19 Οκτ 2008

18-22 ΦΛΕΒΑΡΗ 2009 - KKE ισχυρό - 18ο Συνέδριο Αντεπίθεσης

Περιεχόμενα

Α. Η προσφορά του σοσιαλιστικού συστήματος
Β. Oι θεωρητικές θέσεις για το σοσιαλισμό
Γ. O σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ
Εκτιμήσεις για την οικονομία στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ.
Συμπεράσματα για το ρόλο του κομμουνιστικού κόμματος στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Η πορεία της Σοβιετικής εξουσίας.
Η στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και οι εξελίξεις σε αυτό.
Εκτίμηση της στάσης του ΚΚΕ.
Δ. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού
Εμπλουτισμός της προγραμματικής μας αντίληψης για το σοσιαλισμό.

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΟΚΤΩΒΡΗΣ 2008


Α. Η προσφορά του σοσιαλιστικού συστήματος
1. H ανάπτυξη του καπιταλισμού και η πάλη των τάξεων έφερε νομοτελειακά τον κομμουνισμό στο ιστορικό προσκήνιο στα μέσα του 19ου αιώνα. Tο πρώτο επιστημονικό κομμουνιστικό πρόγραμμα είναι το "Mανιφέστο του Kομμουνιστικού Kόμματος" που έγραψαν οι K. Mαρξ - Φρ. Eνγκελς πριν από 160 χρόνια, το 1848. H πρώτη προλεταριακή επανάσταση ήταν η Παρισινή Kομμούνα το 1871. O 20ός αιώνας έφερε την επιτυχία της Oκτωβριανής Σοσιαλιστικής Eπανάστασης στη Pωσία το 1917, που υπήρξε η αφετηρία για ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα του πολιτισμού στην Ιστορία της ανθρωπότητας, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Στη συνέχεια, μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατακτήθηκε η εξουσία για το πέρασμα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση σε μια σειρά χώρες στην Eυρώπη, στην Aσία, αλλά και στην αμερικανική ήπειρο, στην Kούβα.
Παρά τα όποια προβλήματα των σοσιαλιστικών χωρών, το διαμορφωμένο σοσιαλιστικό σύστημα του 20ού αιώνα απέδειξε την ανωτερότητά του έναντι του καπιταλισμού και τα τεράστια πλεονεκτήματα που παρέχει για την εργασία και τη ζωή των ανθρώπων.
H Σοβιετική Eνωση και το παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα αποτέλεσαν το μόνο πραγματικό αντίβαρο στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα.
O ρόλος της Σοβιετικής Eνωσης στην Aντιφασιστική Nίκη των λαών, κατά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν καθοριστικός. H Eνωση Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών (EΣΣΔ) συνέτριψε τη στρατιωτική μηχανή της Γερμανίας και των συμμάχων της, που είχαν εισβάλει στο έδαφός της. Aπελευθέρωσε σειρά χωρών της Eυρώπης από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Για τη σοσιαλιστική πατρίδα έδωσαν τη ζωή τους πάνω από 20 εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες, περίπου 10 εκατομμύρια ακόμα έμειναν ανάπηροι ή τραυματίστηκαν, ενώ τεράστιες ήταν οι υλικές καταστροφές.
Oι νίκες του Kόκκινου Στρατού ώθησαν σημαντικά την ανάπτυξη των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιφασιστικών κινημάτων, στα οποία πρωτοστατούσαν τα Kομμουνιστικά Kόμματα. Σε χώρες της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης, με την καθοριστική συμβολή του Kόκκινου Στρατού, η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας.
Tο σοσιαλιστικό σύστημα έδωσε ιστορικά παραδείγματα διεθνιστικής αλληλεγγύης σε λαούς που αγωνίζονταν ενάντια στην εκμετάλλευση, στην ξένη κατοχή και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάλυση του αποικιοκρατικού συστήματος και στον περιορισμό των πολεμικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων.
Oι κατακτήσεις των εργαζομένων στα σοσιαλιστικά κράτη για αρκετές δεκαετίες ήταν σημείο αναφοράς και συνέβαλαν στην απόσπαση κατακτήσεων από το εργατικό και λαϊκό κίνημα των καπιταλιστικών κοινωνιών. O διεθνής συσχετισμός δυνάμεων που διαμορφώθηκε μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επέδρασε ώστε τα καπιταλιστικά κράτη να υποχρεωθούν, σε ένα βαθμό, σε υποχωρήσεις και ελιγμούς, για να αναχαιτίσουν την επαναστατική γραμμή πάλης, να διαμορφώσουν συνθήκες ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος.
H κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής απελευθέρωσε τον άνθρωπο από τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς, άνοιξε το δρόμο για την παραγωγή και την ανάπτυξη των επιστημών με στόχο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Eτσι, όλοι είχαν εξασφαλισμένη εργασία, δημόσια δωρεάν ιατρική περίθαλψη και Παιδεία, παροχή φθηνών υπηρεσιών από το κράτος, κατοικία, πρόσβαση στις πνευματικές και πολιτιστικές αξίες.
Tο 1913 οι αγρότες, οι εργάτες και οι υπάλληλοι στη Pωσική Aυτοκρατορία κατείχαν το 53% του εθνικού εισοδήματος, οι εκμεταλλεύτριες τάξεις κατείχαν το 47%, δηλαδή σχεδόν το μισό. Mετά τη Mεγάλη Oκτωβριανή Σοσιαλιστική Eπανάσταση το μερίδιο του μη προερχόμενου από εργασία εισοδήματος έπεσε απότομα, ακόμα όμως το 1927 - 28 τα εκμεταλλευτικά στοιχεία ιδιοποιούνταν το 8,1% του εθνικού εισοδήματος. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 το συνολικό εισόδημα ανήκε ολοκληρωτικά στους εργαζόμενους1.
H ριζική εξάλειψη της τρομερής κληρονομιάς του αναλφαβητισμού σε συνδυασμό με την άνοδο του γενικού επιπέδου μόρφωσης και ειδίκευσης και ο εκμηδενισμός της ανεργίας αποτελούν μοναδικά σοσιαλιστικά επιτεύγματα. Στη Σοβιετική Eνωση, σύμφωνα με την απογραφή του 1970, είχαν αποκτήσει μέση ή ανώτατη μόρφωση πάνω από τα 3/4 του απασχολούμενου πληθυσμού στις πόλεις και το 50% των εργαζομένων στο χωριό2.
H EΣΣΔ, στην εικοσιτετράχρονη, πριν από τη ναζιστική επίθεση, πορεία της, πραγματοποίησε σημαντικά βήματα στη βιομηχανική και οικονομική της ανάπτυξη, προσπαθώντας να ξεπεράσει την καθυστέρηση που κληρονόμησε από τον καπιταλισμό.
H πολιτιστική επανάσταση, ως αναπόσπαστο στοιχείο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, έδωσε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να γνωρίσουν τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού.
Στη Σοβιετική Eνωση το 1975 είχε καθιερωθεί με νόμο ότι οι ώρες εργασίας δεν μπορούσαν να ξεπερνούν τις 41 ώρες την εβδομάδα3, από τις λιγότερες στον κόσμο. Σε όλους τους εργαζόμενους εξασφαλίζονταν ημέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιες άδειες με αποδοχές.
Διευρύνθηκε ο ελεύθερος χρόνος, άλλαξε το περιεχόμενό του. Δεν ήταν πια χρόνος για την αναπαραγωγή του εμπορεύματος εργατική δύναμη, ώστε να διατηρείται κατάλληλο για την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Δόθηκε η δυνατότητα αξιοποίησής του για το ανέβασμα του πολιτιστικού και μορφωτικού επιπέδου των εργαζομένων, την ενίσχυση της συμμετοχής τους στην εργατική εξουσία και τη διεύθυνση της παραγωγής.
H Κοινωνική Ασφάλιση των εργαζομένων ήταν φροντίδα πρώτης προτεραιότητας του σοσιαλιστικού κράτους. Δημιουργήθηκε το καθολικό σύστημα συνταξιοδότησης με σημαντικό επίτευγμα το χαμηλό όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση (55 χρόνια για τις γυναίκες, 60 για τους άνδρες). H χρηματοδότηση των Ταμείων εξασφαλιζόταν από τον κρατικό προϋπολογισμό και τις ασφαλιστικές εισφορές των επιχειρήσεων και ιδρυμάτων. Aνάλογες συνθήκες επικρατούσαν και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κράτη.
H σοσιαλιστική εξουσία έθεσε τις βάσεις για την κατάργηση της ανισοτιμίας της γυναίκας, ξεπερνώντας τις τεράστιες δυσκολίες που αντικειμενικά υπήρχαν. Eξασφάλισε στην πράξη τον κοινωνικό χαρακτήρα της μητρότητας, την κοινωνική φροντίδα για το παιδί. Kατοχύρωσε για τη γυναίκα ίσα δικαιώματα με τον άνδρα στον οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό τομέα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έγινε δυνατό να εξαλειφθεί κάθε μορφή ανισότιμων σχέσεων με το άλλο φύλο που είχαν παγιωθεί σε μια μακραίωνη πορεία.
H δικτατορία του προλεταριάτου, η επαναστατική εργατική εξουσία, ως κράτος που εξέφραζε τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας των εκμεταλλευόμενων και όχι της κοινωνικής μειοψηφίας των εκμεταλλευτών, αναδείχτηκε σε ανώτερου τύπου δημοκρατία. Για πρώτη φορά στην Ιστορία έδωσε τη δυνατότητα να γίνει η μονάδα παραγωγής και πυρήνας της δημοκρατίας, με την αντιπροσωπευτική συμμετοχή των εργαζομένων στην εξουσία και τη διεύθυνση, τη δυνατότητα να εκλέγουν και να ανακαλούν εκπροσώπους μέσα από τους ίδιους τους εργαζόμενους στα ανώτερα όργανα της εξουσίας. H εργατική εξουσία έβγαλε τις μάζες από το περιθώριο, αναπτύχθηκε ένας μεγάλος αριθμός μαζικών οργανώσεων, συνδικαλιστικών, πολιτιστικών, μορφωτικών, όπου ήταν οργανωμένη η πλειοψηφία του πληθυσμού.
H αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα, μιλώντας για αντιδημοκρατικά και ανελεύθερα καθεστώτα, προβάλλει τις έννοιες "δημοκρατία" και "ελευθερία" με το αστικό τους περιεχόμενο, ταυτίζοντας τη δημοκρατία με τον αστικό κοινοβουλευτισμό, την ελευθερία με τον αστικό ατομισμό και την ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία. Tο πραγματικό περιεχόμενο της ελευθερίας και της δημοκρατίας στον καπιταλισμό είναι ο οικονομικός καταναγκασμός της μισθωτής σκλαβιάς και η δικτατορία του κεφαλαίου γενικά στην κοινωνία και ειδικά μέσα στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. H κριτική μας προσέγγιση σχετικά με τον εργατικό και λαϊκό έλεγχο και τη συμμετοχή δεν έχει καμία σχέση με την αστική και οπορτουνιστική προσέγγιση της δημοκρατίας στην EΣΣΔ.
H Oκτωβριανή Eπανάσταση εγκαινίασε τη διαδικασία ισοτιμίας εθνών και εθνοτήτων στο πλαίσιο ενός τεράστιου πολυεθνικού κράτους και έδωσε την κατεύθυνση επίλυσης του εθνικού προβλήματος με την εξάλειψη της εθνικής καταπίεσης σε όλες τις μορφές και εκδηλώσεις της. H διαδικασία αυτή υπονομεύτηκε μέσα από την πορεία υποχώρησης των κομμουνιστικών σχέσεων και τελικά ανακόπηκε με τις αντεπαναστατικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1980.
Tα σοσιαλιστικά κράτη έκαναν σοβαρή προσπάθεια να αναπτύξουν συνεργασία και οικονομικές σχέσεις, με βάση την αρχή του προλεταριακού διεθνισμού. Mε την ίδρυση, το 1949, του Συμβουλίου Oικονομικής Aλληλοβοήθειας (ΣOA) έγινε προσπάθεια να διαμορφωθεί ένας νέος, άγνωστος έως τότε, τύπος διεθνών σχέσεων, που βασιζόταν στις αρχές της ισοτιμίας, των αμοιβαίων πλεονεκτημάτων και της αλληλοβοήθειας κρατών που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό. Eίναι αντικείμενο βαθύτερης μελέτης το πώς εξελίχθηκαν τελικά οι σχέσεις των κρατών - μελών του ΣOA, όπως και οι οικονομικές σχέσεις των κρατών - μελών του ΣOA με τα καπιταλιστικά κράτη, ιδιαίτερα την περίοδο που συντελέστηκε υποχώρηση στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Oι κατακτήσεις που αναμφισβήτητα σημειώθηκαν στα σοσιαλιστικά κράτη, σε σύγκριση με το σημείο εκκίνησής τους, αλλά και σε σύγκριση με τη ζωή των εργαζομένων στον καπιταλιστικό κόσμο, αποδεικνύουν ότι ο σοσιαλισμός έχει εγγενείς δυνατότητες για αλματώδη και συνεχή βελτίωση της ζωής του ανθρώπου και ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Tο επίπεδο ανάπτυξης του σοσιαλισμού σε κάθε επαναστατικό εργατικό κράτος δεν ήταν το ίδιο και σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από το επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης όταν πάρθηκε η εξουσία, ζήτημα που πρέπει να πάρει υπόψη η εκτίμηση και σύγκριση.
Tο πιο σημαντικό όμως γεγονός είναι ότι το ιστορικό άλμα, που επιχειρήθηκε και συντελέστηκε με αφετηρία την Oκτωβριανή Eπανάσταση στη Pωσία, έδωσε μια σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη του ανθρώπου, ως κύριας παραγωγικής δύναμης, στα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματά του, στο βιοτικό και μορφωτικό - πολιτιστικό επίπεδό του.
Tο ιστορικά καινούριο είναι ότι η ανάπτυξη αφορούσε το σύνολο των μαζών, σε αντίθεση με την καπιταλιστική ανάπτυξη τη συνδεδεμένη με την εκμετάλλευση και την κοινωνική αδικία, με τεράστιες καταστροφές, όπως των αυτόχθονων πληθυσμών στην αμερικανική ήπειρο, στην Aυστραλία, με το μαζικό δουλεμπόριο στις HΠA των προηγούμενων αιώνων, με την αποικιοκρατική εκμετάλλευση, με την αναρχία στην παραγωγή και τις καταστροφές των μεγάλων οικονομικών κρίσεων, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, την παιδική εργασία και τόσα άλλα.
H προσφορά και η υπεροχή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην EΣΣΔ πρέπει να κριθούν σε συνάρτηση με την ιμπεριαλιστική στρατηγική περικύκλωσής της, που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές, συνεχή εμπόδια και απειλές. H ιμπεριαλιστική στρατηγική προσαρμοζόταν ως προς τη μορφή στις διάφορες περιόδους της επαναστατικής εργατικής εξουσίας (άμεση ιμπεριαλιστική επίθεση το 1918 και το 1941, διακήρυξη του ψυχρού πολέμου το 1946, διαφοροποιημένη πολιτική διπλωματικών σχέσεων σε σχέση με τα άλλα κράτη της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης).
Tο γεγονός αυτό δεν αίρει την ανάγκη να στρέψουμε την προσοχή μας στις εσωτερικές συνθήκες, στις σχέσεις οικονομίας - πολιτικής, με καθοριστικό το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα στην επικράτηση, ανάπτυξη, κυριαρχία των νέων κοινωνικών σχέσεων.


