κατά το «κλείσιμο» της συζήτησης εκ μέρους της απερχόμενης Κεντρικής Επιτροπής
«Κι αν ακόμα οι θυσίες μας είναι βαριές, νικητές θα βγούμε»
Αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες,
Η Κεντρική Επιτροπή εκτιμά ότι είναι θετικό που στις ομιλίες εκφράστηκε μια προσπάθεια αυτοκριτικής εξέτασης της δουλιάς μας με ουσιαστικό περιεχόμενο μέσα από την πείρα, χωρίς γκρίνια και ηττοπάθεια και πνεύμα μετάθεσης ευθυνών προς τα κάτω. Αυτό το πνεύμα, που δείχνει την ωρίμανση του Κόμματος, είναι ένα στοιχείο αποδεικτικό της ανοδικής του πορείας. Πρέπει να το διατηρήσουμε και να το αναπτύξουμε μετά το Συνέδριο. Κυρίως πρέπει να εκδηλωθεί άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στην προσπάθεια να αναπροσαρμόσουμε το περιεχόμενο της καθοδηγητικής δουλιάς, να προσανατολίσουμε πιο εύστοχα τη δράση μας απ' ό,τι το έχουμε κάνει ως τώρα στα λαϊκά προβλήματα, στη συμμαχία, στην υπόθεση του Σοσιαλισμού, με ιδιαίτερο επίκεντρο την εργατική τάξη, τη νεολαία, αλλά και τις γυναίκες.
Δε θα επαναλάβουμε ως απερχόμενη ΚΕ τι και πώς πρέπει να το κάνουμε. Υπάρχει σχέδιο δράσης στις θέσεις, στην εισήγηση, αυτό πρέπει να ολοκληρωθεί στη διαμόρφωσή του με τη συζήτηση των δυο πολιτικών μας αποφάσεων. Το θέμα είναι να μην κάνουμε κριτική και αυτοκριτική κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά να γίνει στοιχείο της συνολικής μας δουλιάς, ζωντανό στοιχείο και δημιουργικό, να έχει διορθωτικό και προληπτικό χαρακτήρα. Γιατί δεν είναι εύκολο σε όλους μας να αφομοιώσουμε την αυτοκριτική και την κριτική όταν αυτή γίνεται όλη μαζί, πριν το Συνέδριο, ή σε αραιά διαστήματα. Να έχουμε υπόψη μας ότι τα μέλη του Κόμματος δεν ικανοποιούνται με την αυτοκριτική μόνο. Πρέπει να δούνε ότι κάτι αλλάζει από τα πάνω αμέσως μετά το Συνέδριο.
Να εξαντλήσουμε τις υποκειμενικές μας δυνατότητες με την απαιτητικότητα του σήμερα και του αύριο
Η ισχυροποίηση του Κόμματος όπως όλοι συμφωνούμε, είναι ένα πολύπλευρο καθήκον, με ιδιαίτερες συστατικές πλευρές, με ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Πρέπει η βελτίωση της δουλιάς μας να εκφραστεί στην πορεία σε όλα της τα συστατικά και με συνδυασμένους δείκτες. Οι αποσπασματικές βελτιώσεις είναι σημαντικές. Ομως γρήγορα απορροφώνται και χάνουν τη δυναμική τους. Βεβαίως δεν εξαρτώνται όλα τα στοιχεία της ισχυροποίησης μόνο από εμάς. Εχει σημασία να εξαντλήσουμε τις υποκειμενικές μας δυνατότητες. Αυτό άλλωστε ήταν και το θέμα του Συνεδρίου. Λόγου χάρη μπορούμε - δε μας φταίνε οι σύνθετες αντικειμενικές δυσκολίες - μπορούμε να αναζωογονήσουμε την εσωκομματική μας ζωή, να προχωρήσουμε στην αναδιάταξη των δυνάμεων, να γίνει αναπόσπαστο στοιχείο της δουλιάς μας η ιδεολογική, θεωρητική, πολιτική δουλιά, η ανάπτυξη της θεωρίας, η εύστοχη διαπάλη με την αστική ιδεολογία και τον οπορτουνισμό. Η ανάπτυξη μελετών με στόχο να γίνει πιο επιτελική και ταυτόχρονα πιο πρακτική η δουλιά μας. Να εξαντλήσουμε όσο εξαρτάται από εμάς τις υποκειμενικές μας δυνατότητες στο θέμα των συσπειρώσεων και των συμμαχιών. Στη δράση μας στις μαζικές οργανώσεις. Στην πλούσια προπαγάνδα, τη μαζική. Στην προσέλκυση νέων δυνάμεων στο Κόμμα, στην οικοδόμηση στην εργατική τάξη, αλλά και στην αύξηση των στρατολογιών από τα άλλα λαϊκά στρώματα, τις γυναίκες, γενικότερα στις νεότερες ηλικίες. Να φτάσουμε στο 18ο Συνέδριο με νέο αίμα και με δυνατότητες σημαντικής ανανέωσης του στελεχικού δυναμικού, στα πλαίσια βέβαια της συνέχειας και της διαδοχικότητας.
Το Κόμμα είναι σε ανοδική πορεία. Αλλά αυτή η ανοδική πορεία θα είναι πιο ουσιαστική και συνεχώς ανοδική, αν φέρουμε σε καθοδική πορεία τα βαρίδια, τις αδυναμίες και τις ελλείψεις μας. Είναι ένα από τα κριτήρια, μια από τις προϋποθέσεις της ισχυροποίησης. Υπάρχει σύντροφοι και συντρόφισσες ιδεολογικοπολιτική ενότητα στο Κόμμα. Κατακτημένη μέσα στη δράση. Και πρέπει ακόμα να βαθύνει με άνοδο και της θεωρητικής του στάθμης, όχι μόνο στη γνώση της κοσμοθεωρίας, που έχουμε σοβαρά κενά, αλλά και με βάση τις παραπέρα επεξεργασίες που πρέπει να γίνουν. Και με ανάπτυξη στο ανώτατο δυνατό όριο σήμερα του πνεύματος της συλλογικότητας.
Η ιδεολογικοπολιτική ενότητα δε σημαίνει ότι στη δουλιά μας σήμερα, αύριο, μεθαύριο δε θα υπάρχουν και διαφορετικές απόψεις και προβληματισμοί. Είμαστε σε θέση σήμερα να αναπτύξουμε ακόμα περισσότερο τις αρχές και τους κανόνες της λειτουργίας του Κόμματος που είναι σημαντικό στοιχείο στην εσωκομματική δημοκρατία. Αν σωστά συζητάμε νέες απόψεις που ρίχνονται ή και διαφορές που εμφανίζονται, αν τις μελετάμε, τότε θα γίνεται ακόμα πιο ισχυρή και ουσιαστική η ιδεολογικοπολιτική ενότητα που βασανιστικά μετά το 1991 κατέκτησε και αναπτύσσει το Κόμμα.
Το μέτρο που θα κρίνουμε την ανοδική πορεία του Κόμματος δεν μπορεί βέβαια να είναι μόνο το χτες. Υπάρχει συνέχεια, διαδοχικότητα και σωστά κάνουμε συγκρίσεις με το χτες. Κυρίως όμως ως μέτρο πρέπει να πάρουμε την απαιτητικότητα του σήμερα και του αύριο. Δεν είναι ίδιες οι συνθήκες σύντροφοι. Από το 1991 μέχρι σήμερα αλλά και τα επόμενα χρόνια, με τις συνθήκες π.χ. της μεταπολίτευσης, 1974 έως 1989. Σήμερα χρειάζονται πολύ περισσότερα για να ανεβάσουμε την πολιτική μας επιρροή. Για να δυναμώσουμε τη θέση μας στο μαζικό κίνημα, ιδιαίτερα στην εργατική τάξη.
Να δουλεύουμε και ενιαία και εξειδικευμένα
Από αυτό το βήμα ειπώθηκαν πάρα πολλά και σωστά, καθώς περιγράφηκαν οι νέες συνθήκες και οι διαφοροποιήσεις που υπάρχουν ανάμεσα στην περίοδο αυτή που διανύουμε και την περίοδο πριν τις ανατροπές, πριν την επιθετικότητα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Μετά το 1974 υπήρχαν μεγαλύτερες αντικειμενικές ως ένα βαθμό δυνατότητες ανόδου, απόσπασης κατακτήσεών. Οχι ότι και τότε ήταν εύκολα. Γιατί μην ξεχνάτε ότι και τότε είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη σοσιαλδημοκρατία, με τα αντιιμπεριαλιστικά της, αντιμονοπωλιακά της και τάχα επαναστατικά συνθήματα, που και αυτά μας δυσκόλεψαν, απέσπασαν δυνάμεις, μας έφεραν σε δύσκολη θέση. Δε θέλουμε να πούμε δηλαδή ότι χτες ήταν εύκολα και σήμερα καλούμαστε να λύσουμε προβλήματα. Απλώς βρισκόμαστε σε πιο σύνθετες συνθήκες και με μια δραματική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης. Δεν τα λέμε αυτά για να ρίξουμε σήμερα τον πήχη των απαιτήσεων. Να τον ανεβάσουμε, αυτό έχει σημασία.
