Το τελευταίο τρίχρονο, με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από τη σύγκρουση του Δεκέμβρη (1944) και την έναρξη της ένοπλης πάλης του ΔΣΕ (1946 - 1949), η Ιστορία του Κόμματος και του λαϊκού κινήματος βρέθηκε - ακόμα περισσότερο από πριν - στο επίκεντρο της προσοχής της αστικής και οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας, με ειδικές εκδόσεις, αφιερώματα στον Τύπο, συνέδρια, κ.ο.κ. Κοινός παρονομαστής όλων: Ο στιγματισμός και η καταδίκη, σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους, του δικαιώματος - και ιστορικής αποστολής - των εκμεταλλευομένων να αμφισβητήσουν και να ανατρέψουν την εξουσία των εκμεταλλευτών τους (αξιοποιώντας όλα τα μέσα και ειδικά, βεβαίως, την ένοπλη βία).
Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δεκαπενθήμερη έκδοση ειδικού ένθετου «Ιστορία» (HOTDOC. HISTORY) από την εφημερίδα «Documento» (εφημερίδα που «λιβανίζει» τον ΣΥΡΙΖΑ, προάγοντας τη γραμμή της αστικής ενσωμάτωσης και ταξικής υποταγής, την οπορτουνιστική διαστρέβλωση της Ιστορίας και την αντίστοιχη πολεμική του ΣΥΡΙΖΑ κατά της στρατηγικής του ΚΚΕ στο σήμερα).
Άρθρο του Αναστάση Γκίκα, μέλους του τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, δημοσιευμένο στον Ριζοσπάστη, 19/3/2017
Ακολούθως, στο τεύχος της 7 - 8 Γενάρη 2017 η εν λόγω έκδοση κυκλοφόρησε με τίτλο «Γαλλία - Ιταλία: Πώς απέφυγαν τον Εμφύλιο» και υπότιτλο «Γιατί το ΚΚΕ δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο», κ.λπ. Η συγκεκριμένη πολεμική δεν είναι καινούργια, αναπαράγοντας ένα λίγο - πολύ γνωστό «μοτίβο», κατά το οποίο η «ελληνική περίπτωση», ως εξαίρεση στον κανόνα των ΚΚ της καπιταλιστικής Ευρώπης, αντιμετωπίζεται ως «ιστορική ανωμαλία», ως «τραγικό λάθος». Ως προϊόν του «τυχοδιωκτισμού» - «ανωριμότητας» του ΚΚΕ και (σε ορισμένες περιπτώσεις) της «άλογης αδιαλλαξίας» της ελληνικής αστικής τάξης. Σε αντιδιαστολή με το «ρεαλισμό» - «σωφροσύνη» των πιο έμπειρων ΚΚ (όπως της Γαλλίας και της Ιταλίας) καθώς και των αστικών τάξεων των χωρών τους. Αντίστοιχα - ισχυρίζονται - η πρώτη ιστορική εξέλιξη επέφερε την απομόνωση του ΚΚ από την πολιτική ζωή, συνετέλεσε στην ατιμωρησία των δοσιλόγων, ενώ καθυστέρησε τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση, με συνέπειες και στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Αντιθέτως, η δεύτερη - όπως αναφέρει εισαγωγικά και η επιμελήτρια της έκδοσης Β. Λάζου - είχε ως αποτέλεσμα την «αναγνώριση ισότιμης θέσης της κομμουνιστικής Αριστεράς στο πολιτικό πεδίο», ακόμα και ως κυβερνητικού εταίρου, απ' όπου μπόρεσε να «προωθήσει» «ένα πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, εθνικοποιήσεων, εκβιομηχάνισης και εκδημοκρατισμού».1
