Αγαπητοί φίλοι και φίλες

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

 


Καλώς ήρθατε σε αυτή τη μεγάλη συναυλία. Καλώς ανταμώσαμε απόψε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, για να τιμήσουμε έναν από τους μεγάλους αυτής της χώρας και όχι μόνο.

Θα είναι σε όλους και όλες σας - πιστεύω - γνωστό ότι ο Σταύρος Ξαρχάκος ανήκει μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζηδάκι στους μεγάλους της ελληνικής μουσικής που, ο καθένας μέσα από τον δικό του δρόμο, πραγματοποίησαν το άλμα της στην αποκαλούμενη «έντεχνη λαϊκή μουσική».

Είναι δύσκολο λοιπόν, τα λόγια μας να είναι αντάξια του μεγέθους του ως συνθέτη, αλλά και ως του μεγαλύτερου ενορχηστρωτή αυτής της χώρας.

Το θέμα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο, αν πάρουμε υπόψη μας ότι στον Σταύρο Ξαρχάκο δεν αρέσουν τα εγκώμια και οι μεγαλοστομίες. «Δικαίωμα στην έπαρση έχει μόνο η σημαία», δηλώνει.

Δύσκολο λοιπόν, και το να κρατήσει κανείς μια ισορροπία στους επαίνους, τέτοια που να μη θίγει το αίσθημα του ακριβοδίκαιου, που τόσο έντονα διαπερνά την προσωπικότητά του.

Ελάχιστες φορές και πολύ λακωνικά έχει μιλήσει για τον εαυτό του και τις σκέψεις του. Προτιμά η τέχνη του να μιλήσει γι΄ αυτά.

Έτσι κι εμείς σήμερα θα προσπαθήσουμε να μιλήσουμε γι’ αυτόν, προπαντός μέσα από το έργο του.

Στις σπάνιες αναφορές του σ΄ αυτό ο Ξαρχάκος υποστηρίζει πως δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να υπηρετεί τον λόγο. Θα συμφωνήσουμε σε ένα βαθμό μαζί του. Πράγματι η δημιουργία του είναι το ίδιο σπουδαία, όσο σπουδαίες είναι και οι ποιητικές, κινηματογραφικές, θεατρικές δημιουργίες, που με το αλάνθαστο αισθητικό του κριτήριο έχει επιλέξει να εκφράσει μουσικά.

Όμως αυτό δεν είναι όλη η αλήθεια. Ο Ξαρχάκος δεν υπηρετεί απλά την τέχνη των συνεργατών του. Είναι συνδημιουργός της. Τα εμβληματικά κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα που συμμετείχε είναι αδιαχώριστα από τη μουσική του. Τα έργα αυτά δεν θα ήταν ποτέ ίδια χωρίς τη σεμνή υπογραφή του.

Ποιος για παράδειγμα θα μπορούσε να διανοηθεί την ταινία «Ταξίδι» του Ντίνου Δημόπουλου χωρίς τη «Βαρκαρόλα», την πρώτη μουσική δουλειά του Ξαρχάκου σε ηλικία μόλις 23 χρονών; Την ταινία «Λόλα» του ίδιου σκηνοθέτη, χωρίς το «Χάθηκε το φεγγάρι»; Τον «Φθινοπωρινό δρόμο» ή τον καθηλωτικό «Χορό του Σάκαινα»;

Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τα «Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Γεωργιάδη χωρίς την “Άπονη ζωή'' ή το ''Στα χέρια σου μεγάλωσαν''; Να σκεφτεί το «Κορίτσια στον Ήλιο» σε σκηνοθεσία επίσης του Γεωργιάδη χωρίς την «Άναμπελ»; Ή το ανεπανάληπτο και πολυβραβευμένο «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη χωρίς τη μουσική του Ξαρχάκου;