Ο σύντροφος Χουρμουζιάδης π.χ. έθεσε ένα ζήτημα το οποίο η εισήγηση το έχει όχι απλώς συμπεριλάβει, είναι βασικός άξονας, του δίνει κατευθύνσεις αλλά η επίλυσή του δε λύνεται αυτόματα μέσα από την εισήγηση, είναι σύνθετη. Είπε π.χ., πώς θα πετύχουμε να δουλεύουμε, τη γενική μας πολιτική γραμμή με όρους εξειδίκευσης και διαφοροποίησης, αφού μιλάμε για ενιαία δουλιά μας μεν, αλλά για πολλές μορφές πάλης που δεν ταυτίζονται μεταξύ τους.
Πώς δηλαδή θα καταφέρουμε και ενιαία να δουλεύουμε και εξειδικευμένα, προσαρμοσμένα και διαφοροποιημένα στο μαζικό κίνημα, στις μαζικές οργανώσεις, στις συσπειρώσεις, που είναι πιο πολιτικοποιημένη μορφή οργάνωσης, δεν ταυτίζονται όμως με τη γραμμή του Μετώπου. Πώς θα γίνεται έτσι η εξειδίκευση, προσθέτουμε και η διαφοροποίηση, που δε θα οδηγεί στην αποσπασματικότητα και στον κατακερματισμό, αλλά ούτε στο όνομα του ενιαίου να φτάνουμε στην ισοπέδωση.
Οι επιμέρους συσπειρώσεις π.χ. αφορούν πλευρές και όχι το σύνολο της γραμμής του Μετώπου. Πάρτε το θέμα των δημοκρατικών ελευθεριών. Συγκινεί ευρύτερα. Δε σημαίνει ότι όλοι όσοι υιοθετούν τα ζητήματα των δημοκρατικών ελευθεριών έχουν και καθαρό τι σημαίνει και ποιους περιορισμούς έχει η αστική δημοκρατία. Και ότι τους νέους κατασταλτικούς μηχανισμούς τους γεννά η ίδια η αστική δημοκρατία. Το θέμα των στρατιωτικών εξαρτήσεων της χώρας, της εδαφικής ακεραιότητας και των συνόρων, σε συνδυασμό με τις εκχωρήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων που συγκινεί ένα μεγάλο μέρος του λαού, είναι μεγάλο και σοβαρό θέμα. Δε σημαίνει όμως ότι αυτοί οι άνθρωποι προσεγγίζουν ή θα προσεγγίσουν τις επιμέρους συσπειρώσεις έχοντας κατακτήσει αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή συνείδηση όχι μόνο γενικά, σε όλη τη γραμμή, αλλά και στο συγκεκριμένο ζήτημα. Και εμείς πρέπει να δουλεύουμε ταυτόχρονα. Και να προσεγγίζουμε αυτές τις δυνάμεις, και να δουλεύουμε μαζί τους, και να διασφαλίζουμε οι συσπειρώσεις αυτές να αποκτούν μεγαλύτερο πολιτικό βάθος, ισχυρότερη αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση.
Υπάρχει ένα ακόμα πιο σύνθετο ζήτημα. Πώς θα καταφέρουμε - δεν έχει σημασία ότι δεν έχει συγκροτηθεί το Μέτωπο, το ζήτημα είναι υπαρκτό και σήμερα, που υπάρχουν συμμαχίες, όχι μεγάλης εμβέλειας, αλλά υπάρχουν - πώς θα καταφέρουμε να διατηρούμε σαν κόρη οφθαλμού την ιδεολογική, πολιτική, οργανωτική αυτοτέλεια του Κόμματος, να εκθέτουμε το πρόγραμμά μας, να εκθέτουμε τις διαφορές με τους συμμάχους, και ταυτόχρονα οι σύμμαχοι με εμπιστοσύνη να δουλεύουν μαζί μας, να μη φοβούνται να δουλέψουν μαζί μας. Πώς θα καταφέρουμε να εκλαϊκεύουμε το πρόγραμμα του Κόμματος, τις προγραμματικές κατευθύνσεις και κατευθυντήριες ιδέες της λαϊκής οικονομίας και εξουσίας, χωρίς να κινδυνεύουμε να υποκαταστήσουμε το πρόγραμμα του Κόμματος με το πρόγραμμα, ας πούμε του Μετώπου, ή η έκθεση των διαφορών να δημιουργεί την εντύπωση ότι είμαστε σε αντιπαράθεση με τις προγραμματικές θέσεις και κατευθύνσεις του Μετώπου.
Από τη σκοπιά της ιστορίας
και της γενίκευσης της πείρας
Ακόμα παραπέρα, έχει πολλές πλευρές αυτό το ζήτημα. Προωθούμε, και καλά κάνουμε, τη γραμμή συσπείρωσης κατά των μονοπωλίων, των ιμπεριαλιστικών ενώσεων. Αυτή η αντίθεση, που μπορεί να συσπειρώσει την εργατική τάξη και άλλα λαϊκά στρώματα, δεν είναι μια αντίθεση αυτοτελής. Εχει τη ρίζα της στην αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας. Το θέμα της εξαρτημένης ενδιάμεσης θέσης της χώρας κατανοείται από ορισμένους συμμάχους ως αυτοτελές ζήτημα και όχι ως πρόβλημα του ιμπεριαλισμού, του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, όχι ως ζήτημα που σχετίζεται με αυτό - ας το πούμε - την ιμπεριαλιστική αλυσίδα και τους κρίκους της, ή την ιμπεριαλιστική πυραμίδα, το ζήτημα της βασικής αντίθεσης, της ανισόμετρης ανάπτυξης, της ανισοτιμίας των σχέσεων, ακόμα και ως θέμα που πρέπει να εξετάζεται από τη σκοπιά της τάσης μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους.
Πώς θα τα συνδυάσουμε όλα αυτά; Και εμείς να λέμε αυτό που θέλουμε και οι άλλοι να μη διστάζουν να έρθουν κοντά μας. Δεν υπάρχουν, σύντροφοι, συνταγές. Και μάλιστα συνταγές για κάθε μήνα, για κάθε εξάμηνο, για κάθε χρόνο και για κάθε τρίχρονο.
Οι Θέσεις και η εισήγηση περιέχουν τις προϋποθέσεις, δεν είμαστε αγνωστικιστές, δεν κινούμαστε μόνο με ερωτηματικά. Π.χ. όσο πιο βαθιά αφομοιωμένα έχουμε εμείς αυτά τα ζητήματα, από τη σκοπιά της ιστορίας και της γενίκευσης της πείρας, θα είμαστε πολύ καλύτεροι να τα συνδυάζουμε, να μη φοβόμαστε τις διαφορετικές απόψεις των συμμάχων και με σθένος να προβάλλουμε τις δικές μας.
Υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις, δε θα τις επαναλάβω. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή η ικανότητα θα κατακτηθεί, θα κατακτιέται, δε λέμε ότι αυτό μπορεί να λυθεί εξ ολοκλήρου μέχρι το 18ο Συνέδριο. Θα κατακτιέται αν φτάσουμε στο επίπεδο όπου η ΚΟΒ λειτουργεί και δουλεύει πραγματικά επιτελικά στο χώρο της, και όχι ως εκτελεστικό όργανο των από πάνω αποφάσεων. Γιατί τότε θα μπορούμε, σύντροφοι, να μπαίνουμε βαθιά στις δυσκολίες και στις δυνατότητες της πάλης, θα μπορούμε να χειριζόμαστε καλύτερα και σοφότερα ορισμένα ζητήματα, θα μπορούμε να εμπλουτίζουμε τις γενικές μας κατευθύνσεις που αναπόφευκτα έχουν και αφαίρεση, με αυτό που συντελείται στη ζωή.
Δε φτάνει η όξυνση των προβλημάτων για τη ριζοσπαστικοποίηση
Δεν μπορούμε, επίσης, με απόλυτο τρόπο να μιλάμε για στασιμότητα και υποχώρηση του Κόμματος, σε ορισμένους δείκτες, έξω από τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν. Η μεγάλη π.χ. αιμορραγία του Κόμματος, δεν έγινε το 1991. Το 1991 έφυγαν πολλά μέλη της ΚΕ και ένα μεγάλο μέρος του στελεχικού δυναμικού. Εμείς δε διαγράψαμε τα μέλη του Κόμματος. Αν θέλετε, πάρα πολλά μέλη του Κόμματος, τα περισσότερα, τα αφήσαμε στις οργανωτικές μας καταστάσεις, σε μια προσπάθεια να τους δοθεί η ευκαιρία να σκεφτούν, εκτός από εκείνα που έφευγαν και δήλωναν ότι αποχωρούν από το Κόμμα. Οι μεγάλες απώλειες, οι δραματικές απώλειες, σημειώνονται μέχρι το 15ο Συνέδριο, μέχρι το 1996. Μετά το 1996 ανακόπτονται οι απώλειες. Και αν θέλετε, μετά το 1996, ορισμένες απώλειες δεν είναι για ιδεολογικούς λόγους, για πολιτικούς, ούτε είναι διαγραφές, είναι άνθρωποι που δεν αντέχουν το βάρος της πολιτικής ευθύνης, κάτω από το βάρος προσωπικών τους προβλημάτων, σε συνδυασμό, βέβαια, και με ένα διάχυτο πνεύμα απογοήτευσης, που σκόρπισε η νίκη της αντεπανάστασης. Οι στρατολογίες μετά το 16ο ακολουθούν μεγαλύτερους ρυθμούς. Βεβαίως, δεν μπορούν να ισοσκελίσουν τις απώλειες. Επομένως, βεβαίως να ανησυχήσουμε, αλλά δεν μπορούμε να δούμε τα πράγματα απλώς μέσα από μια οργανωτική κατάσταση μιας δεκαπενταετίας.