Η συμμετοχή των ΚΚ στις κυβερνήσεις «Εθνικής Ενότητας»
Το ΚΚ της Ελλάδας δεν αποτέλεσε καμιά «ιδιομορφία» σε σχέση με τα υπόλοιπα ΚΚ της καπιταλιστικής Ευρώπης, ούτε στο επίπεδο των στρατηγικών του επιδιώξεων, ούτε στο επίπεδο της τακτικής, των συμμαχιών του κ.λπ. Οπως όλα τα ΚΚ, έτσι και το ΚΚΕ, πρόταξε ως στρατηγική του το αντιφασιστικό μέτωπο, προβαίνοντας σε μια σειρά συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και συμμαχίες με αστικές δυνάμεις, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Στο πλαίσιο της ίδιας γραμμής, το ΚΚΕ προσχώρησε στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» υπό τον Γ. Παπανδρέου, το Γαλλικό ΚΚ εντάχθηκε στην εξόριστη γαλλική κυβέρνηση υπό τον στρατηγό Ντε Γκολ, ενώ το Ιταλικό ΚΚ πρωτοστάτησε στη στήριξη της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» υπό τον αντικαταστάτη του Μουσολίνι στρατάρχη Π. Μπαντόλιο, με τον οποίο είχαν έρθει σε συνεννόηση οι Αγγλοαμερικανοί («στροφή του Σαλέρνο»), κ.ο.κ.
Ο μεταπολεμικός προσανατολισμός υπήρξε εξίσου ταυτόσημος για όλα τα ΚΚ: «Δημοκρατικές - αντιφασιστικές» κυβερνήσεις, τιμωρία των δοσιλόγων, ανοικοδόμηση, συγκρότηση ευρύτερων πολιτικών μετώπων (με τους σοσιαλδημοκράτες, αλλά και άλλες «προοδευτικές» αστικές δυνάμεις) και διενέργεια εκλογών. Οπως είχε τονίσει ο τότε Γραμματέας του ΚΚΕ Γ. Σιάντος, μιλώντας στο Σύνταγμα για τα 26χρονα του ΚΚΕ: «Είμαστε υπερασπιστές της δημοκρατικής εξέλιξης της πολιτικής ζωής του τόπου (...) Μετέχουμε και στηρίζουμε την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας γιατί βασικά συμφωνούμε με τους προγραμματικούς της σκοπούς (...) Αγωνιζόμαστε για την άμεση προετοιμασία εκλογών (...) γιατί μόνο έτσι μπαίνουμε πραγματικά στον ομαλό πολιτικό βίο και την πραγματική ανοικοδόμηση της Ελλάδας».2
Εξίσου ενιαία υπήρξε, σε γενικές γραμμές, και η στάση των αστικών δυνάμεων (παρά τις όποιες αντιθέσεις και διαφορές μεταξύ τους) και του διεθνούς ιμπεριαλισμού συνολικά στην αξιοποίηση των στρατηγικών αδυναμιών του κομμουνιστικού κινήματος, με την ολοένα μεγαλύτερη διεύρυνση των συμβιβασμών και υποχωρήσεών του, ώστε να εξασφαλίσουν τους όρους της ενσωμάτωσης (και υποταγής) του στη μετά τον πόλεμο εποχή. Βασικό εργαλείο αυτής της επιδίωξης υπήρξε η ένταξη και ο εγκλωβισμός των ΚΚ στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης. Ακολούθως, αμέσως μετά την απελευθέρωση, τα ΚΚ έγιναν δεκτά σε αστικές κυβερνήσεις στη Γαλλία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, στη Δανία, στη Νορβηγία, στην Ισλανδία, στην Αυστρία, στη Φινλανδία, στο Λουξεμβούργο και βεβαίως στην Ελλάδα.
Η πείρα από τη συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», παρότι μικρή χρονικά (κράτησε μόλις 3 μήνες), δεν υπήρξε φτωχή σε διδάγματα.