Το ίδιο και στο θέατρο. Από την ιστορική παράσταση του Κώστα Καζάκου και της Τζένης Καρέζη «Το μεγάλο μας τσίρκο» σε κείμενο Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αλήθεια πώς θα μπορούσε να περισωθεί ακέραιος ο παλμός της;

Ο παλμός της μεγάλης αυτής στιγμής του αντιδικτατορικού αγώνα, όπου η «γη χτυπούσε με 80 σφυγμούς», αν δεν υπήρχε η αθάνατη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου με τη φωνή του αξέχαστου Ξυλούρη και όλου του θιάσου;

Μα και στο πεδίο της ποίησης. Μήπως η συγκλονιστική σε τραγικότητα, δωρική, μελοποίησή του στον «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας», με αφηγητή τον Μάνο Κατράκη δεν αποτελεί μια αναγέννηση του αριστουργηματικού αυτού έργου του Λόρκα;

Το επίτευγμά του αυτό εντυπωσίασε μάλιστα και τον Νταλί και προκάλεσε τον θαυμασμό του Αντρέ Μαλρό για την ικανότητα ενός Έλληνα συνθέτη να συγκινεί έναν καθαρόαιμο Ισπανό, όπως ο Νταλί, με έργο Ισπανικής προέλευσης.

Η αλήθεια είναι πως η αίσθηση της αναδημιουργίας που γεννά αυτό το έργο του Ξαρχάκου δεν στέκεται στον αέρα.

Έχει τη βάση της στο ότι, στα χέρια του, το ποίημα τού Λόρκα απόκτησε ευρύτερη διάσταση. Μια αναλογία ανάμεσα στο δράμα της ηρωικής μορφής που σκοτώνεται από τον «μαύρο ταύρο του πόνου», με το δράμα του ελληνικού λαού κάτω από την μπότα των συνταγματαρχών της Απριλιανής δικτατορίας, που ευαισθητοποιούσε και αναστάτωνε τον νεαρό Ξαρχάκο, ο οποίος την περίοδο εκείνη βρισκόταν στο Παρίσι.

«Θέλει αρετή και τόλμη η μουσική», έχει πει ο Σταύρος Ξαρχάκος. Πραγματικά θέλει ταπεινοφροσύνη, σεμνότητα, σεβαστικότητα, όταν «ακουμπάς» τη μουσική μας κληρονομιά (ρεμπέτικη, επτανησιακή, δημοτική, βυζαντινή).

Χρειάζονται όμως και μεγάλα αποθέματα τόλμης όταν προσπαθείς να την αναμορφώσεις και να την εξελίξεις, να αναδείξεις τη δυναμική της. Πολύ περισσότερο όταν τη συνδυάζεις με την δυτικότροπη κλασσική μουσική ή τη σύγχρονη, όπως κάνει στο έργο του ο Ξαρχάκος.

Χαρακτηριστικό δείγμα για το μέγεθος της αξίας που αποδίδει στο ρεμπέτικο και γενικότερα στη λαϊκή μουσική μας παράδοση αλλά και για τον τολμηρό, ατίθασο, πρωτοποριακό τρόπο που καταπιάνεται μαζί της, είναι το έργο του «Τσιτσάνη διάλογοι» (με τον υπότιτλο «Μυστικές συναντήσεις του νεαρού από τα Τρίκαλα»). Ένα έργο όπου η μουσική του Τσιτσάνη, συνδιαλέγεται με τη δημοτική και τη βυζαντινή μουσική, τον Χατζηδάκη, τον Παπαϊωάννου. Προπαντός όμως, με το έργο των κορυφών της κλασσικής μουσικής, όπως ο Μπετόβεν, ο Ντβόρακ, ο Σοπέν, ο Μάλερ, ο Μότσαρτ και άλλοι.

Πιο σωστά θα λέγαμε πως πρόκειται για ένα έργο όπου ο Ξαρχάκος, με τρόπο αξεπέραστο, μεταμοσχεύει την λόγια μουσική στη ρεμπέτικη – λαϊκή, τοποθετώντας - όχι άδικα - και τις δύο στην ίδια στάθμη.