Πρέπει, επίσης, να δούμε και ένα άλλο. Δεν είναι σωστό ότι οι λαϊκές μάζες, η εργατική τάξη, ριζοσπαστικοποιούνται επειδή οξύνονται τα προβλήματά τους. Αυτό μπορεί να γίνει κάτω από την επίδραση της ουσιαστικής παρέμβασης του Κόμματος, και άλλων ριζοσπαστικών δυνάμεων που υπάρχουν στην κοινωνία, από την πρόοδο των συμμαχιών, γιατί από μόνα τους τα προβλήματα και μάλιστα με την όξυνση που έχουν λάβει, οδηγούν στην ενσωμάτωση, στην υποχώρηση, στην απογοήτευση και πάνω απ' όλα στη μείωση των απαιτήσεων.
Κοιτάξτε να δείτε, σύντροφοι και συντρόφισσες, τι αντιμετωπίζουμε. Ο καπιταλισμός έχει την τάση, και αυτό αντικειμενικά καλό είναι, να αυξάνει τις ανθρώπινες ανάγκες και απαιτήσεις. Και να στρεβλώνει, όχι απλώς να αυξάνει. Την ίδια ώρα, λοιπόν, που ένα μεγάλο μέρος, ένα σημαντικό μέρος και της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων έχει κατακτήσει ένα ορισμένο επίπεδο ζωής, την ίδια ώρα μάλιστα που είναι πιο αυξημένες οι υγιείς και στρεβλές απαιτήσεις, μέσα στο κίνημα μειώνει στο ελάχιστο την απαιτητικότητά του, συμβιβάζεται και με τα ψίχουλα. Επομένως, δεν μπορούμε να μιλάμε απλά, ευθύγραμμα για το πώς ριζοσπαστικοποιούνται οι λαϊκές μάζες και απλώς να αναρωτιόμαστε «μα τα προβλήματα οξύνονται, γιατί το κίνημα δε φουντώνει»; Βεβαίως, τα προβλήματα είναι η βάση, παρεμβαίνει όμως και ο υποκειμενικός παράγοντας και βέβαια παρεμβαίνει και ο αντίπαλος.
Δε θα σταθώ σ' αυτό το ζήτημα. Υπάρχουν οι κατευθύνσεις της Πανελλαδικής Κομματικής Συνδιάσκεψης, υπάρχουν οι αποφάσεις αυτού του Συνεδρίου και υπάρχει και η πείρα την οποία έχουμε, η συγκεκριμένη. Ορισμένα πράγματα τα έχουμε κατακτήσει, πρέπει να τα δούμε καλύτερα, έχουμε κατευθύνσεις σ' αυτό το ζήτημα. Απλώς επανατίθεται το ζήτημα, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε και αυτή την πλευρά του προβληματισμού.
Η προσυνεδριακή συζήτηση δεν μπορεί να μπει στην ιστορίαΑπό αρκετούς συντρόφους υπογραμμίστηκε ότι η εισήγηση της ΚΕ έκανε σοβαρή προσπάθεια να πάρει υπόψη της την προσυνεδριακή συζήτηση. Υποχρέωσή μας ήταν αυτό. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν αισθάνεται η απερχόμενη ΚΕ ότι τα ενσωμάτωσε στην εισήγηση όλα και μπορεί να δώσει απαντήσεις σε όλα. Δεν είναι δυνατόν να γίνει, θα ήταν ένας τόμος, θα χανόταν το κύριο, τα βασικά. Το κυριότερο: η νέα ΚΕ πρέπει να δει μια σειρά θέματα που τέθηκαν, παράγωγα των προβλημάτων και να τα αντιμετωπίσει συγκεκριμένα. Και αυτό πρέπει να γίνει και από όλα τα καθοδηγητικά όργανα. Η προσυνεδριακή συζήτηση δεν μπορεί να μπει στην ιστορία.
Υπογραμμίστηκε, επίσης, από ορισμένους συντρόφους ότι η εισήγηση είναι πιο εύστοχη, γιατί δε συμπεριέλαβε τη Θέση 9 των Θέσεων και μάλιστα αντί γι' αυτή τη θέση προτείνει μελέτη του ελληνικού καπιταλισμού και γενικότερα του ιμπεριαλισμού, του διεθνούς, ας το πούμε, ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Σύντροφοι, αυτό δεν είναι σωστό. Και αυτό μάλιστα είχε ξεκαθαριστεί και κατά το κλείσιμο των εργασιών της ΚΕ που συλλογικά διαμόρφωσε την εισήγηση. Καταρχήν η ΚΕ δεν έχει κανένα δικαίωμα - ούτε τώρα ούτε και στο μέλλον δεν πρέπει να το έχει - να παίρνει πίσω μία Θέση ακόμη και να διορθώνει μια λαθεμένη Θέση και να την κάνει πιο σωστή, χωρίς να θίξει αυτό το ζήτημα μέσα στο Σώμα του Συνεδρίου και, αν δεν έχουμε συνέδριο και αν πρόκειται για βασικό θέμα, πρέπει να το θέσουμε σε όλο το Κόμμα. Ακόμα κι αν υπάρχει ανάγκη να διορθώνονται οι Θέσεις, δεν μπορεί να γίνεται «διά της πλαγίας». Επομένως, για την ΚΕ την απερχόμενη, ισχύει η Θέση 9 των Θέσεων.
Τώρα, γιατί δε συμπεριλήφθηκε σαν ειδικό ζήτημα. Οταν ετοιμάστηκε η εισήγηση της ΚΕ και καταλαβαίνετε δεν ετοιμάζεται την τελευταία βδομάδα, είχαν γίνει η μεγάλη, η συντριπτική πλειοψηφία των Συνδιασκέψεων. Αυτό το θέμα δεν απασχόλησε τις Συνδιασκέψεις. Επομένως, η ΚΕ δεν μπορούσε να ξαναβάλει αυτό το θέμα, επειδή αναπτύχτηκε ένας προβληματισμός στον προσυνεδριακό διάλογο από ορισμένους συντρόφους, που ήταν και δικαίωμά τους.
Να μελετήσουμε τον ελληνικό καπιταλισμό
Η πρόταση που γίνεται στην εισήγηση να εξετάσουμε τον ελληνικό καπιταλισμό και γενικότερα τα θέματα του ιμπεριαλισμού, προέκυψε και στην προσυνεδριακή συζήτηση, από συντρόφους που δεν είχαν προβληματισμό με τη μία ή την άλλη θέση. Αλλά είναι πραγματική ανάγκη.
Αν θέλετε, μπορούμε να εξετάσουμε την εργατική τάξη της χώρας μας αποσπασμένα από το ζήτημα του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού ή και των όποιων ιδιαιτεροτήτων και ιδιομορφιών υπάρχουν στην Ελλάδα;
Πολύ σωστά λοιπόν η ΚΕ θέτει ξεχωριστά το θέμα αυτής της μελέτης και μάλιστα, ήδη και από την «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» έχει ξεκινήσει δημοσίευση άρθρων τα τελευταία χρόνια όπου εξετάζονται και απορρίπτονται οι θέσεις της «παγκοσμιοποίησης» και της «αυτοκρατορίας» κλπ., αλλά υπάρχει και αρθρογραφία και μάλιστα από επιστήμονες που δεν είναι Ελληνες, οι οποίοι προσπαθούν να αναδείξουν τον προβληματισμό, πώς τα πέντε βασικά γνωρίσματα της Λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό εκφράζονται και εκδηλώνονται και με ποιες τάσεις σήμερα. Δεν είναι δηλαδή κανένα καινούριο θέμα και πρέπει οπωσδήποτε να το μελετήσουμε. Και, σύντροφοι, αν δε μελετούμε πριν απ' όλα τον ελληνικό καπιταλισμό σε συνδυασμό με τη θέση του στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και όχι μία κι έξω, αλλά συνεχώς, δε θα καταφέρνουμε να προχωρούμε και σε επεξεργασίες και πάνω σε συγκεκριμένα προβλήματα.
Επειδή θίχτηκε το θέμα της θέσης 9. Αναμφισβήτητα σύντροφοι ο χαρακτήρας του μετώπου, η σχέση του μετώπου με το σοσιαλισμό και ο χαρακτήρας της επανάστασης στην Ελλάδα δεν καθορίζεται από το ποια είναι η θέση του ελληνικού καπιταλισμού ή της αστικής τάξης της χώρας μας στη διανομή της λείας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα γενικότερα, στο πώς συμμετέχει ενεργητικά ή έστω παθητικά στα θέματα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Είναι ζητήματα που βεβαίως παίρνονται υπόψη, αλλά τα βασικά καθορίζονται από το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα.