Καταρχάς, και μόνο μέσα από τη συμμετοχή του αυτή καθαυτή, το ΚΚΕ συνέδραμε στην επαναφορά και νομιμοποίηση του αστικού πολιτικού κόσμου, που εν πολλοίς έστεκε χρεοκοπημένος στη συνείδηση της λαϊκής πλειοψηφίας λόγω της στάσης του την περίοδο της Κατοχής. «Μόνον η συμμετοχή του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησιν μας ήνοιγε τας πύλας της Ελλάδος», θα δηλώσει αργότερα ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου. «Διά τούτο την επεδίωξα - και ευτυχώς κατορθώθη».3
Κατά δεύτερον, μετέχοντας στην αστική διαχείριση, οι υπουργοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ συναίνεσαν σε μέτρα χάριν της ανασυγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας, που μόνο φιλολαϊκά δεν ήταν. Ακολούθως, η εργατική τάξη κλήθηκε διά στόματος των υπουργών της (που κατείχαν όλα τα οικονομικά υπουργεία) σε νέες «θυσίες», προκειμένου να ενθαρρυνθεί η παραγωγή, να επιτευχθεί η νομισματική σταθερότητα κ.ο.κ. - με ταυτόχρονη στήριξη του κεφαλαίου σε κρατικές πιστώσεις κ.λπ. Και όταν οι εργάτες διαμαρτύρονταν για τους μισθούς πείνας, ζητώντας «να πληρώσουν τα σπασμένα της σταθεροποίησης - μεταρρύθμισης όχι οι εργαζόμενοι, αλλά η πλουτοκρατική ολιγαρχία, η οποία θησαύρισε στον πόλεμο», ο Γ. Παπανδρέου αποτεινόταν «στους κομμουνιστές υπουργούς Ζέβγο και Πορφυρογέννη, καθώς και τις Οργανώσεις του ΚΚΕ», για «να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις χάριν...της εθνικής ενότητας!»4
Παρόμοια ήταν η εμπειρία, τόσο του Ιταλικού όσο και του Γαλλικού ΚΚ, που μετείχαν στις αστικές κυβερνήσεις των χωρών τους έως το 1947. Την εν λόγω περίοδο στην Ιταλία το κόστος ζωής ανέβηκε 23 φορές, ενώ τα εργατικά μεροκάματα μόλις 1,5, με την ανεργία να λαμβάνει «πρωτοφανείς διαστάσεις». Την ίδια στιγμή, ο κομμουνιστής υπουργός Οικονομικών M. Scoccimaro δούλευε εντατικά «έτσι ώστε οι Αμερικανοί να μπορούν να δουν ότι τα οικονομικά της χώρας - αν και στα χέρια των κομμουνιστών - ήταν προσεκτικά διαχειρισμένα».5Αντίστοιχα, στη Γαλλία, το ΚΚ πρωταγωνίστησε στην προώθηση του ιδεολογήματος περί δήθεν αμοιβαία επωφελούς ταξικής συνεργασίας, πως οι εργάτες είχαν εξίσου συμφέρον με τους εργοδότες τους στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη - και επομένως έπρεπε να βάλουν πλάτη (με τον ΓΓ του κόμματος Μ. Τορέζ μάλιστα να φτάνει στο σημείο να «επιπλήττει τους εργάτες που αργούσαν στη δουλειά τους ή έδειχναν μειωμένο ενδιαφέρον». Στη Μασσαλία, με «τη σύμφωνη γνώμη των συνδικάτων, οι εργάτες δούλευαν ως και 90 ώρες τη βδομάδα»).6
Βεβαίως, υπήρξαν και παρεμβάσεις - νομοθετήματα υπέρ της εργατικής τάξης, όπως π.χ. η ίδρυση Ταμείου Ανεργίας ή η επέκταση του 8ώρου σε όλους τους κλάδους (στην Ελλάδα), η διεύρυνση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων (σε Γαλλία, Ιταλία, κ.ά.). Ομως τα «κέρδη» αυτά δεν αποτελούσαν παρά «σταγόνα στον ωκεανό» μπροστά σε εκείνα, τα θεμελιώδη, που η εργατιά καλούνταν να παραχωρήσει, παραιτούμενη από την υπόθεση της πάλης για την εργατική εξουσία. Ουσιαστικά, η εργατική τάξη έλαβε «ψίχουλα» με τον όρο να παραδώσει - και μάλιστα οικειοθελώς - ολόκληρο το «φούρνο»! Και γι' αυτό, σύμφωνα με τους αστούς, έπρεπε να είναι και ευχαριστημένη. Σημειωτέον, πως, ακόμα και τα «ψίχουλα» αυτά η αστική τάξη τα πήρε πίσω, όταν ο καπιταλισμός άρχισε και πάλι να ζορίζεται ή το κίνημα βρέθηκε σε υποχώρηση.