Άλλωστε όλη του η δημιουργία αποδείχνει ότι με την ίδια άνεση και φυσικότητα που αντιμετωπίζει τη λαϊκή μουσική, μπορεί να χειρίζεται την κλασσική και την σύγχρονη μουσική, αφού και τα τρία αυτά είδη συνυπάρχουν στο έργο του, συχνά μάλιστα συμπλέκονται.

Είναι δε, αξιοθαύμαστη και ίσως μοναδική στον Ξαρχάκο, η ανιδιοτέλεια με την οποία προσεγγίζει το αντικείμενό του. Προκειμένου να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο το περιεχόμενο και την ατμόσφαιρα του έργου που καλείται να αποδώσει μουσικά, χωρίς ίχνος ματαιοδοξίας, δε διστάζει να εγκαταλείψει το κατακτημένο προσωπικό του ύφος αξιοποιώντας, οποιοδήποτε μουσικό υλικό διαθέτει στην καλλιτεχνική φαρέτρα του, όπως για παράδειγμα το στοιχείο τής ποπ στο κινηματογραφικό έργο «Κορίτσια στον ήλιο».

Αξίζει ιδιαίτερα δε, να προσέξει κανείς το ορχηστρικό «Σκιές στην αγάπη» από τον ίδιο δίσκο, ένα χάρμα ενορχήστρωσης και αρμονικής σύνθεσης δύο διαφορετικών μελωδιών που συνηχούν, η μία για να εκφράσει τον έρωτα και η άλλη το αδιέξοδο που δημιουργείται.

Δεν είναι όμως μόνο η μεγάλη αγάπη του Ξαρχάκου για τη λαϊκή μουσική και η ουσιαστική γνώση του πάνω σ’ αυτή, που κάνουν το έργο του να μιλά τόσο βαθιά στη λαϊκή ψυχή.

Είναι και γιατί στη δημιουργία του βρίσκει απόλυτη έκφραση ο καημός της φτωχολογιάς, μέσα από ένα μοναδικό συνδυασμό της διάχυτης σε όλο το έργο του αγάπης και της πίκρας από τη βασανισμένη ζωή της. Όπως, για παράδειγμα, στο υπέροχο τραγούδι του «Καίγομαι-καίγομαι» από το Ρεμπέτικο:

«Όταν γεννιέται ο άνθρωπος

ένας καημός γεννιέται

όταν φουντώνει ο πόλεμος

το αίμα δε μετριέται».

Αυτός ο καημός στον Ξαρχάκο δεν γίνεται ποτέ μεμψίμοιρος, μια κλάψα του ταπεινωμένου. Είναι σαν ένας λυγμός που δεν βγαίνει. Όπως στα «μάτια βουρκωμένα». Μέσα σ’ αυτόν τον λυγμό όμως υπάρχει πάντα μια λεβεντιά.

Κάποτε μάλιστα ο λυγμός μετατρέπεται και σε θυμό για τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, της Ελλάδας - μάνας του καημού. Τον Ξαρχάκο φαίνεται να μην τον συγκινεί μόνο ο καημός του λαϊκού κόσμου. Ίσως ακόμη περισσότερο τον συγκινεί η παλικαριά των αγωνιστών του που ανταμείβεται με τον θάνατο, κάποιο «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» ή «ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά», όπως στο συνταραχτικό τραγούδι του «Νυν και Αεί» σε στίχους του σπουδαίου ποιητή μας Νίκου Γκάτσου, με τον οποίο ο Ξαρχάκος είχε μια ιδιαίτερα γόνιμη συνεργασία:

 


«Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά

είδα το μπόγια να περνά και τον φονιά

Γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω

μα περπατούσε με τον χάρο στο πλευρό».