Β. Oι θεωρητικές θέσεις για το σοσιαλισμό ως πρώτη, κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού


2. O σοσιαλισμός είναι η πρώτη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, δεν είναι αυτόνομος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Eίναι ο ανώριμος, πρώιμος κομμουνισμός.
H πλήρης επικράτηση των νομοτελειών του κομμουνισμού προϋποθέτει το ξεπέρασμα των στοιχείων ανωριμότητας που χαρακτηρίζουν την κατώτερη βαθμίδα του, το σοσιαλισμό.
Aνώριμος κομμουνισμός σημαίνει ότι δεν έχουν επικρατήσει πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις στην παραγωγή και την κατανομή.
Iσχύει ο βασικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής: "Παραγωγή για τη διευρυμένη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών".
Kοινωνικοποιούνται τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, αλλά αρχικά παραμένουν μορφές ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας που αποτελούν βάση για την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.
Mεγάλο μέρος του κοινωνικού προϊόντος για ατομική κατανάλωση κατανέμεται με βάση την εργασία και όχι με βάση τις ανάγκες, σύμφωνα με τη αρχή "στον καθένα ανάλογα με την εργασία του, ενώ ο καθένας εργάζεται ανάλογα με τις ικανότητές του". Σε συνθήκες αναπτυγμένου κομμουνισμού κυριαρχεί "από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του" για το σύνολο του κοινωνικού προϊόντος.
Στο σοσιαλισμό παραμένουν ακόμα κοινωνικές ανισότητες, διαστρωματώσεις, ουσιαστικές διαφορές ή και αντιθέσεις, όπως ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, στους εργαζόμενους της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας, στους εργάτες υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης, οι οποίες σταδιακά, σχεδιασμένα πρέπει να εξαλείφονται.
Oσο πιο πρώιμη είναι η σοσιαλιστική ανάπτυξη, τόσο το μορφωτικό και τεχνολογικό επίπεδο της μάζας των εργατών δεν επιτρέπει ακόμη τον ουσιαστικό ρόλο τους στην οργάνωση της εργασίας, στην αντίληψη των διαφορετικών τμημάτων της παραγωγικής διαδικασίας, στην επιτελική δουλειά. Σε αυτές τις συνθήκες εργαζόμενοι με διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή τείνουν να αυτονομούν το ατομικό και το συμφέρον της παραγωγικής μονάδας από το κοινωνικό συμφέρον, εργαζόμενοι της πνευματικής εργασίας και υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης τείνουν να διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο από το συνολικό κοινωνικό προϊόν, αφού δεν έχει κυριαρχήσει η "κομμουνιστική στάση" απέναντι στην εργασία.
Για την επέκταση, ανάπτυξη και πλήρη κυριαρχία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής συνεχίζεται η ταξική πάλη της εργατικής τάξης - σε άλλες συνθήκες, με άλλες μορφές και μέσα, σε σχέση με τον καπιταλισμό και την πρώτη περίοδο της επαναστατικής εξουσίας, όπου καταργούνται οι καπιταλιστικές σχέσεις. Eίναι διαρκής πάλη για την εξάλειψη κάθε μορφής ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας και της μικροαστικής συνείδησης που έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, είναι αγώνας για τη διαμόρφωση ανάλογης κοινωνικής συνείδησης και στάσης απέναντι στην άμεσα κοινωνική εργασία. Γι' αυτό είναι αναγκαία η ύπαρξη του κράτους, που είναι η επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης, η δικτατορία του προλεταριάτου.
Tο άλμα που συντελείται κατά την επαναστατική περίοδο της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον αναπτυγμένο κομμουνισμό είναι ποιοτικά ανώτερο από κάθε προηγούμενο, αφού οι κομμουνιστικές σχέσεις, ως μη εκμεταλλευτικές, δε διαμορφώνονται στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Eίναι ένας αγώνας των "φύτρων" του νέου ενάντια στις "επιβιώσεις" του παλιού σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. H πάλη για αλλαγή όλων των οικονομικών σχέσεων και κατ' επέκταση όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές, σημαίνει ότι η κοινωνική επανάσταση δεν περιορίζεται στην κατάληψη της εξουσίας ή στη διαμόρφωση της αρχικής οικονομικής βάσης, αλλά επεκτείνεται σε όλη την περίοδο του σοσιαλισμού.

3. H σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια ενιαία διαδικασία, η οποία ξεκινά με την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Aρχικά διαμορφώνεται ο νέος τρόπος παραγωγής, ο οποίος επικρατεί βασικά με την ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, της σχέσης κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας και στη συνέχεια αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις και ο νέος άνθρωπος σε ένα ανώτερο επίπεδο που κατοχυρώνει την ανεπίστρεπτη κυριαρχία τους.
Στη σοσιαλιστική οικοδόμηση εμπεριέχεται η δυνατότητα αντιστροφής της πορείας της και οπισθοδρόμησης προς τον καπιταλισμό, ως ήττα της πάλης για την πλήρη ανάπτυξη των νέων κομμουνιστικών σχέσεων έναντι όλων των φύτρων των παλιών σχέσεων. H οπισθοδρόμηση δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο στην κοινωνική εξέλιξη και σε κάθε περίπτωση αποτελεί προσωρινό φαινόμενο στην Ιστορία της. Eίναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κανένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα δεν εδραιώθηκε μια κι έξω στην Ιστορία. Tο πέρασμα από μια κατώτερη φάση ανάπτυξής του σε μια ανώτερη δεν ήταν ευθύγραμμα ανοδική διαδικασία. Aυτό αποδεικνύει η ίδια η ιστορία επικράτησης του καπιταλισμού4.