Τέλος, η σύνδεση που προωθείται ήδη από την πρώτη σελίδα του ειδικού ιστορικού ένθετου του HOTDOC, μεταξύ της συμμετοχής των ΚΚ στην αστική κυβέρνηση και των παραχωρήσεων στην εργατική τάξη μεταπολεμικά, συνηγορεί «εκ του πονηρού» στη δυνατότητα (!) φιλολαϊκής αστικής διαχείρισης (την οποία μάλιστα «εγγυάται» τρόπον τινά η κυβερνητική παρουσία του ΚΚ). Βεβαίως, αυτήν την εκδοχή την έχουν συντρίψει τα κυβερνητικά έργα και ημέρες του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει εξευτελίσει κάθε έννοια αριστερής παράδοσης. Από την άλλη, το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος», που εμφανίστηκε σε μια σειρά καπιταλιστικά κράτη μετά τον πόλεμο, ελάχιστα οφειλόταν στην εξαιρετικά βραχύβια παρουσία κάποιων ΚΚ στις κυβερνήσεις των χωρών τους. Σίγουρα, σε μεγάλο βαθμό, είχε να κάνει με τη γενικότερη δυναμική του εργατικού - κομμουνιστικού κινήματος (που αναπτύχθηκε την περίοδο του πολέμου) και το «αντίπαλο δέος» της ΕΣΣΔ. Είχε όμως να κάνει και με την επιδίωξη της ενσωμάτωσης ευρύτερων εργατικών - λαϊκών στρωμάτων από τη μεριά της αστικής τάξης, καθώς επίσης και με τις γενικότερες ανάγκες του καπιταλισμού, που απαιτούσαν τη μεγαλύτερη κρατική στήριξη και αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου (μέσω της Παιδείας, της Υγείας και της Πρόνοιας) - έργο που διεκπεραιώθηκε στις συνθήκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, τόσο από τις λεγόμενες «κεντροαριστερές» όσο και από τις λεγόμενες «κεντροδεξιές» κυβερνήσεις.
Για την «τιμωρία» των φασιστών και των συνεργατών τους
Ενα από τα πλέον προσφιλή επιχειρήματα υπέρ της συμμετοχής των ΚΚ στις μεταπολεμικές αστικές κυβερνήσεις υπήρξε το ότι συνέβαλαν στην ομαλή δημοκρατικοποίηση - αποφασιστικοποίηση των χωρών τους. Σε αντίθεση με το ΚΚΕ, όπου η επιλογή του για σύγκρουση λειτούργησε δήθεν ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για τους πρώην δοσίλογους, επιτρέποντάς τους να «αναβαπτιστούν» με τη στολή της εθνικοφροσύνης στο πλαίσιο του αντικομμουνιστικού αγώνα!