Αλλωστε και οι σύντροφοι που είχαν μια διαφορετική άποψη, υπογράμμισαν ότι δε βάζουν ζήτημα για αλλαγή του προγράμματος. Βεβαίως και πρέπει να εξετάζουμε τον ελληνικό καπιταλισμό και με βάση τη θέση που κατέχει στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Δεν είναι ακαδημαϊκό θέμα. Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ. Στην Ελλάδα μετά το 1991 ανάμεσα στις ισχυρές καπιταλιστικές δυνάμεις, της ΕΕ, τις ΗΠΑ κλπ. απελευθερώθηκαν κατά κάποιο τρόπο οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις που υπήρχαν και πριν, αλλά απελευθερώθηκαν διότι δεν υπήρχε πια ο άμεσος οργανωμένος αντίπαλος, το Σοσιαλιστικό σύστημα, αλλά και γιατί στο 1/3 της γης διαμορφώθηκε έδαφος για την επιστροφή στον καπιταλισμό, ας το πω έτσι, άρα για τη διανομή και για την αναδιανομή. Απελευθερώθηκε ας το πούμε ένα έδαφος που δεν ανήκε στον καπιταλισμό. Σ' αυτές τις συνθήκες σύντροφοι, σ' αυτή τη διαπάλη, βεβαίως ηγεμονικό ρόλο και καθοριστικό έχουν οι ηγετικές καπιταλιστικές δυνάμεις. Οι ηγετικές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού. Υποχρεωτικά τραβιούνται σ' αυτή τη διαπάλη οι αστικές τάξεις και όλων των άλλων καπιταλιστικών χωρών, πολύ περισσότερο που η Ελλάδα ήταν ακριβώς μέσα σ' αυτό το δήθεν «ελεύθερο» έδαφος - «ελεύθερο» βέβαια από το σοσιαλισμό ήταν αλλά όχι πραγματικά ελεύθερο. Και ακόμα ζούμε τα περί διείσδυσης, τα περί μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης κλπ. Και οι ελληνικοί όμιλοι οι μονοπωλιακοί αλλά και οι μεικτοί - δεν έχει σημασία τόσο η προέλευση του κεφαλαίου - υποχρεωτικά πρέπει να διεκδικήσουν κάτι, ανεξάρτητα τι θα πετύχουν και πέτυχαν ορισμένα πράγματα, γιατί αν δε διεκδικήσουν εξαγωγή κεφαλαίων και τοποθετήσεις πέρα από τα εθνικά σύνορα, δεν είναι μόνο ότι θα στερηθούν κέρδη, θα βρεθούν σε πολύ μεγάλη δυσκολία εξαιτίας της ανταγωνιστικότητας. Η στρατηγική της ανταγωνιστικότητας που ακολουθείται σήμερα στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες είναι μια μορφή επιθετικότητας του κεφαλαίου, αποδεικνύει την ιμπεριαλιστική ιδεολογία της αστικής τάξης, ανεξάρτητα βεβαίως πόσο θα βγει κερδισμένη. Εμείς μάλιστα προβλέπουμε στις θέσεις ότι τα επόμενα χρόνια η όποια αναβάθμιση είχε η Ελλάδα στα πλαίσια των Βαλκανίων και αλλού θα αμφισβητηθεί, καθώς μπαίνει η Τουρκία πιο ορμητικά, άλλες χώρες της Βαλκανικής που αναπτύσσονται καπιταλιστικά και πραγματικά οι μονοπωλιακοί όμιλοι της Ελλάδας μπορεί να βρεθούν σε δυσκολότερη ακόμα θέση. Αυτά τα παρακολουθούμε. Μας ενδιαφέρουν σύντροφοι και οι ανταγωνισμοί των μονοπωλίων μέσα στην Ελλάδα, γιατί αυτοί τελικά συνοδεύονται με μια άκρως επιθετική πολιτική κατά της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Για τις περιφερειακές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς
Αλλά υπάρχουν και άλλες πλευρές. Ηθελα να σταθώ σε μια που με έναν τρόπο την έθεσε πολύ καλά - δεν μπορούσε βέβαια να τα θέσει όλα - η σ. Σοφρόνωφ από τη Βέροια, μιλώντας για την πείρα της Νάουσας. Αλλά έχουμε και άλλα παραδείγματα. Υπάρχουν τμήματα των Ελλήνων επιχειρηματιών, μετοχικών εταιριών, δεν είναι ατομικές επιχειρήσεις, και στο χρηματιστήριο ακόμα, που όχι μόνο δυσκολεύονται να πάρουν μέρος στον περιφερειακό ή και γενικότερα διεθνή ανταγωνισμό, αλλά έχουν μεγάλη δυσκολία από την πίεση που δέχονται από τα μονοπώλια μέσα στην Ελλάδα. Απειλούνται και με κλείσιμο. Και γι' αυτό θέλουν, ό,τι έχουν να το βγάλουν έξω μπας και μπορέσουν να επιβιώσουν. Γιατί μας ενδιαφέρει αυτό το πράγμα; Γιατί καταρχήν όλοι αυτοί οι αστοί επιχειρηματίες βεβαίως δεν πρόκειται να γίνουν σύμμαχοι της εργατικής τάξης εναντίον του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, δε λέω ότι ειπώθηκε κάτι τέτοιο μέσα στο Συνέδριο, να το ξεκαθαρίσουμε, λέγεται όμως για έναν άλλο λόγο. Γιατί αυτοί οι επιχειρηματίες δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν το εργατικό κίνημα για να πιέσουν το αστικό κράτος, για να πιέσουν για ειδικότερη βοήθεια και επιχορήγηση, για να διασωθούν σ' αυτό τον ανταγωνισμό. Να θυμίσω, ότι παλιότερα ο ιδιοκτήτης του «ΤΙΤΑΝΑ» Παπαλεξόπουλος που ήταν και πρόεδρος του ΣΕΒ, ούτε μία ούτε δύο φορές έσπρωξε τους εργαζόμενους και το Σωματείο στο χώρο του να γίνει απεργία για να διεκδικήσει μερίδιο έναντι του ανταγωνισμού που είχε από την ΑΓΕΤ! Επίσης στη «Σόφτεξ», και σε άλλες περιπτώσεις, Βαμβακουργία Βόλου παλιότερα, έχουμε εργοστασιακές κινητοποιήσεις που γίνονται με τα αιτήματα της εργοδοσίας: «Δώστε νέες επιδοτήσεις, δώστε νέα προνόμια για να επιβιώσουμε». Επομένως το ζήτημα όλων αυτών των αντιθέσεων δεν μπορεί να το βλέπουμε αντίθεση εδώ αντίθεση εκεί. Πρέπει να βλέπουμε το βασικό πυρήνα της αντίθεσης ως Κόμμα και να προφυλάσσουμε την εργατική τάξη από το να γίνεται διαιτητής στις αντιθέσεις και συνήγορος ενός τμήματος της εργοδοσίας.
Υπάρχουν και άλλες πλευρές που μας ενδιαφέρουν. Αυτές τις ημέρες, δεν ξέρω πόσο έγκυρα είναι όλα αυτά, αλλά υπάρχουν δημοσιεύσεις που λένε ότι οι συζητήσεις που γίνονται για την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου θα δημιουργήσουν αλυσιδωτές επιδράσεις. Αναφέρθηκε μάλιστα ότι επαναφέρονται συζητήσεις περί «Ομοσπονδίας Ελλάδας και FYROM». Πώς συμπεριφέρεται η αστική τάξη της Αλβανίας, δε μας ενδιαφέρει; Η αστική τάξη της Τουρκίας έχει ή δεν έχει ιστορικά διαμορφωμένες επιθετικές βλέψεις κατά της Ελλάδας; Εμάς δε μας ενδιαφέρει απλώς η αντίθεση των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με τις άλλες που είναι σε ενδιάμεση, εξαρτημένη θέση. Μας ενδιαφέρουν και οι περιφερειακές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί, είτε γίνονται με αυτοτελείς βλέψεις, είτε παράγονται πάνω στη βάση του ότι μια «μικρομεσαία» ας το πούμε - δεν είναι σωστός ο όρος - χώρα πηγαίνει στον έναν ανταγωνιστή, η άλλη με τον άλλο, και συγκρούονται μεταξύ τους.
Αρα λοιπόν, το να μελετάμε τις τάσεις που διαμορφώνονται στον ελληνικό καπιταλισμό, στην αστική τάξη της Ελλάδας, είναι απαραίτητο. Βεβαίως θα δεις πώς διαμορφώνονται σε πιο μακροπρόθεσμη βάση. Είναι γεγονός ότι δεν μπορείς κάθε 4 χρόνια να έχεις ολοκληρωμένη άποψη, μπορεί ορισμένες τάσεις να αποκρυσταλλωθούν στη δεκαετία. Με αυτή την έννοια, στις θέσεις της ΚΕ είχαμε καθαρό ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ολοκληρωμένες αναλύσεις ούτε για τις παγκόσμιες εξελίξεις ούτε για τις εσωτερικές. Θέλουμε να συγκεντρώσουμε το πρόβλημα στο κόμμα, αλλά από την άλλη μεριά είμαστε υποχρεωμένοι να εγγράψουμε κατά κάποιο τρόπο και τις τάσεις που υπάρχουν και να δώσουμε συνέχεια στις παραπέρα μελέτες.