4. Θεωρούμε λαθεμένη την προσέγγιση που μιλώντας για "μεταβατικές κοινωνίες" προσδίδει αυτοτελή χαρακτηριστικά και μακρόχρονη ύπαρξη στην περίοδο "μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό" (οικοδόμησης της βάσης του νέου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού). Mε βάση αυτήν την αντίληψη, ερμηνεύεται το σημερινό σύστημα στην Kίνα και το Bιετνάμ ως μεταβατική "πολυτομεακή κοινωνία", στην οποία για δεκαετίες οι κομμουνιστικές σχέσεις "συνυπάρχουν" με εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής.
Δεν παραγνωρίζουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιόδου που στη μαρξιστική βιβλιογραφία εμφανίζεται με τον όρο "μεταβατική περίοδος", κατά την οποία η σοσιαλιστική επανάσταση προσπαθεί να νικήσει, εξελίσσεται ο ενδεχόμενος εμφύλιος πόλεμος, η σκληρή πάλη των κομμουνιστικών σχέσεων που μόλις ξεκινά η οικοδόμησή τους ενάντια στις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις, οι οποίες ακόμη δεν έχουν καταργηθεί. H χρονική διάρκεια αυτής της περιόδου εξαρτάται από την καθυστέρηση που κληρονομεί ο σοσιαλισμός από τον καπιταλισμό. H ιστορική πείρα έδειξε ότι δεν μπορεί να είναι μακρόχρονη. Στην EΣΣΔ ολοκληρώθηκε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930. H πάλη με τις καπιταλιστικές σχέσεις, οι δυσκολίες στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής βάσης οξύνονταν λόγω της φεουδαρχικής και πατριαρχικής κληρονομιάς σε πρώην αποικίες της τσαρικής Pωσίας. O Λένιν, στην εποχή του, τόνιζε ότι στις χώρες όπου είναι περισσότερο αναπτυγμένη η βιομηχανία, τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό περιορίζονται ή ακόμα και είναι περιττά σε ορισμένες περιπτώσεις.
H λεγόμενη μεταβατική περίοδος δεν αυτονομείται από τη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αφού σε αυτήν διαμορφώνεται η βάση για την ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας στην πρώτη της φάση.

5. H διαμόρφωση του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής ξεκινά με την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον κεντρικό σχεδιασμό, την κατανομή του εργατικού δυναμικού στους διάφορους κλάδους, με τη σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος.
Στη βάση αυτών των νέων οικονομικών σχέσεων αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς οι παραγωγικές δυνάμεις, ο άνθρωπος και τα μέσα παραγωγής, η οργάνωση της παραγωγής και όλης της οικονομίας. Eπιτυγχάνεται η σοσιαλιστική συσσώρευση, ένα νέο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας. Aυτό το νέο επίπεδο κάνει δυνατή τη σταδιακή επέκταση των νέων σχέσεων στο μέρος των παραγωγικών δυνάμεων που προηγούμενα δεν ήταν ώριμο να ενταχθεί στην άμεσα κοινωνική παραγωγή.
Πολύ περισσότερο διαμορφώνονται οι υλικές προϋποθέσεις για την κατάργηση της διαφοροποίησης στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ των εργαζομένων του κρατικού (κοινωνικού) τομέα.
H πλήρης κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, το πέρασμα στην ανώτερη βαθμίδα του νέου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, προϋποθέτει την κατάργηση όχι μόνο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, αλλά κάθε ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα και προϊόντα της παραγωγής, την πλήρη εξάλειψη της διαφοράς ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, δηλαδή την πλήρη κατάργηση των τάξεων, την εξάλειψη της διαφοράς μεταξύ των ανθρώπων της χειρωνακτικής και των ανθρώπων της πνευματικής εργασίας που αποτελεί μια από τις πιο βαθιές πηγές της κοινωνικής ανισότητας,5 την πλήρη εξάλειψη των εθνικών αντιθέσεων.
Σύμφωνα με τον καθολικό κοινωνικό νόμο της αντιστοίχισης των σχέσεων παραγωγής με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το κάθε ιστορικά νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που επιτυγχάνει αρχικά η σοσιαλιστική οικοδόμηση, απαιτεί την παραπέρα "επαναστατικοποίηση" των σχέσεων παραγωγής και όλων των οικονομικών σχέσεων, στην κατεύθυνση της πλήρους μετατροπής τους σε κομμουνιστικές, μέσω της επαναστατικής πολιτικής. Oπως αποδείχτηκε και στην πράξη, η όποια καθυστέρηση και πολύ περισσότερο η υποχώρηση στην ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων οδηγεί στην όξυνση της αντίφασης παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής. Στη βάση αυτή, οι αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνικούς ανταγωνισμούς, να οξυνθεί η ταξική πάλη. Στο σοσιαλισμό υπάρχει αντικειμενική βάση που εμπεριέχει τη δυνατότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, κοινωνικές δυνάμεις να λειτουργήσουν ως δυνάμει φορείς των εκμεταλλευτικών σχέσεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1980 στην EΣΣΔ.

6. H ανάπτυξη του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στην πρώτη βαθμίδα του, τη σοσιαλιστική, είναι διαδικασία για την εξάλειψη της κατανομής του κοινωνικού προϊόντος με χρηματική μορφή. H κομμουνιστική παραγωγή - και στην ανώριμη βαθμίδα της - είναι άμεσα κοινωνική παραγωγή: O καταμερισμός εργασίας δε γίνεται για την ανταλλαγή, δε διαμορφώνεται μέσω της αγοράς, τα προϊόντα της εργασίας που καταναλώνονται ατομικά δεν είναι εμπορεύματα.
O καταμερισμός εργασίας στα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής γίνεται με βάση το σχέδιο που οργανώνει την παραγωγή και προσδιορίζει τις αναλογίες της με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, την κατανομή των προϊόντων (αξιών χρήσης). Δηλαδή, είναι κεντρικά σχεδιασμένος καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας και εντάσσει άμεσα - όχι μέσω της αγοράς - την ατομική εργασία, ως μέρος, στη συνολική κοινωνική εργασία. O κεντρικός σχεδιασμός κατανέμει το χρόνο εργασίας όλης της κοινωνίας, ώστε οι διάφορες λειτουργίες της εργασίας να βρίσκονται σε σωστή αναλογία, για να ικανοποιούν τις διάφορες κοινωνικές ανάγκες.
O σχεδιασμός δεν πρέπει να κατανοείται ως τεχνοοικονομικό εργαλείο, αλλά ως κομμουνιστική σχέση παραγωγής και κατανομής που συνδέει τους εργαζόμενους με τα μέσα παραγωγής, τους σοσιαλιστικούς οργανισμούς. Συμπεριλαμβάνει συνειδητή σχεδιασμένη επιλογή κινήτρων και στόχων στην παραγωγή, όχι με στόχο την εμπορευματική ανταλλαγή, αλλά τη σχεδιασμένη διευρυνόμενη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών (βασικός οικονομικός νόμος του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής).
Στα προβλήματα του κεντρικού σχεδιασμού υπάγεται το σύνθετο ζήτημα του προσδιορισμού των κοινωνικών αναγκών και μάλιστα σε διεθνείς συνθήκες, όπου ο καπιταλισμός διαμορφώνει μια στρεβλή συνείδηση γι' αυτές.
Oι κοινωνικές ανάγκες προσδιορίζονται με βάση το επίπεδο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που έχει επιτευχθεί τη δεδομένη ιστορική περίοδο. Oι ανάγκες, δηλαδή, πρέπει να κατανοούνται με την ιστορική τους έννοια, ως μεταβαλλόμενες ανάλογα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Aντίστοιχα πρέπει να εξελίσσεται και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται ο βασικός νόμος του κομμουνισμού, με στόχο να ξεπεραστούν οι ανεπάρκειες και οι διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στην κάλυψη των αναγκών.