Η ατιμωρησία, βεβαίως, των δοσιλόγων, καθώς και των τμημάτων εκείνων της αστικής τάξης που συνεργάστηκαν πολιτικά ή οικονομικά με το φασισμό και τις δυνάμεις κατοχής, δεν υπήρξε αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Αν η Ελλάδα υπήρξε η τρίτη χώρα με το μικρότερο ποσοστό δοσιλόγων που καταδικάστηκαν στην καπιταλιστική Ευρώπη, η δεύτερη ήταν η Γαλλία, ενώ τα σκήπτρα της πρωτιάς στην ατιμωρησία κατείχε μακράν η Ιταλία.7
Πράγματι, στην Ιταλία, αφού αποφασίστηκε πως δεν θα διωκόταν κανείς από το φασιστικό παρελθόν (παρά μόνο όσοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς την περίοδο της κατοχής του ιταλικού Βορρά μετά το 1943), τελικά αμνηστεύτηκαν άπαντες (1946), ενώ αποκαταστάθηκαν στα πόστα τους όλοι όσοι είχαν καθαιρεθεί για σχετικούς λόγους (στην Τοπική Διοίκηση, στις δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ.). Εκείνος που υπέγραψε την αμνηστία των φασιστών δεν ήταν κάποιος αστός πολιτικός, ακροδεξιός, κ.ο.κ., αλλά ο ΓΓ του ΚΚ Π. Τολιάτι, υπουργός Δικαιοσύνης στην ιταλική κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας». Η παρουσία κομμουνιστή στο υπουργείο Δικαιοσύνης δεν απέτρεψε καν περιστατικά όπως π.χ. η καταδίκη σε θάνατο 3 παρτιζάνων με την κατηγορία ότι εκτέλεσαν 51 φασίστες χωρίς δίκη!
Αλλά μήπως και στη Γερμανία (στο καπιταλιστικό τμήμα της), που η δύναμη του ΚΚ ήταν μικρή (στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, το 1949, πήρε 5,7%) και δεν υπήρχε ο «φόβος» ενός ταξικού εμφυλίου πολέμου, δεν έγινε λίγο - πολύ το ίδιο; Οι βιομήχανοι και τραπεζίτες, που είχαν στηρίξει τον Χίτλερ αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από τον πόλεμο και την καταναγκαστική εργασία, αμνηστεύτηκαν και πήραν τις περιουσίες τους πίσω. Στελέχη της Βέρμαχτ, όπως ο Ρ. Γκέλεν (υπεύθυνος της αντισοβιετικής κατασκοπίας και κατηγορούμενος για εγκλήματα πολέμου) ή ο Α. Χοΐσινγκερ (αρχηγός του Επιτελείου Στρατού) επίσης αποκαταστάθηκαν, αξιοποιούμενοι εκ νέου από την αστική τάξη της χώρας τους και τον διεθνή ιμπεριαλισμό (ο πρώτος τέθηκε επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών και ο δεύτερος παρέμεινε επικεφαλής του στρατού, ενώ στη συνέχεια τοποθετήθηκε πρόεδρος της Μόνιμης Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝΑΤΟ).
Η μεταπολεμική αποκατάσταση της αστικής τάξης πραγμάτων είχε «ανάγκη» όλα τα κομμάτια της. Οι όποιες διώξεις, κυρίως «τρανταχτών» περιπτώσεων - έκφραση και των ενδοαστικών αντιθέσεων - πραγματοποιήθηκαν βασικά για τον κατευνασμό της λαϊκής αγανάκτησης, αλλά και για να διατηρηθεί το πρόσχημα του κάλπικου διαχωρισμού των φασιστικών και δημοκρατικών τμημάτων της - ίδιας ωστόσο - αστικής τάξης, με απώτερο σκοπό τον εξαγνισμό της αστικής εξουσίας συνολικά. Η διαφορά είναι ότι στις περισσότερες χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης αυτό έγινε με την ανοχή ή ακόμα και την ενεργό συνδρομή των κομμουνιστών. Στην Ελλάδα όχι.