 


Νομίζουμε πως δεν αυθαιρετούμε, αν τολμήσουμε να υποστηρίξουμε, ότι ο Σταύρος Ξαρχάκος επανέρχεται και με άλλα τραγούδια του σ’ αυτό το θέμα. Γιατί γι’ αυτόν, ο θάνατος που γονιμοποιεί το μέλλον μιας καλύτερης ζωής, είναι ένα ψυχικό βίωμα απέραντης ομορφιάς και μεγαλείου.

Θα λέγαμε πως δεν είναι τυχαίο, ότι στην ομιλία του κατά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, διάλεξε να απαγγείλει ένα έξοχο απόσπασμα από το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «εις την οδόν Φιλελλήνων», όπου ο Εμπειρίκος δοξολογεί, με ψυχαναλυτική - ως συνήθως - μεθοδολογία, τους Έλληνες γιατί «έκαμαν οίστρο της ζωής, τον φόβο του θανάτου».

«Εν αρχή ην ο ήχος» λέει ο Ξαρχάκος. Και είναι αλήθεια πως δεν έχει ανάγκη από τα πολλά λόγια, για να αναπτύξει το κοινωνικό περιεχόμενο του έργου του.

Συχνά αρκεί ο ήχος του για να μας μιλήσει γι’ αυτό. Για το ίδιο θέμα αποκαλυπτική είναι και η αφήγησή του γύρω από τα ακουστικά ερεθίσματα που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη του από την παιδική ηλικία στο σπίτι του στα Εξάρχεια, όπως ο ανατριχιαστικός ήχος της σειρήνας και ο τραγικός ρόγχος του θανάτου στα πεζοδρόμια της Θεμιστοκλέους την Κατοχή.

Όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, συνθέτουν θα λέγαμε, έναν δυναμικό λυρισμό που διατρέχει όλο το έργο του Ξαρχάκου προκαλώντας μια ανεπανάληπτη ανάταση. Και για να το πούμε πιο απλά, τα τραγούδια του Ξαρχάκου μας εμπνέουν και μας συγκινούν τόσο βαθιά, γιατί έχουν «αίμα και καρδιά».

Αυτό είναι αδύνατο να μην το νοιώσει κανείς όταν τα ακούει, πολύ περισσότερο αν έχει την τύχη, όπως εμείς απόψε, να δει τον Ξαρχάκο να διευθύνει την ορχήστρα.

Σπίθες βγαίνουν από τα χέρια του καθώς σχίζουν τον αέρα, τα πόδια του χτυπούν με δύναμη το πάτωμα, σαν να θέλουν να το εκδικηθούν που μένει ασάλευτο και απαθές μέσα στις φλόγες της μουσικής. Κι όλο του το σώμα σείεται και τραντάζεται, με τέτοια δύναμη και πάθος που ανάβει στο χιόνι πυρκαγιά.

Ναι, ο Σταύρος Ξαρχάκος καίγεται ολόκληρος όταν δημιουργεί. Αυτός είναι ο λόγος που η μουσική του έχει τη δύναμη να πυρπολεί τις ψυχές, ακόμη και τις πιο αδύναμες.

Το 1966 με πρωτοβουλία του Χατζηδάκη και με αφορμή την απαγόρευση των τραγουδιών κυρίως του Θεοδωράκη με βάση τον κατοχικό νόμο για την προληπτική λογοκρισία, ο Ξαρχάκος ηγήθηκε μαζί με τον Θεοδωράκη και τον Χατζηδάκη στην εκστρατεία για την κατάργηση της λογοκρισίας στο πνευματικό έργο.