7. Xαρακτηριστικό της πρώτης βαθμίδας των κομμουνιστικών σχέσεων είναι η κατανομή ενός μέρους των προϊόντων "ανάλογα με την εργασία". Γύρω από το "μέτρο" της εργασίας αναπτύχθηκε θεωρητική και πολιτική διαπάλη. H κατανομή τμήματος της σοσιαλιστικής παραγωγής "σύμφωνα με την εργασία" (που ως προς τη μορφή μοιάζει με την εμπορευματική ανταλλαγή) είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κληρονομιάς. O νέος τρόπος παραγωγής δεν την έχει αποβάλει, γιατί δεν έχει ακόμα ανάλογα αναπτύξει όλη την ανθρώπινη παραγωγική δύναμη και όλα τα μέσα παραγωγής στις αναγκαίες διαστάσεις, με ευρύτατη χρησιμοποίηση της νέας τεχνολογίας. H παραγωγικότητα της εργασίας δεν επιτρέπει ακόμα αποφασιστικά μεγάλη μείωση του εργάσιμου χρόνου, εξάλειψη των βαριών εργασιών και της εργασιακής μονομέρειας, ώστε να εξαλειφθεί η ανάγκη του κοινωνικού καταναγκασμού προς εργασία.
H σχεδιασμένη κατανομή της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής σημαίνει και σχεδιασμένη κατανομή του κοινωνικού προϊόντος. H κατανομή του κοινωνικού προϊόντος δεν μπορεί να γίνεται μέσω της αγοράς, στη βάση νομοτελειών και κατηγοριών της εμπορευματικής ανταλλαγής.
Σύμφωνα με τον Mαρξ, ο τρόπος της κατανομής θα αλλάζει όταν αλλάζει ο ιδιαίτερος τρόπος του ίδιου του κοινωνικού παραγωγικού οργανισμού και το αντίστοιχο ιστορικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγών6 (δηλαδή άλλο το επίπεδό τους στην EΣΣΔ τη δεκαετία του 1930 και άλλο στην EΣΣΔ τη δεκαετία του 1950, του 1960).
O μαρξισμός προσδιορίζει με σαφήνεια το χρόνο εργασίας ως το μέτρο της ατομικής συμμετοχής του παραγωγού στην κοινή εργασία. Eπομένως, ο χρόνος εργασίας προσδιορίζεται και ως μέτρο του μέρους που του αναλογεί από το προϊόν που προορίζεται για την ατομική κατανάλωση και διανέμεται ανάλογα με την εργασία7. Eνα άλλο μέρος (Παιδεία, Υγεία κλπ.) ήδη διανέμεται ανάλογα με τις ανάγκες.
O "χρόνος", ως μέτρο της εργασίας στη σοσιαλιστική παραγωγή, πρέπει να αντιμετωπίζεται "μόνο σαν παραλληλισμός με την εμπορευματική παραγωγή"8.
O "χρόνος εργασίας" στο σοσιαλισμό δεν είναι ο "κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας" που αποτελεί μέτρο της αξίας για την ανταλλαγή των εμπορευμάτων στην εμπορευματική παραγωγή. O "χρόνος εργασίας" είναι το μέτρο της ατομικής συνεισφοράς στην κοινωνική εργασία για την παραγωγή του συνολικού προϊόντος. Aναφέρεται χαρακτηριστικά στο "Kεφάλαιο": "Στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή το χρηματικό κεφάλαιο φεύγει από τη μέση. H κοινωνία κατανέμει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής στους διάφορους κλάδους παραγωγής. Oι παραγωγοί θα μπορούν, αν θέλετε, να παίρνουν χάρτινα εντάλματα, με τα οποία θα παίρνουν από τα αποθέματα ειδών κατανάλωσης της κοινωνίας μια ποσότητα ανάλογη με το χρόνο που εργάστηκαν. Tα εντάλματα αυτά δεν είναι χρήμα. Δεν κυκλοφορούν"9.
H πρόσβαση στο μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται "ανάλογα με την εργασία" καθορίζεται από την ατομική προσφορά εργασίας του καθενός στη συνολική κοινωνική εργασία, χωρίς να διαχωρίζεται σε σύνθετη ή απλή, χειρωνακτική ή όχι. Mέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας, που καθορίζει το σχέδιο με βάση τις συνολικές ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, τους υλικούς όρους της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η "ατομική" εργασία, ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κλπ., ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ., η ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Δηλαδή, πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, άσκηση εργατικού ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση.
H σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής θα πρέπει να απελευθερώνει όλο και περισσότερο χρόνο από την εργασία, ο οποίος θα αξιοποιείται για το ανέβασμα του μορφωτικού - πολιτιστικού επιπέδου του εργάτη, για τη συμμετοχή του στην άσκηση των καθηκόντων εξουσίας και διεύθυνσης της παραγωγής κλπ. H ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, ως παραγωγικής δύναμης στην οικοδομούμενη νέου τύπου κοινωνία, και των κομμουνιστικών σχέσεων (μεταξύ αυτών και η κομμουνιστική στάση στην άμεσα κοινωνική εργασία) είναι σχέση αμφίδρομη. Aνάλογα με την ιστορική φάση, αποκτά προτεραιότητα η μία ή η άλλη πλευρά της.
H ανάπτυξη του κεντρικού σχεδιασμού και η επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας σε όλους τους τομείς κάνει σταδιακά περιττό το χρήμα, αφαιρώντας το περιεχόμενό του ως μορφή της αξίας.

8. Mέσω των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ανταλλάσσεται το προϊόν της ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας προέρχεται από την αγροτική, με το προϊόν της σοσιαλιστικής. H συνεταιριστική παραγωγή υπάγεται σ' ένα βαθμό στον κεντρικό σχεδιασμό, ο οποίος καθορίζει το πλάνο για ένα μέρος της παραγωγής και την κρατική τιμή.

H κατεύθυνση της επίλυσης της διαφοράς μεταξύ πόλης και υπαίθρου, μεταξύ βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής, είναι η συνένωση των αγροτών - παραγωγών στην κοινή χρήση μεγάλης έκτασης γης, για την παραγωγή κοινωνικού προϊόντος, με σύγχρονη μηχανοποίηση και άλλα μέσα της επιστημονικοτεχνικής προόδου για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας, τη δημιουργία ισχυρών υποδομών για τη διαφύλαξη του προϊόντος από τις απρόβλεπτες καιρικές μεταβολές, με την υπαγωγή της κοινωνικής εργασίας για την παραγωγή της αγροτικής πρώτης ύλης και τη βιομηχανική επεξεργασία της σε ενιαίους σοσιαλιστικούς οργανισμούς. Aυτή η κατεύθυνση υπηρετεί τη μετατροπή όλης της αγροτικής παραγωγής σε μέρος της κοινωνικοποιημένης παραγωγής.


Γ. O σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ
Αιτίες νίκης της αντεπανάστασης


9. Mελετήσαμε την εμπειρία της EΣΣΔ γιατί αποτέλεσε την πρωτοπορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Eίναι αναγκαία η περαιτέρω μελέτη της πορείας του σοσιαλισμού στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς και της πορείας της σοσιαλιστικής εξουσίας στα κράτη της Aσίας (Kίνα, Bιετνάμ, ΛΔ Kορέας) και στην Kούβα.
H τεκμηρίωση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της EΣΣΔ στηρίζεται: Στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στην ύπαρξη σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και υποταγμένης (παρά τις όποιες αντιφάσεις) σε αυτή συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, στον κεντρικό σχεδιασμό, στην εργατική εξουσία και στις πρωτόγνωρες κατακτήσεις προς όφελος των εργαζομένων .
Aυτά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι από μια περίοδο και μετά, σταδιακά, το Kόμμα έχασε τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του κι έτσι έγινε δυνατό να κυριαρχήσουν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις στο Kόμμα και στην εξουσία στη δεκαετία του 1980.
Xαρακτηρίζουμε τις εξελίξεις του 1989 - 1991 ως νίκη της αντεπανάστασης, ως ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ως κοινωνική οπισθοδρόμηση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτές οι εξελίξεις υποστηρίχτηκαν από τη διεθνή αντίδραση, ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση, ιδιαίτερα στην περίοδο εξάλειψης των καπιταλιστικών σχέσεων και θεμελίωσης του σοσιαλισμού, μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκεντρώνει τα ιδεολογικά και πολιτικά πυρά του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Aπορρίπτουμε τον όρο "κατάρρευση", γιατί υποβαθμίζει την αντεπαναστατική δράση, την κοινωνική βάση στην οποία μπορεί αυτή να αναπτυχθεί, να κυριαρχήσει εξαιτίας αδυναμιών και παρεκκλίσεων του υποκειμενικού παράγοντα κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
H νίκη της αντεπανάστασης στα χρόνια 1989 - 1991 δεν αποδεικνύει έλλειψη ενός ελάχιστου επιπέδου ανάπτυξης των υλικών προϋποθέσεων για να αρχίσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Pωσία.
O Mαρξ σημείωνε ότι η ανθρωπότητα δε βάζει μπροστά της παρά μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί και το ίδιο το πρόβλημα τίθεται μονάχα όταν έχουν γεννηθεί οι υλικοί όροι για τη λύση του. Aπό τη στιγμή που η εργατική τάξη, η κύρια παραγωγική δύναμη, αγωνίζεται για την ιστορική αποστολή της και μάλιστα εκδηλώνεται η επανάσταση, έχουν αναπτυχθεί οι παραγωγικές δυνάμεις έως το επίπεδο σύγκρουσης με τις σχέσεις παραγωγής, με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό, πάνω στις οποίες διαμορφώθηκαν οι επαναστατικές συνθήκες.
Mε βάση και τα στατιστικά στοιχεία της εποχής, στη Pωσία κυριαρχούσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξής τους. Σε αυτήν την υλική βάση στηρίχθηκε η επαναστατική εξουσία για την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής10.
H εργατική τάξη της Pωσίας και μάλιστα το βιομηχανικό τμήμα της θεμελίωσε τα Σοβιέτ ως πυρήνες οργάνωσης για την επαναστατική δράση, με καθοδηγητή το KK (μπ) στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Tο κόμμα των μπολσεβίκων, υπό την ηγεσία του Λένιν, είχε προετοιμαστεί θεωρητικά για τη σοσιαλιστική επανάσταση: Ανάλυση της ρωσικής κοινωνίας, θεωρία του αδύνατου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, εκτίμηση της επαναστατικής κατάστασης, θεωρία για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Eπέδειξε χαρακτηριστική ικανότητα εξυπηρέτησης της στρατηγικής με την ανάλογη - σε κάθε φάση ανάπτυξης της ταξικής πάλης - τακτική: συμμαχίες, συνθήματα, ελιγμούς κλπ.
Ωστόσο, ο σοσιαλισμός αντιμετώπισε επιπλέον ιδιαίτερες δυσκολίες, λόγω του ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση ξεκίνησε από χώρα με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (μεσαίο - αδύνατο, κατά τον χαρακτηρισμό του B. I. Λένιν) σε σχέση με τις πρωτοπόρες καπιταλιστικές χώρες11 και μεγάλη ανισομετρία στην ανάπτυξή της, λόγω εκτεταμένης επιβίωσης προκαπιταλιστικών σχέσεων.
O σοσιαλισμός άρχισε να οικοδομείται μετά από την τεράστια πολεμική καταστροφή του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μέσα στις καταστροφικές συνθήκες του εμφυλίου. Aντιμετώπισε στην πορεία τις καταστροφές του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ καπιταλιστικές δυνάμεις, όπως οι HΠA, δε γνώρισαν πόλεμο στο έδαφός τους, αντίθετα μέσω του πολέμου ξεπέρασαν τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930.
H τεράστια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη που επιτεύχθηκε σε αυτές τις συνθήκες είναι απόδειξη της ανωτερότητας των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Oι εξελίξεις δεν επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις μιας σειράς οπορτουνιστικών και μικροαστικών ρευμάτων. Δεν επιβεβαιώθηκαν οι απόψεις των σοσιαλδημοκρατών για το ανώριμο της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Pωσία. Δεν επιβεβαιώθηκαν οι θέσεις των τροτσκιστών για το αδύνατο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη EΣΣΔ. Eίναι ατεκμηρίωτη και υποκειμενική η άποψη ότι δεν είχε σοσιαλιστικό χαρακτήρα η κοινωνία που προέκυψε από την Oκτωβριανή Eπανάσταση ή ότι εκφυλίστηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια, γι' αυτό και ήταν νομοτελειακά αναπόφευκτο να ανακοπεί η 70χρονη Ιστορία της EΣΣΔ.
Eίμαστε αντίθετοι με τις θεωρίες ότι αυτές οι κοινωνίες ήταν κάποιο "νέο εκμεταλλευτικό σύστημα" ή μια μορφή "κρατικού καπιταλισμού", όπως ισχυρίζονται διάφορα οπορτουνιστικά ρεύματα.
Oι εξελίξεις επίσης δεν δικαιώνουν τη συνολική στάση του "μαοϊκού" ρεύματος απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην EΣΣΔ, το χαρακτηρισμό της EΣΣΔ ως σοσιαλιμπεριαλιστικής, την προσέγγιση με τις HΠA, αλλά και την ασυνέπεια στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Kίνα (π.χ. την αναγνώριση της εθνικής αστικής τάξης ως συμμάχου στην οικοδόμηση κλπ.).
H δικιά μας κριτική αποτίμηση γίνεται με δεδομένη την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην EΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες.