Το Συνέδριο συζητά και θεωρητικά ζητήματα
Με αφορμή τη συζήτηση ορισμένων διαφορετικών απόψεων, με βάση τη θέση 9, μπήκαν ορισμένα ερωτήματα. Εν πάση περιπτώσει ήταν ανάγκη σ' αυτό το Συνέδριο, που έχει επίκεντρο το Κόμμα, να συζητήσουμε τόσο πολύ θεωρητικά, ζητήματα στρατηγικής, τακτικής, το επίπεδο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, τη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα κλπ., αφού έχουμε να λύσουμε ζητήματα του Κόμματος;
Σύντροφοι, δεν πάσχουμε από πληθωρισμό θεωρητικών συζητήσεων. Αντίθετα, πάσχουμε από έλλειψη θεωρητικών πολιτικών συζητήσεων μέσα στο Κόμμα. Και αυτές οι συζητήσεις δεν πρέπει βέβαια να εξαντλούνται στο Συνέδριο, αλλά αλίμονο αν στο Συνέδριο μαζί με συγκεκριμένα και πρακτικά ζητήματα δε γίνονται συζητήσεις και σε θεωρητικά ζητήματα. Πού θα λύνονται δηλαδή αυτά; Θα είναι υπόθεση ενός σεμιναρίου, μιας ημερίδας, μιας αρθρογραφίας μόνο; Σωστά τίθενται και θεωρητικά ζητήματα και μάλιστα πολλοί σύντροφοι από αυτό το βήμα έκαναν μια προσπάθεια να αναδείξουν θεωρητικά ζητήματα μέσα από την πείρα των εξελίξεων και του κινήματος. Δεν το έκαναν όλοι με πληρότητα και πετυχημένα, πάντως αυτή τη φορά αυτή η συζήτηση έγινε με έναν καλύτερο τρόπο. Και ακριβώς πρέπει να συζητάμε τα ζητήματα σε όλη τη διάρκεια της δράσης μας, χωρίς να σημαίνει ότι αμφισβητούμε αποφάσεις, ή να γίνουμε αγνωστικιστές όλα να τα συζητάμε από την αρχή. Κι αν θέλετε να φθάσουμε και στο σημείο να ανοίγουμε συζήτηση νέων θεμάτων, τα οποία μπορεί να τα προετοιμάσουμε να συζητηθούν στο επόμενο Συνέδριο ή στο μεθεπόμενο. Τα νέα ζητήματα δεν μπορεί να ανακύπτουν ξαφνικά μέσα στο Κόμμα στην προσυνεδριακή περίοδο. Είναι μικρό το διάστημα για να εξακριβώνεται, για να γίνεται μια διεξοδική συζήτηση και μάλιστα, να μην το κρύψουμε, στην προσυνεδριακή περίοδο δεν υπάρχει πάντα και ο χρόνος και η αναγκαία νηφαλιότητα για να διεξάγονται αυτές οι συζητήσεις.
Σχετικά με την κριτική
Αλλά να μην ξεχάσουμε και κάτι άλλο που το θίγουμε στις Θέσεις, δυστυχώς όμως δεν το επαναλάβαμε στην εισήγηση. Δεν υστερούμε μόνο σε θεωρητικά ζητήματα του ιμπεριαλισμού, του σοσιαλισμού κλπ. Το Κόμμα μας έχει μια μακροχρόνια καθυστέρηση, που οξύνθηκε ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια, στη μελέτη των ίδιων των θεωρητικών ζητημάτων που συνδέονται με την ανάπτυξη του Κόμματος. Δε σημαίνει ότι επειδή έχουμε το Μαρξισμό - Λενινισμό, το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, ότι είναι λυμένα πώς λειτουργεί το Κόμμα, πώς αναπτύσσεται το Κόμμα, πώς αναπτύσσει τους δεσμούς του με τις μάζες, πώς αναδεικνύονται, πώς εξελίσσονται τα στελέχη. Και αυτά τα ζητήματα δεν είναι μόνο πρακτικά, είναι και θεωρητικά, είναι το μεγάλο κενό μας μέσα στη θετική προσπάθεια που κάναμε αυτά τα χρόνια για τα θεωρητικά ζητήματα. Και από εδώ κι εμπρός πρέπει να αυξηθεί η συλλογική προσπάθεια και η συμβολή των στελεχών σε ζητήματα θεωρητικά της λειτουργίας του Κόμματος, που θα έχουν βεβαίως πρακτικό χαρακτήρα και όχι ακαδημαϊκό.
Οταν πρόκειται, σύντροφοι, να συζητάμε διαφορετικές απόψεις, πρέπει να είμαστε - με συγχωρείτε για την έκφραση που θα χρησιμοποιήσω - δογματικά προσηλωμένοι στην επεξεργασία των επιχειρημάτων, είτε είναι θεωρητικά και όχι με επιλεκτικά τσιτάτα, σε σύνδεση με τις εξελίξεις και την πείρα του κινήματος. Και όχι βεβαίως μια συζήτηση, που, ανεξάρτητα από προθέσεις, δημιουργεί ένα κλίμα. Ιδιαίτερα, όταν μιλάμε σε μέλη του Κόμματος που δεν έχουν τις ίδιες εμπειρίες, να δημιουργείται ένα κλίμα όπου προτάσσεται η στοίχιση σε πρόσωπα και όχι ο προβληματισμός στην άποψη, γιατί σε ένα πρόσωπο μπορεί να έχουμε εμπιστοσύνη, να έχει κύρος κλπ.
Αναμφισβήτητα χρειάζεται να γίνεται ανοιχτή συζήτηση, επιχειρηματολογημένη, είτε να υποστηρίζονται απόψεις είτε και να απορρίπτονται. Αν θέλετε, μπορούμε να συζητάμε μια άποψη, τι ενδεχομένως μπορεί αντικειμενικά να επιφέρει στη στρατηγική του Κόμματος. Ταυτόχρονα, όμως, μπορούμε να αποφεύγουμε να ανάγεται σε συζήτηση προθέσεων. Είναι ένας και τραυματικός τρόπος συζήτησης και αντιεπιστημονικός. Αλλά όμως, σύντροφοι, να το πούμε καθαρά. Ασκήθηκε κριτική για το πώς το άλφα ή το βήτα στέλεχος εκθέτει τις διαφορετικές απόψεις. Ηταν όμως και επιλεκτική η κριτική. Πρέπει να βλέπουμε και με τα δυο μάτια, να ακούμε και με τα δυο αυτιά, όχι όπως θέλουμε. Π.χ., ορισμένοι σύντροφοι που αισθάνθηκαν ότι προσβλήθηκαν με τον τρόπο που άλλοι σύντροφοι μίλησαν για τις απόψεις ή για τα πρόσωπά τους, αντί να σταθούν με επίδειξη νηφαλιότητας, χρησιμοποίησαν αυτό που λέμε λογική «οδόντα αντί οδόντος». Πώς εξηγείται π.χ. η τοποθέτηση, καλά εσύ τι έκανες πριν 15 χρόνια; Τι θα πει αυτό; Για σταθείτε, σύντροφοι, έχουν δικαίωμα οι ΚΝίτες να κάνουν κριτική στα στελέχη του Κόμματος και επώνυμα; Τι θα τους πούμε; Εσείς δεν μπορείτε να μας κάνετε κριτική γιατί δεν πήγατε στη Μακρόνησο, στα Γιούρα, δεν είσαστε στο ΔΣΕ, δεν είσαστε στο ΕΑΜ και στην ΕΠΟΝ, δεν περάσατε από τον Διόνυσο στη δικτατορία; Βεβαίως, πρέπει να υπάρχει σεβασμός στην Ιστορία του Κόμματος, στην προσφορά των στελεχών και σε περίοδο που οι νεότεροι δεν έχουνε δοκιμαστεί όπως οι παλαιότεροι, αλλά αυτό δεν αναιρεί, σύντροφοι, το δικαίωμα της κριτικής. Και καμιά φορά ένας νεότερος μπορεί να μας κάνει πολύ σκληρή κριτική. Και καλό είναι, αντί να του κάνουμε υποδείξεις για τον τρόπο που μας κάνει, να τον διαπαιδαγωγήσουμε να μάθει να κάνει σωστά την κριτική.