Και, όμως, αυτό ακριβώς είναι που προτάσσεται στην εν λόγω έκδοση του «Documento», πηγαίνοντας τη «συνήθη» πολεμική της αστικής - οπορτουνιστικής ιστοριογραφίας ένα βήμα παραπέρα. Ετσι, δεν αρνείται π.χ. την ατιμωρησία των φασιστών στην Ιταλία με τη «βούλα» του ΚΚ Ιταλίας, αλλά την επικροτεί κιόλας ως δείγμα (προς μίμηση;) του «εμπνευσμένου ρεαλισμού» του ΓΓ του ΚΚΙ Π. Τολιάτι, ο οποίος «κατανόησε πόσο επικίνδυνο ήταν να εξωθήσει τις πολιτικές διώξεις στα άκρα, οδηγώντας τη χώρα στο χείλος του εμφυλίου πολέμου. Αφησε λοιπόν πίσω του τη φασιστική περίοδο (...) και αναζήτησε την επάνοδο στην τάξη και τη νομιμότητα μέσα από εκλογικές διαδικασίες».8 Καμιά λοιπόν υποχώρηση, κανένας συμβιβασμός δεν είναι αρκετά μεγάλος χάριν της (αστικής) τάξης και νομιμότητας! Ολα τα ζητήματα της ταξικής πάλης θα «λυθούν» με... τις εκλογές!
Σύγκρουση ή ενσωμάτωση;
Η στάση των αστικών δυνάμεων απέναντι στο ΚΚ και το εργατικό - λαϊκό κίνημα ήταν ενιαία παντού: Ενσωμάτωση και ταυτόχρονα υπονόμευση. Το εκβιαστικό δέλεαρ της οικονομικής - επισιτιστικής βοήθειας σε έναν δοκιμαζόμενο πληθυσμό, η παρουσία ξένων στρατευμάτων, η πολύμορφη στήριξη σε αντικομμουνιστικές - παρακρατικές ομάδες, «εθνικά» συνδικάτα κ.ο.κ.: τίποτε από όλα αυτά δεν αποτέλεσαν «ελληνική ιδιαιτερότητα».
Η «ιδιαιτερότητα» της Ελλάδας έγκειτο στο γεγονός ότι ήταν η χώρα με το ισχυρότερο αναλογικά ΚΚ (το ΚΚΕ είχε περίπου 400.000 μέλη, το Γαλλικό ΚΚ 500.000, ενώ το Ιταλικό 200.000), την πιο αδύναμη συγκριτικά αστική τάξη (από τη δυνατότητα της ενσωμάτωσης και καταστολής του λαϊκού κινήματος), ενώ το κίνημα δεν είχε αφοπλιστεί ακόμη (με το ΚΚΕ να βλέπει τον ΕΛΑΣ ως εγγυητή της «ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης», εφόσον παρέμεναν εν ενεργεία οπλισμένα αστικά τμήματα που είχαν συνεργαστεί με τις δυνάμεις Κατοχής). Επιπλέον, στην «ελληνική περίπτωση» βάρυνε, τόσο η απουσία μαζικών αστικών αντιστασιακών οργανώσεων, όσο και μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Για όλους τους παραπάνω λόγους, το μείγμα ενσωμάτωσης και καταστολής στην καθυπόταξη του λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα έγερνε περισσότερο προς το δεύτερο «συστατικό» του.
Σωστά το ΚΚΕ δεν αποδέχτηκε τον μονομερή αφοπλισμό του ένοπλου λαού και συγκρούστηκε το Δεκέμβρη του 1944 - παρά τις συνεχιζόμενες αντιφάσεις και ταλαντεύσεις στη στρατηγική του (είναι χαρακτηριστικό πως το Κόμμα συνέχισε να κάνει προτάσεις για κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας», ακόμα και όταν οι επιδιώξεις της εγχώριας αστικής τάξης και του βρετανικού ιμπεριαλισμού είχαν αποκαλυφθεί εντελώς και οι μάχες στην Αθήνα και τον Πειραιά μαίνονταν με εξαιρετική σφοδρότητα).