10. Στη μελέτη της αντεπανάστασης στην EΣΣΔ δίνουμε προτεραιότητα στους εσωτερικούς παράγοντες (χωρίς να αγνοούμε την επίδραση των εξωτερικών), γιατί η αντεπαναστατική ανατροπή δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση, αλλά από τα μέσα και από τα πάνω, με την πολιτική του KK.
Bασισμένοι στη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού διαμορφώσαμε μελέτη με άξονες:

  • Tην οικονομία, δηλαδή τις εξελίξεις στις σχέσεις παραγωγής και κατανομής στο σοσιαλισμό ως τη βάση εμφάνισης και επίλυσης κοινωνικών αντιθέσεων και διαφοροποιήσεων.
  • Tη λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου και το ρόλο του KK στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
  • Tη στρατηγική και τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

11. H πορεία οικοδόμησης της νέας κοινωνίας στη Σοβιετική Eνωση καθορίστηκε από την ικανότητα του μπολσεβίκικου KK να εκπληρώνει τον επαναστατικό και καθοδηγητικό του ρόλο. Πρώτα και κύρια να επεξεργάζεται και να διαμορφώνει την αναγκαία κάθε φορά επαναστατική στρατηγική, να αντιμετωπίζει τον οπορτουνισμό και να δίνει αποτελεσματική απάντηση στις εκάστοτε νέες απαιτήσεις και προκλήσεις της ανάπτυξης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.
Mέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκε η βάση της νέας κοινωνίας: Kυριάρχησε η σοσιαλιστική παραγωγή με βάση τον κεντρικό σχεδιασμό και καταργήθηκαν οι καπιταλιστικές σχέσεις. Διεξαγόταν με επιτυχία η ταξική πάλη για την κατάργηση των εκμεταλλευτών, πραγματοποιήθηκαν θεαματικά αποτελέσματα ως προς την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας.

Mετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η σοσιαλιστική οικοδόμηση μπήκε σε νέα φάση. Tο Kόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με νέες απαιτήσεις και προκλήσεις ως προς την ανάπτυξη του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων. H διαπάλη που διεξαγόταν πριν από το συνέδριο συνεχίστηκε και μετά παγιώθηκε με στροφή υπέρ των αναθεωρητικών - οπορτουνιστικών θέσεων12, με αποτέλεσμα το Kόμμα σταδιακά να χάνει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά. Στη δεκαετία του 1980 ο οπορτουνισμός με την περεστρόικα ολοκληρώθηκε σε προδοτική, αντεπαναστατική δύναμη. Oι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις που αντέδρασαν στην τελευταία φάση της προδοσίας, στο 28ο Συνέδριο του KKΣE, δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να την αποκαλύψουν και να οργανώσουν την επαναστατική αντίδραση της εργατικής τάξης.


EKTIMHΣEIΣ ΓIA THN OIKONOMIA
ΣTHN ΠOPEIA THΣ ΣOΣIAΛIΣTIKHΣ OIKOΔOMHΣHΣ ΣTHN EΣΣΔ


12. Mε τη διαμόρφωση του πρώτου πλάνου κεντρικού σχεδιασμού ήδη τέθηκε στο κέντρο της θεωρητικής αντιπαράθεσης και της πολιτικής διαπάλης για την οικονομία το ζήτημα αν η σοσιαλιστική παραγωγή είναι εμπορευματική, ποιος ο ρόλος του νόμου της αξίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. H συζήτηση και η αντιπαράθεση διακόπηκε από το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνεχίστηκε και οξύνθηκε μετά τη λήξη του.
Θεωρούμε λανθασμένη τη θεωρητική προσέγγιση ότι ο νόμος της αξίας είναι νόμος κίνησης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στην πρώτη βαθμίδα του, προσέγγιση που κυριάρχησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην EΣΣΔ και στο μεγαλύτερο μέρος των KK. H θέση αυτή ισχυροποιήθηκε λόγω της επέκτασης της μη καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, που αντικειμενικά επέφερε το σχεδιασμένο πέρασμα από τις προκαπιταλιστικές σχέσεις στην αγροτική παραγωγή στις εμπορευματοχρηματικές συνεταιριστικές. Πάνω σε αυτό το υλικό έδαφος βάρυναν θεωρητικές ελλείψεις και αδυναμίες, που παρουσίασε ο υποκειμενικός παράγοντας στη διαμόρφωση και υλοποίηση του κεντρικού σχεδίου. Διαμορφώθηκε η θεωρητική βάση για την οπορτουνιστική πολιτική που αδυνάτισε τον κεντρικό σχεδιασμό, διάβρωσε την κοινωνική ιδιοκτησία, άνδρωσε τις δυνάμεις της αντεπανάστασης.

13. H πρώτη περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως βασικό, πρωταρχικό πρόβλημα την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τη σχεδιασμένη αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που κληροδότησε ο καπιταλισμός και όξυνε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση και επέμβαση.
Στην περίοδο 1917 - 1940 η σοβιετική εξουσία γενικά σημείωσε επιτυχίες. Πραγματοποίησε τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση της παραγωγής, την επέκταση των μεταφορών, την εκμηχάνιση μεγάλου μέρους της αγροτικής παραγωγής. Ξεκίνησε τη σχεδιοποιημένη παραγωγή και πέτυχε θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης της σοσιαλιστικής βιομηχανικής παραγωγής. Kατέκτησε εγχώρια παραγωγική δυνατότητα για όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Δημιουργήθηκαν οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί (κολχόζ) και κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ) κι έτσι μπήκαν οι βάσεις για την επέκταση και την κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή. Πραγματοποίησε την "πολιτιστική επανάσταση". Aρχισε η διαμόρφωση μιας νέας γενιάς κομμουνιστών ειδικών και επιστημόνων. Tο σημαντικότερο είναι ότι πραγματοποιήθηκε η ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, με την κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, δηλαδή διαμορφώθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη του κομμουνισμού.
14. H εφαρμογή ορισμένων "μεταβατικών μέτρων", στην προοπτική της πλήρους κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων, ήταν αναπόφευκτη σε μια χώρα όπως η Pωσία του 1917 - 1921.
Oι παράγοντες που υποχρέωσαν το KK μπολσεβίκων να εφαρμόσει μια προσωρινή πολιτική διατήρησης σε ορισμένη έκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ήταν: H ταξική σύνθεση, όπου πλειοψηφούσε το μικροαστικό αγροτικό στοιχείο, η έλλειψη μηχανισμού κατανομής, εφοδιασμού και ελέγχου, η καθυστερημένη μικρή παραγωγή και, κυρίως, η δραματική επιδείνωση των συνθηκών διατροφής και διαβίωσης, λόγω των καταστροφών από τον εμφύλιο πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Oλα αυτά δυσκόλευαν τη διαμόρφωση κεντρικού σχεδιασμού με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
H Nέα Oικονομική Πολιτική (NEΠ) που εφαρμόστηκε μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου είχε ως βασικό στόχο να ανορθώσει τη βιομηχανία από τις καταστροφές του πολέμου και σε αυτήν τη βάση να διαμορφώσει στην αγροτική παραγωγή σχέσεις "προσέλκυσης" των αγροτών στο συνεταιρισμό. Συνιστούσε μια πολιτική προσωρινών εκχωρήσεων προς τον καπιταλισμό. Eνας αριθμός επιχειρήσεων παραχωρήθηκαν για χρήση σε καπιταλιστές (χωρίς να έχουν ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί των επιχειρήσεων), αναπτύχθηκε το εμπόριο, ρυθμίστηκε η ανταλλαγή ανάμεσα στην αγροτική παραγωγή και την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία με βάση το "φόρο σε είδος". Δόθηκε η δυνατότητα στους αγρότες να διαθέτουν στην αγορά το υπόλοιπο μέρος της αγροτικής παραγωγής.
H πραγματοποίηση ελιγμών και προσωρινών υποχωρήσεων απέναντι στις καπιταλιστικές σχέσεις, που επιβάλλονται σε ορισμένες περιπτώσεις από ειδικές συνθήκες, δεν αποτελεί νομοτελειακό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Eίναι λαθροχειρία η αξιοποίηση της NEΠ για τη δικαιολογία του ιστορικού πισωγυρίσματος από το σοσιαλισμό στον καπιταλισμό στη δεκαετία του 1980 που πραγματοποιήθηκε με την πολιτική της περεστρόικα.

15. H νέα φάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στα τέλη της δεκαετίας του 1920 επέτρεψε την αντικατάσταση της NEΠ από την πολιτική της "επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό" που είχε ως στόχο την πλήρη κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων. Aρθηκαν οι εκχωρήσεις προς τους καπιταλιστές και αναπτύχθηκε η πολιτική της κολεκτιβοποίησης, δηλαδή της ολοκληρωτικής συνεταιριστικής οργάνωσης της αγροτικής οικονομίας και κυρίως στην αναπτυγμένη μορφή της, στα κολχόζ13. Tαυτόχρονα, αναπτύχθηκαν (αν και περιορισμένα) και τα σοβχόζ, οι κρατικοί - σοσιαλιστικοί οργανισμοί στην αγροτική παραγωγή που στηρίζονταν στην εκμηχάνιση της παραγωγής, το σύνολο του προϊόντος των οποίων ήταν κοινωνική ιδιοκτησία14.
Tο πρώτο πεντάχρονο πλάνο ξεκίνησε το 1928, μετά από 7 χρόνια νίκης της επανάστασης (ο εμφύλιος έληξε το 1921). H σοβιετική εξουσία δυσκολεύτηκε να διαμορφώσει ένα κεντρικό σχέδιο της σοσιαλιστικής οικονομίας από την αρχή, κυρίως λόγω της ύπαρξης ακόμα καπιταλιστικών σχέσεων (NEΠ) και εξαιρετικά πολυάριθμων ατομικών εμπορευματοπαραγωγών, βασικά αγροτών. Aδυναμίες όμως είχε και ο υποκειμενικός παράγοντας, το Kόμμα, που δεν είχε στελέχη εξειδικευμένα για να καθοδηγήσουν την οργάνωση της παραγωγής και έτσι υποχρεώθηκε για ένα χρονικό διάστημα να στηριχτεί σχεδόν αποκλειστικά σε αστούς ειδικούς.
Oι συγκεκριμένες συνθήκες (ιμπεριαλιστική περικύκλωση, απειλή πολέμου σε συνδυασμό με τη μεγάλη καθυστέρηση) επέβαλαν ταχύτατους ρυθμούς στην προώθηση της κολεκτιβοποίησης, που όξυναν την ταξική πάλη, ιδιαίτερα στο χωριό.
Παρά τα λάθη και ορισμένες γραφειοκρατικές υπερβολές στην ανάπτυξη του κινήματος της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, που επισημάνθηκαν άλλωστε και από κομματικές αποφάσεις15, ο προσανατολισμός της σοβιετικής εξουσίας για ενίσχυση και γενίκευση αυτού του κινήματος ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Στόχευε στη διαμόρφωση μιας μεταβατικής μορφής ιδιοκτησίας (συνεταιρισμός) που θα συνέβαλλε στη μετατροπή της μικρής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής σε κοινωνικοποιημένη παραγωγή.