Πώς να δουλεύουμε μέσα στο λαό
Η ΚΕ εκτιμά ότι δε φτάνει να λέμε ότι πρέπει να δουλεύουμε με τη στρατηγική μας. Είναι μια δύσκολη υπόθεση, πολύ σωστά τέθηκε από αυτό το βήμα και από άλλους συντρόφους. Εδώ θα γίνονται και λάθη και μάλιστα το θέμα είναι να γίνονται λάθη που θα διορθώνονται, να μη γενικεύονται. Είναι ένα θέμα που συνεχώς πρέπει να το ελέγχουμε, γιατί δεν είμαστε σε παρθένο έδαφος. Μια πλευρά να θίξουμε. Ζούμε, δουλεύουμε και αναπτυσσόμαστε κάτω από την πίεση του αντίπαλου, του ταξικού και του πολιτικού αντίπαλου. Ως Κόμμα όλοι μας είμαστε δυνατοί σήμερα την άμεση πίεση του αντίπαλου να την αντιμετωπίσουμε. Αλλά η μεγάλη πίεση που ασκείται πάνω μας είναι μέσω της στάθμισης της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Τι αντιμετωπίζουμε καθημερινά: «Θέλουμε λύσεις εδώ και τώρα, χωρίς σύγκρουση»! Αυτό σε ένα βαθμό εκφράζει σήμερα το επίπεδο συνείδησης του λαού. Δε μας πιέζει αυτό; Μας πιέζει. Κι εδώ είναι ένα σύνθετο ζήτημα, πώς θα πάρουμε υπόψη το επίπεδο της πολιτικής συνείδησης, της οργάνωσης, της πολιτικής πείρας του λαού, πώς δε θα υποκλιθούμε σ' αυτό, αλλά και πώς δε θα αποκοπούμε. Γενικά πράγματα λέμε απ' αυτό το βήμα, αλλά πρέπει κι αυτά τα γενικά να τα έχουμε υπόψη και είναι θέμα μιας βασανιστικής συλλογικής κι επίμονης δουλιάς.
Εχουμε, σύντροφοι, το βαρίδι της επίδρασης της απογοήτευσης, ύστερα από τη νίκη της αντεπανάστασης στις σοσιαλιστικές χώρες. Απλή περιοδεία κάνουμε σε ένα εργοστάσιο κι άλλοι ηθελημένα άλλοι καλοπροαίρετα μας λένε «δε γίνεται τίποτα, ούτε στο σοσιαλισμό δε λύθηκαν τα ζητήματα». Μπορούμε αυτά τα πράγματα να μην τα παίρνουμε υπόψη; Και να πούμε ότι απλά είναι ένα ζήτημα οργανωτικής πολιτικής; Δεν είναι έτσι. ΄Η να πούμε «έχουμε θέσεις, έχουμε ιδεολογία, πάμε καλά»...
Δε λύνεται έτσι το ζήτημα. Ας πούμε κι ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα. Πραγματικά πρέπει να πάμε, ειπώθηκε, τη συνολική πολιτική μας στο λαό. Καλά τα λέμε, αλλά για να δούμε στην πράξη, πώς το καταλαβαίνει ο καθένας; Αν έχουμε π.χ. ευκαιριακές και χαλαρές σχέσεις με ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης και το λαό, αν περιοριζόμαστε να κάνουμε πολιτική δουλιά, συσκέψεις, ατομική συζήτηση σε μεγάλα γεγονότα και εκλογικές αναμετρήσεις, τότε μπορεί να συμβαίνει το εξής τραγελαφικό γεγονός: Πάμε έξω από ένα εργοστάσιο όπου έχουμε πέντε λεπτά χρόνο και να αρχίζουμε: «Το ΚΚΕ παλεύει, δεν μπορεί να λυθούν τα προβλήματα του κόσμου σήμερα, το ΚΚΕ παλεύει για το μέτωπο, τη λαϊκή εξουσία, τη λαϊκή οικονομία, όπου η λαϊκή εξουσία δεν είναι ενδιάμεση εξουσία, είναι η σοσιαλιστική εξουσία, όπου εμείς θα χτίσουμε το μέτωπο μαζί με τους συμμάχους, αλλά θα έχουμε διαφορές, θα εκθέτουμε και τις διαφορές μας. Μπορεί το μέτωπο στην πορεία ακόμα και να διασπαστεί, άλλοι να φύγουν, άλλοι να έρθουν, μπορεί να φύγουμε κι εμείς από το μέτωπο όπως κάναμε με το Συνασπισμό, όπου αν το μέτωπο πάρει την κυβέρνηση, που αυτή η κυβέρνηση μπορεί να τα κάνει θάλασσα»!!...
Αν πάμε και λέμε αυτά, τότε λέμε μια καθαρά εκχυδαϊσμένη εκδοχή της πολιτικής του Κόμματος.
Βεβαίως, πρέπει να τα πούμε όλα, από το πρόβλημα του νερού, της στέγης, της ανεργίας μέχρι και την επανάσταση, μέχρι και γιατί ανατράπηκε ο σοσιαλισμός. Αλλά αυτό σημαίνει σταθερή και συνεχή δουλιά, πολυμορφία, σχεδιασμό. Διαδοχικά θα κερδίσεις τη συνείδηση των ανθρώπων, αρκεί να μη δίνεις εσύ διαδοχικά και αποσπασματικά την πολιτική σου πρόταση. Μπορεί, και υπάρχουν δυνατότητες, ακόμα και με ένα σοκάρισμα, αν είσαι καλός προπαγανδιστής, να προβληματίσεις, λέγοντας ότι χρειάζεται επανάσταση, να ανοίξεις τη συζήτηση και να πας και στο πρόβλημα που απασχολεί τον κόσμο. Μην μπερδεύουμε την τεχνική με μια απλουστευτική αντίληψη ότι μπορούμε, έτσι όπως είναι σήμερα η δουλιά του Κόμματος, να δίνουμε πολύ εύκολα τη συνολική μας πολιτική χωρίς να μπερδεύουμε τον κόσμο και να μπερδευόμαστε κι εμείς. Σίγουρα εκεί που είμαστε, μπροστά στα προβλήματα, εκεί που αναπτύσσουμε δεσμούς με τον κόσμο, υπάρχουν λιγότερες προκαταλήψεις και τουλάχιστον ανοίγει τ' αυτί του να μας ακούσει. Αν δεν είσαι σταθερά δίπλα στον κόσμο, δεν έχει κανέναν ιδιαίτερο λόγο να στρέψει την προσοχή του σε θέματα πολύ σύνθετα, και μάλιστα σε αυτά που έχουν σχέση με τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Σύντροφοι, το πλαίσιο του Γενάρη του 2003, των στόχων πάλης, το συνεκτικό, είναι ο κρίκος στην καθημερινή μας δουλιά και δράση. Ολα χωράνε μέσα σ' αυτό, βεβαίως με σωστά ιεραρχημένο και προγραμματισμένο τρόπο δουλιάς. Θέλει εμπλουτισμό και επεξεργασία αυτό το πλαίσιο. Για τα μικρομεσαία στρώματα είμαστε αδύνατοι, αν θέλετε και για μια συνολική άποψη, για το τι εννοούμε διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας, γενικότερα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Θέλει ακόμα να αποκτήσουμε και ικανότητα πρόγνωσης των γεγονότων. Να προβλέψουμε και πράγματα τα οποία θα έρθουν. Θέλει αρκετά. Αλλά αυτό είναι κρίκος, κάτι περισσότερο, τα λέμε στην εισήγηση και θα τα δουλέψουμε πιο πρακτικά μετά το Συνέδριο.
Να αξιοποιήσουμε τα φαινόμενα κρίσης του καπιταλισμού
Κάνα-δυο φορές απ' αυτό το βήμα ακούστηκε ο όρος αδύνατος κρίκος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Εμείς υποστηρίζουμε την άποψη του αδύνατου κρίκου και μάλιστα και τη δυνατότητα να περάσει μια χώρα στο σοσιαλισμό, χωρίς να υποτιμούμε τον αναβαθμισμένο ρόλο του διεθνούς συσχετισμού και του διεθνούς παράγοντα. Και μάλιστα πρέπει να παρακολουθούμε τις εξελίξεις και πρέπει να μελετάμε τα ζητήματα, του πώς μπορεί να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός σε μια χώρα που βρίσκεται σε περικύκλωση και γι' αυτό έχει σημασία και με άλλα Κομμουνιστικά Κόμματα να συζητάμε, δεν είναι μόνο δικό μας θέμα.