Σωστά, επίσης, το ΚΚΕ δεν μετείχε στις εκλογές του 1946. Οπως τόνισε ο Ν. Ζαχαριάδης το 1957, ήταν «οπορτουνιστική αυταπάτη να πιστεύουμε ότι θα παίρναμε στις εκλογές την πλειοψηφία τότε, και θα παίρναμε την εξουσία και θα περνούσαμε και στο σοσιαλισμό, όπως γράφει τώρα ο Παρτσαλίδης (...) Τι θα γινόταν (...) όπως μας έσφαξε στο Βόλο ο Μαγγανάς κ.λπ., τέτοιο πράγμα μάλιστα. Τέτοια ειρηνική επικράτηση θα υπήρχε στην Ελλάδα».9 Η συμμετοχή επομένως στις εκλογές θα καλλιεργούσε την αυταπάτη της δυνατότητας ανατροπής της στρατηγικής των εγχώριων και ξένων αστικών δυνάμεων έναντι του κινήματος μέσω της κάλπης, θα συντελούσε στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος, ενώ ταυτόχρονα το αστικό κράτος και οι σύμμαχοί του θα αποδεκάτιζαν το ΕΑΜικό κίνημα αμαχητί.
Οι εκλογές αυτές έρχονταν να προσδώσουν νομιμότητα στο μεταβαρκιζιανό αστικό καθεστώς, που στηρίχθηκε εν πολλοίς στην καταστολή εναντίον του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Η νομιμοποίηση αυτή δεν θα μπορούσε να γίνει με τη συναίνεση του ΚΚ, κάτι που θα ισοδυναμούσε με έγκλημα σε βάρος της εργατικής τάξης και σε καμιά περίπτωση δεν «εξαργυρωνόταν» με 100 - 120 έδρες στη Βουλή. Είναι άλλο η αξιοποίηση (και) του αστικού Κοινοβουλίου από το ΚΚ σε μη επαναστατικές περιόδους και άλλο η υπονόμευση των θεμελιωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης χάριν μιας ευρύτερης κοινοβουλευτικής παρουσίας σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.
Τέλος, σωστά το ΚΚΕ και το εργατικό - λαϊκό κίνημα επέλεξαν τη σύγκρουση και τον ένοπλο αγώνα από την υποταγή το 1946 - 1949. Η στάση αυτή υπήρξε σαφώς ταξικά συνεπέστερη απ' ό,τι στην περίπτωση π.χ. του Ιταλικού ΚΚ, που το 1947 παρενέβη για να «συνετιστούν» οι παλιοί αντάρτες (οι οποίοι είχαν ξαναβγεί στα βουνά διαμαρτυρόμενοι για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους και την αμνηστία των φασιστών). Ομοίως, κατευναστικά έδρασε και το 1948, όταν ξέσπασε παλλαϊκή εξέγερση μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά του ΓΓ του Κόμματος Π. Τολιάτι από νεαρούς φασίστες.10
Αν το ΚΚΕ έκανε ένα ιστορικό λάθος, αυτό δεν έγκειται στην επιλογή της σύγκρουσης, αλλά στην καθυστέρηση και τις ταλαντεύσεις - αντιφάσεις στην υλοποίηση αυτής της επιλογής.