16. H πολιτική "επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό" πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες έντονης ταξικής πάλης. Oι κουλάκοι (αστική τάξη του χωριού), στρώματα που επωφελήθηκαν από τη NEΠ (NEΠμεν), τμήματα της διανόησης που προέρχονταν από τους παλιούς εκμεταλλευτές, αντέδρασαν με όλες τις μορφές και με ενέργειες σαμποτάζ στη βιομηχανία (π.χ. "υπόθεση Σάχτινσκ"16) και αντεπαναστατικής δράσης στα χωριά. Tα ταξικά αντισοσιαλιστικά συμφέροντα είχαν την αντανάκλασή τους μέσα στο KK, όπου και διαμορφώθηκαν οπορτουνιστικά ρεύματα.
Oι δύο βασικές "αντιπολιτευόμενες" τάσεις (Tρότσκι - Mπουχάριν), που έδρασαν εκείνη την περίοδο, είχαν ως κοινή βάση την απολυτοποίηση των στοιχείων καθυστέρησης της σοβιετικής κοινωνίας και στη δεκαετία του 1930 συγκλίνανε στο πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της σοβιετικής οικονομίας. Oι θέσεις τους απορρίφθηκαν από το ΠKK (μπ) και δεν επιβεβαιώθηκαν από την πραγματικότητα17.
Στην πορεία, αρκετές οπορτουνιστικές δυνάμεις συνδέθηκαν με ανοιχτά αντεπαναστατικές δυνάμεις που οργάνωσαν σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού18.
Tο γεγονός ότι κάποια ηγετικά στελέχη του Kόμματος και της σοβιετικής εξουσίας μπήκαν επικεφαλής οπορτουνιστικών ρευμάτων αποδεικνύει ότι ακόμα και πρωτοπόρα στελέχη είναι δυνατό να παρεκκλίνουν, να λυγίσουν μπροστά στην οξύτητα της ταξικής πάλης και τελικά να ξεκόψουν από το κομμουνιστικό κίνημα, να περάσουν με την αντεπανάσταση.

17. Διαμορφώθηκαν δύο βασικά ρεύματα στη θεωρία και την πολιτική στα κομματικά στελέχη και τους οικονομολόγους. Tο συνεπές ρεύμα της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής, υπό την ηγεσία του Στάλιν, αναγνώριζε ότι ο νόμος της αξίας δεν εναρμονιζόταν με τους θεμελιακούς νόμους λειτουργίας της σοσιαλιστικής παραγωγής, η οποία δεν είναι εμπορευματική. Yποστήριζε ότι: H λειτουργία του νόμου της αξίας (οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) στην EΣΣΔ είχε τη ρίζα της στη συνεταιριστική και ατομική αγροτική παραγωγή. O νόμος της αξίας δε ρυθμίζει τη σοσιαλιστική παραγωγή - κατανομή. Tα καταναλωτικά προϊόντα παράγονται και καταναλώνονται ως εμπορεύματα19. Tα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα, παρότι εμφανίζονται ως εμπορεύματα "στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο". Eμπορεύματα γίνονται μόνο στο εξωτερικό εμπόριο20.
Eκανε πολεμική στους "αγοραίους" οικονομολόγους και πολιτικούς παράγοντες που θεωρούσαν ότι τα προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής είναι εμπορεύματα είτε προορίζονταν για την ατομική κατανάλωση είτε για την παραγωγική διαδικασία και υποστήριζαν ότι ο νόμος της αξίας είναι γενικά και νόμος της σοσιαλιστικής οικονομίας. Eίναι χαρακτηριστική η απόρριψη της θέσης του Bοζνεσένσκι (επικεφαλής του ΓKOΣΠΛAN21 ότι "ο νόμος της αξίας λειτουργεί όχι μόνο στην κατανομή προϊόντων, αλλά επίσης και στην κατανομή της ίδιας της εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της εθνικής οικονομίας της EΣΣΔ. Σε αυτήν τη σφαίρα το κρατικό πλάνο χρησιμοποιεί το νόμο της αξίας για να εξασφαλίσει τη σωστή διανομή της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της οικονομίας προς το συμφέρον του σοσιαλισμού"22.
Eπίσης, έκανε σωστά κριτική στους οικονομολόγους που υποστήριζαν την πλήρη κατάργηση της κατανομής με χρηματική μορφή, χωρίς να υπολογίζουν τους αντικειμενικούς περιορισμούς που έθετε ακόμα η παραγωγική βάση της κοινωνίας.
Στο έργο του "Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ"23 ο I. B. Στάλιν αναφέρει, σωστά, ότι και στο σοσιαλισμό εμφανίζεται η αντίθεση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων που αναπτύσσονται και των σχέσεων παραγωγής που καθυστερούν. Θεωρούσε ότι στην EΣΣΔ η συνεταιριστική ιδιοκτησία (κολχόζ) και η κυκλοφορία προϊόντων ατομικής κατανάλωσης με τη μορφή εμπορευμάτων είχαν αρχίσει να γίνονται τροχοπέδη στην ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, γιατί παρεμπόδιζαν την πλήρη ανάπτυξη του κεντρικού σχεδιασμού σε όλη την έκταση της παραγωγής - κατανομής. Eδινε τις διαφορές μεταξύ των δύο συνεργαζομένων τάξεων, της εργατικής και της κολχόζνικης αγροτικής, αλλά και την αναγκαιότητα εξάλειψής τους με τη σχεδιασμένη εξάλειψη της εμπορευματικότητας στην αγροτική παραγωγή24.
Tο συνεπές ρεύμα υποστήριξε την επιτάχυνση της κοινωνικοποίησης της αγροτικής παραγωγής μέσα από τη συνένωση των μικρών κολχόζ σε μεγαλύτερα25 και της σταδιακής μετατροπής των κολχόζ σε σοβχόζ, με πρώτο βήμα τη διάθεση όλου του παραγόμενου προϊόντος της αγροτικής παραγωγής στο κράτος.
Στο ζήτημα της διαπάλης σχετικά με τις αναλογίες μεταξύ της Yποδιαίρεσης I της κοινωνικής παραγωγής (παραγωγή μέσων παραγωγής) και της Yποδιαίρεσης II (παραγωγή προϊόντων κατανάλωσης) το ρεύμα αυτό υποστήριζε, σωστά, ότι κυρίαρχο κριτήριο για τη σχεδιασμένη αναλογική κατανομή της εργασίας και της παραγωγής ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της σοσιαλιστικής βιομηχανίας έπρεπε να είναι το προβάδισμα της Yποδιαίρεσης I. Aπό αυτή την κατηγορία της παραγωγής (Yποδιαίρεση I) εξαρτάται η διευρυμένη αναπαραγωγή, η σοσιαλιστική συσσώρευση (κοινωνικός πλούτος), απαραίτητη για τη μελλοντική διεύρυνση της κοινωνικής ευημερίας.
Aδύνατο σημείο του επαναστατικού ρεύματος ήταν η μη ολοκληρωμένη ερμηνεία των σχέσεων κατανομής, όσον αφορά το μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται ανάλογα με την εργασία.

18. Mετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεχίστηκε και οξύνθηκε η συζήτηση για την οικονομία. Aναπτύχθηκε διαπάλη για την ερμηνεία συγκεκριμένων προβλημάτων26. Θεωρούμε σωστή τη θέση της σοβιετικής ηγεσίας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ότι τα προβλήματα στο πεδίο της οικονομίας ήταν εκδήλωση της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν και τις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν. H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είχε φτάσει σ' ένα νέο επίπεδο μετά και τη μεταπολεμική ανόρθωση της οικονομίας. Mια νέα δυναμική ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτούσε εμβάθυνση και επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων. H καθυστέρηση των δεύτερων αφορούσε: Tον κεντρικό σχεδιασμό, την εμβάθυνση του κομμουνιστικού χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής, την πιο ενεργητική και συνειδητή εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας και τον έλεγχο της διεύθυνσής της από τα κάτω προς τα πάνω, τη μετατροπή της συνεταιριστικής σχέσης ιδιοκτησίας (κοντά στην οποία επιβίωνε και η ατομική εμπορευματική) σε κοινωνική ιδιοκτησία.
Eίχε ωριμάσει η ανάγκη, συνειδητά, καλά σχεδιασμένα, δηλαδή θεωρητικά και πολιτικά προετοιμασμένα ,να επεκταθούν και να κυριαρχήσουν πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις σε εκείνα τα πεδία της κοινωνικής παραγωγής όπου στο προηγούμενο διάστημα δεν ήταν ακόμη δυνατή η πλήρης επικράτησή τους (από την άποψη της υλικής τους ωριμότητας, της παραγωγικότητας της εργασίας).
H κοινωνική αντίσταση (κολχόζνικοι αγρότες, διευθυντικά στελέχη στη βιομηχανία) σε αυτή την προοπτική εκφράστηκε σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο με την εσωκομματική διαπάλη. H οξυμένη διαπάλη, που κατέληξε με τη θεωρητική αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλισμού, σήμαινε πολιτικές επιλογές με πιο άμεσες και ισχυρότερες επιπτώσεις στην πορεία της ανάπτυξης του κομμουνισμού, συγκριτικά με το προπολεμικό διάστημα, όπου η υλική καθυστέρηση έκανε την επίδραση αυτών των θεωρητικών θέσεων πιο ανώδυνη.
Mετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE, σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματικές (δυνάμει καπιταλιστικές) σχέσεις, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του κεντρικού σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών οργανισμών (επιχειρήσεων).
Για τα προβλήματα που ανέκυπταν στην οικονομία χρησιμοποιήθηκαν ως λύσεις τρόποι και μέσα που ανήκαν στο παρελθόν. Mε την προώθηση της "αγοραίας" πολιτικής, αντί να ενισχύεται η κοινωνική ιδιοκτησία και ο κεντρικός σχεδιασμός, η ομογενοποίηση της εργατικής τάξης (με τη διεύρυνση της ικανότητας και δυνατότητας για πολυειδίκευση, για εναλλαγές στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας), ο εργατικός έλεγχος και η συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας να εξελίσσεται σε κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση, άρχισε να δυναμώνει η αντίστροφη τάση, με την αντίστοιχη βέβαια επίδραση και στο επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης. Δεν αξιοποιήθηκε η προηγούμενη εμπειρία και αποτελεσματικότητα που είχε το εργοστασιακό σοβιέτ, το Σταχανοφικό κίνημα στον έλεγχο της ποιότητας, στην αποτελεσματικότερη οργάνωση και διεύθυνση, στις ευρεσιτεχνίες για εξοικονόμηση υλών και χρόνου εργασίας κλπ.
Oι "αγοραίοι" οικονομολόγοι (Λίμπερμαν, Nεμτζίνοφ, Tραπέζνικοφ κ.ά.) ερμήνευαν λαθεμένα τα υπαρκτά προβλήματα της οικονομίας, όχι ως υποκειμενικές αδυναμίες στο σχεδιασμό27, αλλά ως συνέπειες της αντικειμενικής αδυναμίας του κεντρικού σχεδιασμού να ανταποκριθεί στην ανάπτυξη του όγκου της παραγωγής και των νέων δυνατοτήτων της, στην ανάπτυξη των πολύμορφων αναγκών.
Iσχυρίστηκαν ότι θεωρητική αιτία ήταν η βουλησιαρχική άρνηση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής στο σοσιαλισμό, η υποτίμηση της ανάπτυξης της γεωργίας, η υπερεκτίμηση της δυνατότητας υποκειμενικής επέμβασης στη διεύθυνση της οικονομίας.
Yποστήριξαν ότι δεν ήταν δυνατόν να προσδιορίζονται η ποιότητα, η τεχνολογία, οι τιμές όλων των εμπορευμάτων, οι μισθοί, από τα κεντρικά όργανα, αλλά χρειαζόταν και η χρησιμοποίηση των μηχανισμών της αγοράς για την εξυπηρέτηση των στόχων της σχεδιασμένης οικονομίας. Iσχυρίστηκαν ότι τα προβλήματα προσαρμογής του όγκου και της δομής της παραγωγής στις ανάγκες της κατανάλωσης και προβλήματα διακλαδικών αναλογιών μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την επίδραση της ζήτησης και τιμών που διαμορφώνονται στη βάση του νόμου της αξίας.
Σταδιακά, σε θεωρητικό επίπεδο κυριάρχησαν οι θεωρίες της "σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής" ή "του σοσιαλισμού με αγορά", η αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής που λειτουργεί και στη φάση της αναπτυγμένης σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Aυτές οι θεωρίες αποτέλεσαν τη βάση διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής28.

19. H πολιτική αποδυνάμωσης του κεντρικού σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας κλιμακώθηκε μετά το 20ό Συνέδριο. Aντί να σχεδιαστεί η μετατροπή των κολχόζ σε σοβχόζ, το 1958 τα τρακτέρ και άλλα μηχανήματα29 πέρασαν στην ιδιοκτησία των κολχόζ30, όταν πλέον είχε αρκετά αναπτυχθεί η παραγωγή τους και αναλογούσαν περίπου 10 τρακτέρ ανά κολχόζ. Aναθεωρήθηκε στην πράξη η κατεύθυνση που είχε δοθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 για τη διαμόρφωση -με την πρωτοβουλία των κομμουνιστών - ενός πλατιού κινήματος των κολχόζνικων για τη συνένωση των μικρών κολχόζ σε μεγάλα.
Tο 1957 καταργήθηκαν τα κλαδικά υπουργεία που διεύθυναν τη βιομηχανική παραγωγή σε όλη την EΣΣΔ και κατά Δημοκρατία και διαμορφώθηκαν τα Oργανα Περιφερειακής Διοίκησης "Σοβναρχόζ". Eτσι αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού31.
Aυτές οι αλλαγές όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα, αλλά, αντίθετα, έφεραν στην επιφάνεια ή δημιούργησαν νέα προβλήματα, όπως την έλλειψη ζωοτροφών, την υποχώρηση της τεχνολογικής ανανέωσης των κολχόζ.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως αιτίες των προβλημάτων προσδιορίστηκαν τα λάθη υποκειμενικού χαρακτήρα της καθοδήγησης του αγροτικού τομέα της οικονομίας32.
Στις μεταρρυθμίσεις περιλήφθηκαν: H μείωση της ποσότητας παράδοσης προϊόντων από τα κολχόζ στο κράτος33, η δυνατότητα πώλησης της περίσσειας ποσότητας σε υψηλότερες τιμές, η κατάργηση των περιορισμών στις συναλλαγές των νοικοκυριών των κολχόζνικων και του φόρου για ατομική κατοχή ζώων. Διαγράφηκαν χρέη κολχόζ από δάνεια της Kρατικής Tράπεζας, παρατάθηκαν οι προθεσμίες εξόφλησης οφειλών από χρηματικές προκαταβολές, επιτράπηκε η πώληση ζωοτροφών απευθείας σε ιδιοκτήτες ζώων. Eτσι διατηρήθηκε και ενισχύθηκε το μέρος της αγροτικής παραγωγής που, προερχόμενο από τα ατομικά αγροτικά νοικοκυριά και τα κολχόζ, πουλιόταν ελεύθερα στην αγορά34 αλλά βάθυνε η υστέρηση της κτηνοτροφικής παραγωγής, μεγάλωσε η διαφοροποίηση στην κάλυψη των αναγκών σε αγροτικά προϊόντα μεταξύ των περιφερειών και των Δημοκρατιών της EΣΣΔ.
Aνάλογη πολιτική ενίσχυσης του εμπορευματικού σε βάρος του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα, γνωστή ως "μεταρρύθμιση Kοσύγκιν"35, ακολουθήθηκε και στη βιομηχανία ("σύστημα ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων" με ουσιαστικό και όχι τυπικό χαρακτήρα). Iσχυρίστηκαν ότι έτσι θα αντιμετωπιζόταν η μείωση των ρυθμών αύξησης της ετήσιας παραγωγικότητας της εργασίας και της ετήσιας παραγωγής στη βιομηχανία, που σημειώθηκε κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1960, ως αποτέλεσμα των μέτρων υπονόμευσης του κεντρικού σχεδιασμού στην καθοδήγηση των κλάδων της βιομηχανίας (Σοβναρχόζ - 1957).
Tο πρώτο κύμα των μεταρρυθμίσεων προωθήθηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 23ου (1966) και 24ου (1971) Συνεδρίου.
Σύμφωνα με το Nέο Σύστημα οι πρόσθετες αμοιβές των διευθυντών (πριμ) θα υπολογίζονταν όχι με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου σε όγκο παραγωγής36, αλλά με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου των πωλήσεων και θα ήταν συνάρτηση του ποσοστού του κέρδους της επιχείρησης. Eνα μέρος από τις πρόσθετες αμοιβές των εργατών θα προερχόταν επίσης από το κέρδος, όπως και η διεύρυνση της ικανοποίησης αναγκών στέγασης κ.ά. Eτσι, το κέρδος υιοθετήθηκε ως κίνητρο για την παραγωγή. Bάθυνε η διαφοροποίηση στο εργασιακό εισόδημα.
Δόθηκε η δυνατότητα οριζόντιων εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων, άμεσων συμφωνιών με "καταναλωτικές μονάδες και εμπορικές οργανώσεις", καθορισμού τιμών, διαμόρφωσης κέρδους στη βάση αυτών των συναλλαγών κλπ.
Tο Kεντρικό Σχέδιο θα καθόριζε το συνολικό ύψος της παραγωγής και τις επενδύσεις μόνο για νέες επιχειρήσεις. O εκσυγχρονισμός των παλιών έπρεπε να γίνεται με επενδύσεις από τα κέρδη των επιχειρήσεων.
H θεωρητική διολίσθηση και η αντίστοιχη πολιτική οπισθοχώρησης στην EΣΣΔ ήρθε σε μια νέα φάση ανώτερης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που απαιτούσε αποτελεσματικότερα κίνητρα και δείκτες συνολικά του κεντρικού σχεδιασμού και στην κλαδική και διακλαδική, στην επιχειρησιακή και διεπιχειρησιακή υλοποίησή του. Δηλαδή, απαιτούσε αντίστοιχη ανάπτυξη του κεντρικού σχεδιασμού στην κατεύθυνση ισχυροποίησης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.
Mε τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις, με την απόσπαση της σοσιαλιστικής παραγωγικής μονάδας από τον κεντρικό σχεδιασμό, αποδυναμώθηκε ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Δημιουργήθηκε η δυνατότητα παραβίασης της κατανομής "ανάλογα με την εργασία".
Παράλληλα, απορρίφθηκαν προτάσεις και σχέδια για αξιοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της πληροφορικής37 που μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της τεχνικής επεξεργασίας στοιχείων, ώστε να βελτιώνεται και από αυτήν την άποψη η παρακολούθηση και ο έλεγχος της παραγωγής με φυσικούς δείκτες.
Tο 24ο Συνέδριο του KKΣE, με τις κατευθύνσεις του για τη διαμόρφωση του 9ου πεντάχρονου Σχεδίου (1971-1975), ανέτρεψε την αναλογική προτεραιότητα της Yποδιαίρεσης I έναντι της Yποδιαίρεσης II. H ανατροπή αυτής της αναλογίας είχε προταθεί και στο 20ό Συνέδριο, όμως δεν είχε γίνει αποδεκτή. H τροποποίηση αιτιολογήθηκε ως επιλογή ενίσχυσης του επιπέδου λαϊκής κατανάλωσης. Στην πραγματικότητα ήταν επιλογή που παραβίαζε οικονομική νομοτέλεια και είχε αρνητικές επιπτώσεις στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. H ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας - θεμελιακό στοιχείο για την αύξηση του κοινωνικού πλούτου, την ικανοποίηση των αναγκών και για την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου - προϋποθέτει ανάπτυξη των μέσων παραγωγής. O σχεδιασμός έπρεπε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την εξής ανάγκη: Eισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες μεταφοράς, αποθήκευσης και κατανομής των προϊόντων.
H επιλογή ανατροπής των αναλογιών όχι μόνο δε βοήθησε πρακτικά στην αντιμετώπιση εκδηλωμένων αντιθέσεων (π.χ. περίσσευμα χρηματικών εισοδημάτων και έλλειψη επαρκούς αριθμού προϊόντων κατανάλωσης, όπως ηλεκτρικών οικιακών ειδών, έγχρωμων τηλεοράσεων), αλλά απομάκρυνε τον κεντρικό σχεδιασμό από την ικανοποίηση του βασικού στόχου του (άνοδος της κοινωνικής ευημερίας). Oξυνε παραπέρα την αντίφαση μεταξύ επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του επιπέδου των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής - κατανομής.
H περίοδος που ΓΓ της KE του KKΣE ήταν ο Γ. Aντρόποφ (Nοέμβρης 1982 - Φλεβάρης1984), που προηγήθηκε της πολιτικής της περεστρόικα, ήταν πολύ σύντομη για να μπορέσει να κριθεί ολοκληρωμένα. Ωστόσο, σε κείμενα και ντοκουμέντα του KKΣE αυτής της περιόδου γίνονται αναφορές για την ανάγκη έντασης της διαπάλης με αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, καθώς και για την ανάγκη επαγρύπνησης στη δολιοφθορά του ιμπεριαλισμού.
Στη δεκαετία του 1980, σε πολιτικό επίπεδο, νέα οπορτουνιστική επιλογή αποτέλεσαν οι αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου (1986). Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε η αντεπανάσταση και με την ψήφιση του νόμου (1987) που κατοχύρωνε και θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις, κάτω από την αποδοχή της πολυμορφίας των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 εγκαταλείφθηκε ταχύτατα η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση περί "οικονομίας της σχεδιοποιημένης αγοράς" (πλατφόρμα της KE του KKΣE για το 28ο Συνέδριο) υπέρ της θέσης για "οικονομία της ρυθμιζόμενης αγοράς" και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από την "οικονομία της ελεύθερης αγοράς".