Με κοινή τους δήλωση οι τρεις, έκαναν γνωστή την απόφασή τους να σταματήσουν κάθε δραστηριότητα στον τομέα του τραγουδιού, να απαγορεύσουν την αναμετάδοση και εκτέλεση της μουσικής τους σε δημόσιους χώρους (ραδιόφωνο, τζουκ μποξ, κέντρα) να σταματήσουν την έκδοση δίσκων. Επειδή μάλιστα η ΕΙΡ, το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, όπως ονομαζόταν τότε, παρά το εξώδικο που της είχαν στείλει, συνέχιζε να αναμεταδίδει τραγούδια του Χατζηδάκι και του Ξαρχάκου, οι δυο τους προσέφυγαν και στη δικαιοσύνη. Έτσι τα κομμάτια και των τριών μεγάλων συνθετών έμειναν αγραμμοφώνητα μέχρι την πτώση της χούντας. Τα παρουσίαζαν μόνο σε συναυλίες.

Σήμερα, εν έτει 2023 ο Σταύρος Ξαρχάκος εξακολουθεί με το ίδιο πείσμα να αντιμάχεται τη λογοκρισία. Αυτή τη φορά όμως έρχεται να αντιμετωπίσει μια πολύ πιο ύπουλη, απρόσωπη και γι’ αυτό ακόμη πιο επικίνδυνη μορφή της, τη λογοκρισία της «αγοράς». Μια «αγορά» που μετρώντας τα views και τα κέρδη, παρά τις ισχυρές αντιστάσεις της νεότερης γενιάς δημιουργών, προσπαθεί να επιβάλει όχι μόνο τη μετριότητα της εμπορευματοποιημένης, ή καλύτερα της εμποροκρατούμενης τέχνης, αλλά και τη χυδαιότητα των πολιτιστικών «καταγωγίων» που μολύνουν τις νεανικές ψυχές, θεοποιώντας το χρήμα, τον ανταγωνισμό, τη βία, τον σεξισμό, τα ναρκωτικά, την αμορφωσιά και κάθε είδους παραβατικότητα.

Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Δυστυχώς, αυτά είναι τα φυσικά «πολιτιστικά» παράγωγα μιας κοινωνίας που κακογερνά, σαπίζει και κακοφορμίζει, μέσα στη διαφθορά, επιχειρώντας να πνίξει στα βρωμόνερα του βούρκου της την ομορφιά της ζωής και της τέχνης που την υπηρετεί.

Μαζί με τον μετρημένο λόγο του ο Ξαρχάκος επιστρατεύει σ’ αυτόν τον αγώνα το πιο δυνατό του όπλο, τη μουσική. Όχι μόνο τη δική του, αλλά και όλη τη μουσική μας παράδοση. Από την έντεχνη λαϊκή έως και το ρεμπέτικο, μέσα από τις εξαίσιες ενορχηστρώσεις του.

Και φυσικά, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στον «Επιτάφιο κατά Σταύρο Ξαρχάκο» που μόλις το άκουσε ο Μίκης Θεοδωράκης του έγραψε:

«Με τη δική σου εμπνευσμένη παρέμβαση το έργο έλαβε διαστάσεις συμφωνικής σύνθεσης, ενώ η ενορχήστρωση, βασισμένη στον ελληνικό ήχο, το κάνει οικείο, τόσο όσο και η αρχική μορφή του, στο πλατύ ελληνικό κοινό… Εγώ θα πρότεινα ο τίτλος του έργου να είναι Σταύρος Ξαρχάκος: Ο επιτάφιος του Θεοδωράκη».

 


Φίλες και φίλοι,

Ταυτόχρονα όμως, ο Σταύρος Ξαρχάκος, βλέποντας στα μάτια των νέων ανθρώπων ένα καλύτερο μέλλον για τον τόπο και τον λαό μας, εδώ και πολλά χρόνια, επιδίδεται αθόρυβα και διακριτικά, σε μια σημαντική δραστηριότητα για τη διάδοση και την ανάπτυξη της γνήσιας μουσικής τέχνης ειδικά από τη νέα γενιά.