Ορισμένα συμπεράσματα
Αντικειμενικά, με το πέρας του πολέμου, οι ταξικές αντιθέσεις οξύνθηκαν, προβάλλοντας δύο επιλογές για την εργατική τάξη και το Κόμμα της: Σύγκρουση και ανατροπή της εγχώριας αστικής εξουσίας (με τη συνεπαγόμενη απομόνωση των διεθνών στηριγμάτων της) ή ενσωμάτωση και συμβολή στην ανάκαμψη και θωράκισή της (με τη συνεπαγόμενη ενίσχυση του διεθνούς ιμπεριαλισμού συνολικά);
Η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας στο όνομα του αντιφασισμού (ως ενδιάμεσο στάδιο για το σοσιαλισμό), οδήγησε στην προάσπιση της αστικής εξουσίας. Η συμμετοχή των ΚΚ στις αστικές κυβερνήσεις της μεταπολεμικής περιόδου αποτελούν απτό παράδειγμα της ουτοπικότητας του ισχυρισμού ότι, χάρη στη μαχητικότητα και τη συνέπεια του ΚΚ, είναι δυνατό μια τέτοια κυβέρνηση να ακολουθήσει φιλολαϊκό πρόγραμμα - ανοίγοντας μάλιστα και το δρόμο προς το σοσιαλισμό. Αντίθετα, η πείρα της περιόδου δείχνει πως η συμμετοχή των ΚΚ σε αστικές κυβερνήσεις, ακόμα και όταν πραγματοποιείται με τις καλύτερες προθέσεις, γίνεται τροχοπέδη στη λαϊκή πάλη και οδηγεί σε πισωγύρισμα με μακροχρόνιες επιπτώσεις.
Είναι χαρακτηριστική η ιστορική πορεία των ΚΚ Γαλλίας και Ιταλίας (με τα οποία, σύμφωνα με το HOTDOC.HISTORY, το ΚΚΕ έπρεπε να μοιάσει περισσότερο), που παρότι το αστικό σύστημα τους «έφτυσε» εκδιώχνοντάς τους από τις κυβερνήσεις συνασπισμού το 1947, αφού είχε παρέλθει πια η χρησιμότητά τους σε αυτό, εκείνα συνέχισαν στην ίδια στρατηγική κατεύθυνση, συνεχώς επεκτείνοντας και διευρύνοντας τις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς τους προς την αστική τάξη. Μέχρι, βεβαίως, τον πλήρη ιδεολογικοπολιτικό και οργανωτικό εκφυλισμό τους, που μετουσιώθηκε στο οπορτουνιστικό ρεύμα του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού».
Απεναντίας, η παρακαταθήκη του ένοπλου αγώνα - παρά την ήττα - βάρυνε σημαντικά στη διαπάλη με τον οπορτουνισμό στις γραμμές του ΚΚΕ, τόσο το 1968, όσο και αργότερα, συμβάλλοντας στο να μείνει το Κόμμα όρθιο (ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά) και να ωριμάζει με συνεχή βήματα προς τα μπρος.
Παραπομπές:
1. Λάζου Β., «Η ελληνική απόκλιση», στο HOTDOC.HISTORY, τ.4, 7 - 8 Γενάρη 2017, σελ. 3.
2. Το ΚΚΕ, «Επίσημα Κείμενα», τ. 5ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981, σελ. 240 - 243.
3. «Καθημερινή», 2 Μάρτη 1948.
4. Μπαρτζιώτας Β., «Η Εθνική Αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1984, σελ. 345.
5. Σκολαρίκος Κ., «Ευρωκομμουνισμός: Θεωρία και στρατηγική υπέρ του Κεφαλαίου», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2015, σελ. 44 - 45.
6. Σκολαρίκος Κ., ό.π., σελ. 106 - 107.
7. Κουσουρής Δ., «Δίκες των Δοσιλόγων, 1944 - 1949», εκδ. «Πόλις», Αθήνα, 2014, σελ. 588.
8. Μπαζός Γ., «Ο άλλος δρόμος. Το "ελληνικό πάθημα" μέσα από τα μάτια των Ιταλών», στο HOTDOC.HISTORY, τ. 4, 7 - 8 Γενάρη 2017, σελ. 31 και 38.
9. Το ΚΚΕ, «Επίσημα Κείμενα», τ. 8ος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1997, σελ. 697.
10. Σκολαρίκος Κ., ό.π., σελ. 46.