιος αγρότης «επαγγελματίας» είναι:
α) Να λαμβάνει από την απασχόλησή του σε αγροτική δραστηριότητα το 50% τουλάχιστον του συνολικού ετήσιου εισοδήματός του,
β) να ασχολείται επαγγελματικά με αγροτική δραστηριότητα στην εκμετάλλευσή του τουλάχιστον κατά 30% του συνολικού ετήσιου χρόνου εργασίας του, και
γ) να τηρεί λογιστικά βιβλία.
29. Μαρίας-Γεωργίας Δούση: «Η εφαρμογή του Μέτρου Χρήση υπηρεσιών παροχής γεωργικών συμβουλών στη γεωργική εκμετάλλευση και παροχής δασοκομικών υπηρεσιών: Η άποψη των γεωργών», Μεταπτυχιακή Διατριβή, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2014, http://dspace.aua.gr/xmlui/bitstream/handle/10329/6199/Dousi_ M-G.pdf?sequence=3
30. «Η πορεία της γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας στην Ελλάδα», ΚΟΜΕΠ, τ. 5/2015.
31. European Commission, «Common Agricultural Policy towards 2020», http://trade. ec.europa.eu/doclib/docs/2012/may/tradoc_149477.pdf
32. Com (2018) 392 final, 1.6.2018, http://www.minagric.gr/
33. https://ec.europa.eu/agriculture/sites/agriculture/files/cap-in-your-country/pdf/ el_en.pdf
34. Εθνικές επιλογές, διοικητικά μέτρα και διαδικασίες εφαρμογής των άμεσων ενισχύσεων κατ’ εκτέλεση του Κανονισμού (ΕΕ) 1307/2013 και του Κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 ΦΕΚ 147 - Β΄, 22.1.2015.
35. Στα σχέδια Κανονισμών της ΚΑΠ 2021-2027 αποκαλείται ως «γνήσιος αγρότης» (genuine farmer).
36. Έγγραφο «προβληματισμoύ» για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ.
37. https://ec.europa.eu/agriculture/sites/agriculture/files/statistics/factsheets/pdf/ el_en.pdf
38. Με βάση τα στοιχεία της EUROSTAT, το 2015 8 βιομηχανίες παρήγαγαν το 34% του τυριού στην Ελλάδα.
39. Κωνσταντίνου Τσιμπούκα: «Η εφαρμογή της ΚΑΠ 2014-2020: Μια πρώτη αποτίμηση. Εξέλιξη του αριθμού των εκμεταλλεύσεων - διαρθρωτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά τους». ΓΠΑ 2018.
40. Θωμά Σιούτη: «Νέο Ασφαλιστικό και Φορολογικό: Πόσο θα πληρώσουν οι αγρότες. Αναλυτικοί πίνακες - Παραδείγματα», https://www.ellinikigeorgia.gr/neo-asfalistiko-forologiko-poso-tha-pliosoun-oi-agrotes/
41. https://www.dianeosis.org/2017/11/synetairismoi/
42. Έκθεση του ευρωπαϊκού ελεγκτικού συνεδρίου υπ’ αριθμ. 21/2017, Δεκέμβρης 2017.
43. Ευρωπαϊκό ελεγκτικό συνέδριο, Αρ. Ειδικής Έκθεσης 10/2018 https://www.eca. europa.eu/Lists/ECADocuments/SR18_10/SR_BPS_EL.pdf
44. Η χρηματοδότηση της ΚΑΠ καταλαμβάνει περίπου το 40% του προϋπολογισμού της ΕΕ από το 60% στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
45. Ενημέρωση για την ΚΑΠ της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου από τον υπουργό ΑΑΤ Ε. Αποστόλου (6.7.2018).