Λέμε ότι έρχεται οικονομική κρίση στην Ελλάδα ή ενδεχομένως να έχουμε απρόβλεπτες συνέπειες στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στην Ελλάδα. Δε σημαίνει ότι προβλέπουμε τα επόμενα χρόνια να είναι η Ελλάδα ο αδύνατος κρίκος και να περάσουμε σε επαναστατική κατάσταση. Θα γίνει κι αυτό αλλά δεν είναι ένα ζήτημα που έχουμε δικαίωμα να το προβλέψουμε άμεσα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι πρέπει να ετοιμαζόμαστε για μια τέτοια εξέλιξη, που ενδεχομένως να φέρει και ορισμένα κρισιακά φαινόμενα στο πολιτικό σύστημα, να καταφέρουμε να βοηθήσουμε στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, στις συμμαχίες, στην ωρίμανση και ισχυροποίηση του Κόμματος. Σχέδια επί χάρτου δε γίνονται, αλλά αυτή η κατεύθυνση πρέπει να υπάρχει. Και ταυτόχρονα πρέπει να αντιπαλεύουμε και πολιτικά λαθεμένες αντιλήψεις, που λένε ότι τελείωσε η πάλη στο εθνικό πεδίο, ο ιμπεριαλισμός ή θα ανατραπεί παγκόσμια ή πουθενά, δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Για τις συμμαχίες και το συνδικαλιστικό κίνημα
Το θέμα των κοινωνικών συμμαχιών. Εγινε αρκετή συζήτηση και είναι ίσως η πρώτη φορά που σώμα του Κόμματος συγκεντρώνει την προσοχή του στο θέμα αυτό. Ξαναθυμίζουμε: Δράση για την ενότητα της εργατικής τάξης και πολιτική συμμαχιών, αυτά πάνε μαζί. Τι πρέπει, σύντροφοι, να προσέξουμε: Οι κοινωνικές συμμαχίες είναι η δύναμη του Μετώπου και όπως λέμε στο 15ο Συνέδριο είναι η αφετηριακή πορεία του Μετώπου από τη στιγμή που σήμερα δεν υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για μια γενική πολιτική συμφωνία. Δε σημαίνει το ότι σήμερα δίνουμε ιδιαίτερο βάρος στις κοινωνικές συμμαχίες, ότι υποκαθιστούμε τον κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό-μέτωπο με τον κοινωνικό συνασπισμό. Αυτό να το προσέξουμε. Δε λέμε ότι ειπώθηκαν τέτοιες σκέψεις ούτε ότι υπάρχουν τέτοιες αντιλήψεις. Θεωρούμε ότι μέσα από τις επιμέρους συσπειρώσεις, που πρέπει να τις στηρίξουμε, να τις διευρύνουμε, να διαμορφώσουμε νέες, μέσα από την κοινωνική συμμαχία, τα ρυάκια πολλαπλασιάζονται, γίνονται πιο ισχυρά, όχι απλώς να χτιστεί το μέτωπο, αλλά να υπάρξουν απεγκλωβισμοί, ακόμα και να εμφανιστούν κινήσεις, μορφές πολιτικών σχηματισμών που μπορεί να είναι και σε ριζοσπαστική κατεύθυνση και θα θέλαμε να είναι έτσι. Δεν εξαρτάται από μας. Ωστε πραγματικά να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μιας γενικευμένης πανελλαδικής πολιτικής συμφωνίας που συνενώνει και κινήματα και κοινωνικές συμμαχίες και πολιτικές δυνάμεις ακόμα και προσωπικότητες. Μάλιστα, ένας σύντροφος έκανε γραπτή ερώτηση στην εισήγηση για το τι είναι ο όρος ριζοσπαστικές δυνάμεις που χρησιμοποιούμε, αφού δεν υπάρχουν στο πολιτικό επίπεδο τέτοια κόμματα. Κατ' αρχάς πρέπει να προσέχουμε να μη βάζουμε «σινικά τείχη» ανάμεσα στο πολιτικό και στο κοινωνικό. Δεν υπάρχουν τέτοιες δυνάμεις σήμερα. Ομως, δυνάμεις ριζοσπαστικοποιημένες, σύμμαχες, υπάρχουν μέσα στο κίνημα. Πώς θα τις πούμε; Ριζοσπαστικές δυνάμεις. Δεν ταυτίζονται με τις κομμουνιστικές. Τα θέτουμε αυτά στην εισήγηση και με όρους δυναμικής. Δεν καταγράφουμε στην εισήγηση, ακριβώς προσδοκούμε και με τη δική μας δράση και τις πρωτοβουλίες μπορεί να βοηθήσουμε και στην εμφάνιση ριζοσπαστικών δυνάμεων. Δε θα τις φτιάξουμε εμείς. Θα γίνουν μέσα σ' αυτό το έδαφος.
Γι' αυτό παίζουν ρόλο οι πολιτικές πρωτοβουλίες του Κόμματος. Παίζουν σημαντικό ρόλο. Δεν αρκεί μόνο να ασχολείται κανείς με τα κοινωνικά προβλήματα. Ας δούμε δύο παραδείγματα: Θυμάστε, δώσαμε μάχη μη συμμετοχής στην ΟΚΕ, σ' αυτές τις εξωκοινοβουλευτικές επιτροπές που λένε «εθνικό συμβούλιο εξωτερικής πολιτικής» κλπ. Ε, δεν ήταν και κανένα θέμα αρχής. Ηταν όμως ουσιαστική πολιτική επιλογή του Κόμματος να δώσει μάχη για τους νέους θεσμούς ενσωμάτωσης και συναίνεσης που φτιάχνουν. Εχουμε τους κλασικούς, δεν είναι ανάγκη να ενισχύουμε και τους καινούριους. Χάσαμε απ' αυτή την ιστορία; Αν θέλετε, κι ένας κόσμος που έχει την τάση συμμετοχής στους αστικούς θεσμούς και μόνο, σαν κύριο πεδίο πάλης, προβληματίστηκε από τη στάση μας, γιατί ξέρει ότι παλεύουμε παντού, δεν αναχωρούμε από τα πεδία πάλης. Αλλά στις σημερινές συνθήκες χρειάζονται και κάποιες ενέργειες-σοκ.
Εγιναν προτάσεις και θέσεις ότι πρέπει να εξειδικεύσουμε τις προτάσεις της λαϊκής οικονομίας κατά κλάδο, κατά χώρο και κατά εργοστάσιο. Σύντροφοι, ας το προσέξουμε αυτό. Αναμφισβήτητα πρέπει να επεξεργαστούμε ζητήματα που έχουν σχέση με βασικές ιδέες, με το Μέτωπο, που ταυτόχρονα ανήκουν και στο δικό μας πρόγραμμα. Αλλά ως πού μπορεί να γίνει η εξειδίκευση; Βεβαίως, πρέπει να έχουμε στόχους πάλης, αιτήματα, να αναπροσαρμοζόμαστε αλλά για να δούμε. Δηλαδή, θα πείσουμε τον κόσμο αν του πούμε ότι το εργοστάσιο της ΦΡΟΖΑ θα λειτουργήσει έτσι στο πλαίσιο της λαϊκής οικονομίας, ή στο πλαίσιο του σοσιαλισμού; Είναι απλουστευτικό αυτό. Αυτό που πρέπει να βάλουμε στον κόσμο είναι το εξής: Πάλεψε να μην περάσουν ή να δυσκολέψουμε τις αναδιαρθρώσεις, να μην έχουμε ακόμα πιο αρνητικές εξελίξεις στην παραγωγική βάση της χώρας, τα μονοπώλια θέλουμε να χτυπήσουμε όχι την παραγωγική βάση της χώρας. Να μην υπάρχουν τέτοιες συνέπειες που, αν θέλετε, αυτό που λέμε ανοίγουμε το δρόμο της φιλολαϊκής ανάπτυξης να είναι μια εύκολη υπόθεση. Τέτοιες επεξεργασίες καθορίζονται κι από τη συγκεκριμένη κατάσταση, το συσχετισμό, του πώς θα είναι η Ελλάδα, τι θα έχει μείνει στην Ελλάδα μετά το πάρσιμο της εξουσίας. Μην απλουστεύουμε τα πράγματα, ότι θα έρθει ο κόσμος μαζί μας δίνοντας αναλυτικά προγράμματα. Δεν είναι αυτό που λείπει. Θέλει και στόχους πάλης, αλλά κυρίως όλα τα άλλα που ανεβάζουν την πολιτική συνείδηση.
Μια πλευρά που αφορά το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Η συγκρότηση του ΠΑΜΕ δεν είναι απλώς και μόνο να έχουμε ένα χώρο αντεπίθεσης και δράσης. Το ΠΑΜΕ βεβαίως πρέπει να γίνει ο πόλος συσπείρωσης, αλλά είναι κι ένας δρόμος που βοηθάει και πρέπει να βοηθήσει την αλλαγή συσχετισμού δύναμης, ιδιαίτερα στα πρωτοβάθμια σωματεία, σε κλάδους κλπ. Πρέπει να πούμε ότι δεν είναι η μάχη των αρχαιρεσιών. Η μάχη για την αλλαγή των συσχετισμών δε γίνεται με τον ίδιο τρόπο που γινόταν στις προηγούμενες δεκαετίες. Ειπώθηκε εδώ ότι έχουμε απομαζικοποίηση και πρέπει να δουλέψουμε για τη μαζικοποίηση των σωματείων, έχουμε μηχανισμούς εξαγοράς και διαφθοράς, έχουμε νοθείες, δημιουργούνται καινούρια σωματεία, ξεπετάγεται το ένα και το άλλο μέσα σε μια νύχτα, αλλά τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Εχουμε στασιμότητα και υποχώρηση. Δε θα σας κουράσω με τα αναλυτικά στοιχεία. Υπάρχουν στο φάκελο. Τι έχουμε: Στη δεκαετία 1994-2005 αρχές, έχουμε ανοδική πορεία, βελτίωση θέσης. Βεβαίως στην τελευταία τετραετία οι ρυθμοί βελτίωσης των θέσεών μας στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι μικρότεροι απ' ό,τι το προηγούμενο διάστημα. Μ' αυτή την έννοια δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε ρυθμούς βελτίωσης τέτοιους, ώστε να φτάσουμε κάπου να έχουμε πλειοψηφία, γιατί κι ο αντίπαλος παίρνει τα μέτρα του αλλά και γιατί πρέπει αποφασιστικά να βελτιώσουμε τη δουλιά μας στην εργατική τάξη με τους όρους που έχουμε πει.