Πριν λίγους μήνες τον είδαμε στο διαδίκτυο να διευθύνει με το αστείρευτο πάθος του μια παρέα εφήβων μουσικών στη Σύρο για να παίξουν τη «Φραγκοσυριανή». Κι αυτό, ήταν ένα απλό στιγμιότυπο σ’ αυτή του τη δραστηριότητα που ξεκινά από τα απλούστερα, όπως η αξιοποίηση νέων μουσικών από όλα τα είδη μουσικής στις συναυλίες του και φτάνει ως την ανιδιοτελή προσφορά της γνώσης και της εμπειρίας του σε σχολές, όπως η μεγάλη του Μάρκου σχολή «Εν χορδαίς και οργάνοις» στην Σύρο, που με την προτροπή του ιδρύθηκε το 2017, με σκοπό να αναδείξει τη ρεμπέτικη μουσική κληρονομιά.

Θα περίμενε κανείς ότι ένας τόσο χαρισματικός και πολύτιμος άνθρωπος, που η ύπαρξή του είναι ευτύχημα για τούτη τη χώρα, θα είχε την αναγνώριση και την αμέριστη στήριξη του κράτους, σε κάθε προσπάθειά του να προβάλει την ελληνική μουσική και να ανεβάσει την πολιτιστική μας στάθμη.

Όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η επίσημη πολιτεία, αντί να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της δραστηριότητας και των πρωτοβουλιών του, φροντίζει να διαλύσει, ό,τι με τόσο κόπο δημιούργησε.

Αναφερόμαστε στο μοναδικό κρατικό ορχηστρικό σύνολο στην Ελλάδα που ως αντικείμενό του έχει αποκλειστικά την ελληνική μουσική, στην Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής (ΚΟΕΜ), ιδρυμένη το 1994 από το Υπουργείο Πολιτισμού, επί Θάνου Μικρούτσικου, με καλλιτεχνικό διευθυντή και μαέστρο τον Σταύρο Ξαρχάκο. Μια ορχήστρα που συνειδητά σπρώχτηκε από όλες τις κυβερνήσεις να βουλιάξει, χωρίς όργανα και μουσικούς, ώσπου φτάσαμε σήμερα να προαναγγέλλεται μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2023 το οριστικό της κλείσιμο. Μαζί με το άλλο σπουδαίο, ιστορικό μουσικό μας σύνολο, την «Ορχήστρα των χρωμάτων», του Μάνου Χατζηδάκι.

Μοιάζει σαν μια κίνηση συμβολική για το οριστικό κόψιμο των δεσμών της επίσημης πολιτείας με τις πιο ένδοξες περιοχές της μουσικής μας, εν μέσω μάλιστα πανηγυρισμών για την εξωστρέφεια και την μετατροπή του σύγχρονου πολιτισμού μας σε εξαγώγιμο προϊόν!

Έχεις δίκιο, Σταύρο Ξαρχάκο, όταν λες ότι ζούμε σε «μια εποχή πρωτοφανούς πνευματικού ελλείμματος στο σύνολο των θεσμών».

Αυτή η κοινωνία τρέφει έμφυτη εχθρότητα προς την τέχνη, γιατί όταν είναι αληθινή, δεν μπορεί παρά να υπερασπίζεται την ανθρώπινη ακεραιότητα απέναντι σε κάθε απόπειρα υποβιβασμού και αλλοίωσής της. Δεν μπορεί παρά να αντιστέκεται στην αλλοτρίωση, την αδρανοποίηση της σκέψης, την απανθρωπιά.

Η τέχνη σου που ημερεύει την ψυχή και εξυψώνει τον άνθρωπο, συναντιέται με τον δικό μας αγώνα για έναν ανώτερο πολιτισμό, όπου «ο άνθρωπος θα πάψει για τον άνθρωπο να είναι λύκος».

 


Φίλες και φίλοι,

Το ΚΚΕ δεν αντιμετωπίζει την τέχνη, τον πολιτισμό, ως διακοσμητικό στοιχείο της πολιτικής δράσης του.