Για την Ιστορία του Κόμματος και τη νεολαία
Ενα άλλο θέμα που τέθηκε εδώ, αλλά κυρίως στον προσυνεδριακό διάλογο σχετικά με την Ιστορία του Κόμματος. Κατ' αρχήν, σύντροφοι, το ξαναγράψιμο του 2ου τόμου της Ιστορίας του Κόμματος δεν είναι απόφαση της ΚΕ μετά το '91. Εμείς την πήραμε από προηγούμενες αποφάσεις του Κόμματος, τον εαυτό μας τον είδαμε στη συνέχεια και καλά κάναμε. Δεν ξεκινά το Κόμμα νέα ζωή μετά το '91 και ακριβώς είχε κριθεί ανεπαρκής η προσπάθεια που είχε γίνει. Καθυστερήσαμε λόγω κρίσης και όλων των γνωστών γεγονότων. Η συγγραφή της Ιστορίας του Κόμματος με τη μορφή δοκιμίου κι όχι της τελευταίας λέξης, είναι μια υπόθεση μεγάλης σημασίας για την άνοδο της πείρας του Κόμματος και έχει και διαπαιδαγωγητική αξία, μεγάλη. Και θα μας διαπαιδαγωγήσει όλους πολύ καλύτερα. Πρέπει να φυλαχτούμε, σύντροφοι, από το να αρχίσουμε να συζητάμε τις θέσεις για την Ιστορία του Κόμματος πριν δημοσιοποιηθούν. Ακόμα είναι στα πλαίσια του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ, θα συζητηθούν στη νέα ΚΕ και μία και δύο και τρεις φορές, θα συζητηθούν και σε όλο το Κόμμα, θα ακούσουμε και γνώμες άλλων συντρόφων. Δεν υπάρχουν προκαθορισμένα κουτάκια. Τι υπάρχει. Τα ντοκουμέντα του Κόμματος, μέχρι σχολαστικισμού. Και πρέπει να σας πω ότι η Ιστορία του Κόμματος, όπως έχει γραφτεί ως τα τώρα, είναι κατά τα 2/3 ντοκουμέντα και 1/3 εκτιμήσεις. Ακριβώς διότι ο εμπλουτισμός της πείρας μας πρέπει να γίνει στη βάση πραγματικών στοιχείων και όχι προσωπικών γνωμών, που στο κάτω κάτω είναι έξω από τη γνώση ζητημάτων. Θα μας βοηθήσει σε πολλά πράγματα στρατηγικής, τακτικής, λειτουργίας του Κόμματος. Σε καμία περίπτωση δε γράφουμε την Ιστορία για να μυθοποιήσουμε πρόσωπα ή για να ρίξουμε από βάθρα πρόσωπα, ούτε περιοδολογούμε την Ιστορία του Κόμματος με βάση ποιος ήταν ή δεν ήταν γραμματέας. Η Ιστορία δε συγγράφεται την ώρα που συντελείται. Εμείς γράφουμε σήμερα ένα μέρος της Ιστορίας του Κόμματος με όλες τις αδυναμίες και τα θετικά μας. Για σκεφτείτε, ύστερα από 50 χρόνια, μια ΚΕ μπορεί και πρέπει να γυρίσει πίσω και τότε μπορεί να βρει λάθη και αδυναμίες, που εμείς δεν τις βλέπουμε σήμερα. Υπάρχει η εκ των υστέρων πείρα. Μήπως θα αφήσουμε καμιά διαθήκη ότι απαγορεύεται να αλλάξετε αυτά που λέμε εμείς σήμερα; Μήπως άφησαν οι παλιότεροι σύντροφοι τέτοια διαθήκη; Πρέπει να σας πω ότι στελέχη του Κόμματος προηγούμενων περιόδων ήταν αυτά που πρωτοστάτησαν και πρότειναν να ξαναμελετηθεί βαθύτερα η Ιστορία του Κόμματος. Ας μην αρχίσουμε την επίσημη συζήτηση, συζητώντας τι πιθανόν θα έχει το δοκίμιο. Αν θέλετε, μπορεί και να απορριφθεί στην ΚΕ και να το ξανασυζητήσουμε.
Με πολλή κομματική ευγένεια τα στελέχη του Κόμματος που δουλεύουν στην ΚΝΕ μίλησαν με τη γλώσσα της πραγματικότητας, με κομματικότητα. Μας τα είπαν σύντροφοι και η βοήθειά μας είναι κάτω από τις ανάγκες τους, αλλά και γενικότερα η παρέμβαση του Κόμματος στα προβλήματα της νεολαίας δεν είναι επαρκής. Το διαπιστώνουμε κι εμείς, να το βάλουμε ακόμα πιο βαθιά στην καρδιά μας, από τις παρατηρήσεις που έκαναν τα στελέχη της ΚΝΕ. Η Συνδιάσκεψη έχει το στόχο να γίνει γρήγορα, δεν είχαμε δικαίωμα να προκαθορίσουμε τις ημερομηνίες, θα υπάρξει νέα ΚΕ, αλλά οπωσδήποτε πρέπει να γίνει και πριν το Συνέδριο της ΚΝΕ ώστε να μην υπάρχει κενό. Περιμένουμε τη Συνδιάσκεψη του Κόμματος για να δούμε πριν από όλα το Κόμμα τι πρέπει να κάνει για τη νεολαία.
Να δουλεύουμε σωστά στην καθημερινότητα, αλλά να μη χάνουμε τον τελικό μας σκοπό
Η βελτίωση, σύντροφοι, που συζητάμε, η αποφασιστική υπερνίκηση των αδυναμιών μας, έχει κι έναν άλλο στόχο, την αποφασιστική βελτίωση της προσφοράς μας στο διεθνές κίνημα, στη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων, στο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, ο διεθνισμός είναι στο πετσί του Κόμματος. Είναι μια κληρονομιά, που έχουμε από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του Κόμματος και δεν την αποβάλαμε, ούτε και θα την αποβάλουμε και ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι, αποτελεσματικότεροι και αποφασιστικότεροι. Δε θα σταθώ αναλυτικά, θα υπάρχει άλλωστε ειδική απόφαση του Συνεδρίου που αφορά προτάσεις του ΚΚΕ και δραστηριότητές του για το κομμουνιστικό, για το διεθνές αντιιμπεριαλιστικό κίνημα.
Αν θα μπορούσε, σύντροφοι, κανείς να συμπυκνώσει με πιο απλά ίσως και απλοϊκά λόγια τη στρατηγική του Κόμματος, ίσως θα μπορούσε να πει: Να ζούμε την καθημερινότητα και να δουλεύουμε σωστά στην καθημερινότητα, αλλά να μη χάνουμε τον τελικό μας σκοπό. Αυτή η επαναστατική καρτερία που θέτουμε στο τέλος της εισήγησης, δεν αφορά το ζήτημα να είμαστε επαναστατικά καρτερικοί στις αδυναμίες και τις ελλείψεις μας. Το αντίθετο. Η επαναστατική καρτερία αφορά στην κατάσταση του λαϊκού κινήματος, αφού δεν εξαρτάται μόνο από μας. Αφορά την υπομονή που πρέπει να δείχνουμε, όταν γίνονται αγώνες, αλλά δεν έχουν άμεσα αποτελέσματα, αλλά πρέπει να είμαστε εντελώς απαιτητικοί και μη καρτερικοί στις δικές μας αδυναμίες. Ο καπιταλισμός και η τάση είναι όσο αναπτύσσεται να δίνει στο λαό, όλο και λιγότερο, μέσα για να ζει σύμφωνα με τις λιγότερες ανάγκες. Ταυτόχρονα, του μοιράζει όλα εκείνα τα μέσα και τους μηχανισμούς της φθοράς και της διαφθοράς, αλλά και ο ίδιος ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό και τελευταίο εκμεταλλευτικό σύστημα, που παρέχει στην εργατική τάξη όλα εκείνα τα εφόδια για να κάνει τη δική της αντεπίθεση, να τον ανατρέψει. Κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και γι' αυτό αξίζει να σκεφτόμαστε ότι ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός είναι το κατώφλι και το πρόθυρο στο σοσιαλισμό, όχι βέβαια με υποκειμενικούς αποκλειστικά και μόνο όρους.
Αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες, πέρα από άλλες και βασικές αδυναμίες που προσωπικά έχω, αποτυπώνονται και στην εισήγηση, διαθέτω και μια άλλη: Δεν είμαι πάντα σε θέση με λόγια να αποτυπώσω όλα αυτά που αισθανόμαστε μέσα μας, αυτό που υπάρχει σε όλους μας και το νιώθουμε, π.χ. το συναίσθημα υψηλής ευθύνης, το συναίσθημα του επαναστατικού ενθουσιασμού και του υγιούς ρεαλιστικού επαναστατικού ρομαντισμού. Δυσκολεύομαι να το εκφράσω με λόγια στο κλείσιμο, γι' αυτό και θα δανειστώ ένα στίχο του αγαπημένου μας Ναζίμ Χικμέτ:
«Κι αν ακόμα οι θυσίες μας είναι βαριές, νικητές θα βγούμε».