Παλεύουμε καθημερινά να συνειδητοποιηθεί από όλους και όλες βαθύτερα ότι η σπουδαιότερη λειτουργία της τέχνης, γενικότερα του πολιτισμού, είναι να συμβάλει στην διεύρυνση του μορφωτικού ορίζοντα, στην πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την ικανότητα όλων να κατανοούν και να επιδρούν στην κοινωνική πραγματικότητα.

Να συμβάλουμε με την πρωτοπόρα δράση μας να ανέβει το πολιτιστικό μορφωτικό επίπεδο, να ανέβει ο αγώνας όλων, για την ουσιαστική προστασία των θυμάτων κάθε είδους βίας, ιδιαίτερα των παιδιών, της νεολαίας, των γυναικών, των μεταναστών, των ηλικιωμένων, των αναπήρων συνανθρώπων μας, εναντίον κάθε είδους ρατσισμού, αποξένωσης, λόγω φύλου, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού.

Να συμβάλουμε ώστε να λάμψει ξανά το χαμόγελο στα χείλη των παιδιών, στα χείλη των εργατών, όλων των λαϊκών οικογενειών που υποφέρουν από την ακρίβεια, τη φτώχεια, την ανεργία, τα χρέη, την πανδημία, την υποβαθμισμένη υγεία και παιδεία, την υποβάθμιση των καλλιτεχνικών σπουδών.

Και από αυτό το βήμα δηλώνουμε την αλληλεγγύη μας στους εργάτες της ΛΑΡΚΟ που παλεύουν για να έχουν μεροκάματο, δουλειά.

Σε όλους τους καλλιτέχνες που βρίσκονται στους δρόμους του αγώνα και ζητάνε την απόσυρση του ΠΔ και την ανωτατοποίηση των σπουδών τους.

Υψώνουμε τη φωνή μας μαζί με όλους τους εργαζόμενους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, τους αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες, αγρότες, επιστήμονες, τους συνταξιούχους, τους φοιτητές, τους μαθητές και τους δασκάλους τους, τους καλλιτέχνες, για ένα καλλίτερο κι ευτυχισμένο αύριο.

Για το μεγάλο, το ωραίο το συγκλονιστικό!

Σταύρο Ξαρχάκο, με αφορμή αυτή την μεγάλη συναυλία που γράφει ιστορία για την σύγχρονη Ελλάδα, θέλουμε να σου πούμε, εκ μέρους της ΚΕ του ΚΚΕ, ότι σε ευχαριστούμε από το βάθος της καρδιάς μας, γιατί με την τέχνη, το ήθος και τη στάση σου, μας μαθαίνεις να μην ανεχόμαστε την ασκήμια, να αγαπάμε το καλό και να αποκηρύσσουμε το κακό σε κάθε του μορφή, αισθητική, ηθική, κοινωνική.

Σε ευχαριστούμε για τον αγώνα σου να δημιουργήσεις στα παιδιά μας αντισώματα απέναντι στον καταιγισμό των φτηνών, των πρόστυχων πολιτιστικών ερεθισμάτων, για την έγνοια και την φροντίδα σου προς τους νέους καλλιτέχνες.

Σε ευχαριστούμε για την ασυμβίβαστη ειλικρίνεια της τέχνης σου, της ελεύθερης από ιδεολογικές, πολιτικές προκαταλήψεις.

Και σου ευχόμαστε να είσαι πάντα γερός, δυνατός, ανήσυχος, με αμείωτη τη νεανική σου φλόγα και με «τα χελιδόνια της μουσικής σου να τραγουδούν αδιάκοπα».

Σου ευχόμαστε πάνω απ’ όλα να ζήσεις κι εσύ και όλοι μας, εκείνη τη μέρα που οι κόποι σου θα δικαιωθούν, τη μέρα που ο λαός μας μέσα στο άπλετο ελληνικό φως «θα σπείρει στην ερημιά χορτάρι» και θα κάνει «τη γη μια κούνια για τ’ αγέννητα παιδιά».

Καλή δύναμη και υγεία σε όλους και όλες! Καλή χρονιά!