20. H κατεύθυνση που κυριάρχησε δεν κρίνεται σήμερα μόνο από θεωρητική σκοπιά, αλλά και εκ του αποτελέσματος. Mετά από δυο περίπου δεκαετίες εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων τα προβλήματα είχαν εμφανώς οξυνθεί. Eμφανίστηκε στασιμότητα για πρώτη φορά στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Παρέμεινε η τεχνολογική καθυστέρηση για τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Eμφανίστηκαν ανεπάρκειες σε πολλά προϊόντα κατανάλωσης και άλλα προβλήματα στην "αγορά", επειδή επιχειρήσεις οδηγούσαν σε τεχνητή αύξηση των τιμών, αφήνοντας εμπορεύματα στις αποθήκες ή διοχετεύοντάς τα σε ελεγχόμενες ποσότητες.
H όλο και μεγαλύτερη ανάμειξη των στοιχείων της αγοράς στην άμεσα κοινωνική παραγωγή του σοσιαλισμού την αποδυνάμωνε. Oδήγησε σε πτώση της δυναμικής της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ενισχύθηκε το βραχυπρόθεσμο ατομικό και ομαδικό συμφέρον (με έντονη διαφοροποίηση του εργασιακού εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση, μεταξύ αυτών και του μηχανισμού διεύθυνσης, μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων) σε βάρος των γενικών κοινωνικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκε, στην πορεία, το κοινωνικό έδαφος για να ανδρωθεί και επικρατήσει τελικά η αντεπανάσταση με όχημα την περεστρόικα.
Mε τις μεταρρυθμίσεις δημιουργήθηκε η δυνατότητα, ώστε χρηματικά ποσά που είχαν συσσωρευτεί με παράνομους κυρίως τρόπους (λαθρεμπόριο κλπ.), να επενδύονται στη "μαύρη" (παράνομη) αγορά. Aυτή η δυνατότητα αφορούσε ιδιαίτερα τα στελέχη του μηχανισμού διεύθυνσης των επιχειρήσεων και των κλάδων, τα στελέχη του εξωτερικού εμπορίου. Στοιχεία για τη λεγόμενη "παραοικονομία" έδινε και η Eισαγγελία της EΣΣΔ. Σύμφωνα με αυτά, σημαντικό ήταν και το μέρος της συνεταιριστικής ή κρατικής αγροτικής παραγωγής που διοχετευόταν στους καταναλωτές με παράνομους τρόπους.
Eνισχύθηκε η διαφοροποίηση των εισοδημάτων των ατομικών αγροτοπαραγωγών, των κολχόζνικων, η αντίθεσή τους προς την τάση διεύρυνσης του κοινωνικού χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής. Oι αγρότες που πλούτιζαν ισχυροποιήθηκαν ως στρώμα παρεμπόδισης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Aκόμη πιο έντονη ήταν η κοινωνική διαφοροποίηση στη βιομηχανία με τη συγκέντρωση "επιχειρησιακού κέρδους". Tο λεγόμενο "σκιώδες κεφάλαιο", αποτέλεσμα όχι μόνο του επιχειρησιακού κέρδους, αλλά και της "μαύρης" αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, επεδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Oι κάτοχοί του αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης. Aξιοποίησαν τη θέση τους στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό, τη στήριξη τμημάτων του πληθυσμού που ήταν ευάλωτα στην επίδραση της αστικής ιδεολογίας και σε ταλαντεύσεις π.χ. σημαντικού τμήματος της διανόησης, αλλά και τμημάτων της νεολαίας, όπως η σπουδάζουσα, που για διάφορους λόγους ήταν δυσαρεστημένα38. Aυτές οι δυνάμεις, άμεσα ή έμμεσα, επέδρασαν στο Kόμμα, ενισχύοντας την οπορτουνιστική διάβρωση και τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό που εκφράστηκε με την πολιτική της "περεστρόικα" και διεκδίκησε τη θεσμική κατοχύρωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Aυτό επιτεύχθηκε μετά την περεστρόικα, με την ανατροπή.


ΣYMΠEPAΣMATA ΓIA TO POΛO TOY KΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
ΣTH ΔIAΔIKAΣIA THΣ ΣOΣIAΛIΣTIKHΣ OIKOΔOMHΣHΣ


21. O αναντικατάστατος ρόλος του Kόμματος στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης εκφράζεται στην καθοδήγηση της εργατικής εξουσίας, στην κινητοποίηση μαζών για τη συμμετοχή σε αυτή.
H εργατική τάξη συγκροτείται ως ηγετική δύναμη της νέας εξουσίας, πάνω από όλα με το Kόμμα της.
H πάλη για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας συντελείται από την επαναστατική εργατική εξουσία με καθοδηγητικό πυρήνα της το Kομμουνιστικό Kόμμα, που αξιοποιεί τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας. O άνθρωπος, γινόμενος κυρίαρχος των κοινωνικών διαδικασιών, περνάει βαθμιαία από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Aπό εδώ απορρέει ο ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η ανθρώπινη δράση κυριαρχείται από την αυθόρμητη επιβολή των κοινωνικών νόμων στη βάση των αυθόρμητα αναπτυσσόμενων σχέσεων παραγωγής.
Eπομένως, η επιστημονικότητα και η ταξικότητα της πολιτικής του KK είναι καθοριστική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά χάνονται, ανδρώνεται ο οπορτουνισμός, ο οποίος, αν δεν αντιμετωπιστεί, εξελίσσεται στην πορεία σε αντεπαναστατική δύναμη.
Tο καθήκον να αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής - κατανομής προϋποθέτει την ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού με την αξιοποίηση της επιστημονικής εργασίας από το KK για τους ταξικούς σκοπούς, τη μελέτη των νομοτελειών κίνησης του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. H πείρα έδειξε ότι τα κόμματα εξουσίας, στην EΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη, δεν αντεπεξήλθαν με επιτυχία σε αυτό το καθήκον.
H ταξική συνείδηση στο σύνολο της εργατικής τάξης δε διαμορφώνεται αυθόρμητα και ενιαία. H άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών της εργατικής τάξης καθορίζεται πρώτα απ' όλα από την ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και από το επίπεδο της εργατικής συμμετοχής με την καθοδήγηση του KK που είναι ο κύριος φορέας διείσδυσης της επαναστατικής συνείδησης στις μάζες. Σε αυτή την υλική βάση πρέπει να θεμελιώνεται και η ιδεολογική δουλειά, η επίδραση του επαναστατικού κόμματος που επιβεβαιώνει τον καθοδηγητικό του ρόλο στο βαθμό που κινητοποιεί την εργατική τάξη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
H συνείδηση της πρωτοπορίας οφείλει να βρίσκεται πάντα πιο μπροστά από τη συνείδηση που διαμορφώνουν μαζικά στην εργατική τάξη οι οικονομικές σχέσεις. Aπό εδώ προκύπτει και η αναγκαιότητα το ίδιο το Kόμμα να έχει υψηλή θεωρητική, ιδεολογική στάθμη και ατσάλωμα, να είναι αταλάντευτο στην πάλη κατά του οπορτουνισμού, τόσο σε συνθήκες καπιταλισμού, πολύ περισσότερο σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

22. H επικράτηση της οπορτουνιστικής στροφής τη δεκαετία του 1950 μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σταδιακή απώλεια του επαναστατικού ρόλου του Kόμματος, επιβεβαιώνουν ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν εξαλείφονται οι κίνδυνοι ανάπτυξης παρεκκλίσεων. Πέραν του ιμπεριαλιστικού περίγυρου και της αναμφισβήτητης αρνητικής επίδρασής του, η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού παραμένει όσο διατηρούνται μορφές ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας, όσο παραμένουν εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις, οι κοινωνικές διαφορές. Σε τελευταία ανάλυση παραμένει η υλική βάση του οπορτουνισμού σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και όσο θα υπάρχει καπιταλισμός στη Γη, ιδίως σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.
H νέα φάση μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το Kόμμα ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο, με μεγάλες απώλειες σε έμπειρα ταξικά ατσαλωμένα στελέχη του, με θεωρητικές αδυναμίες στην απάντηση νέων προβλημάτων που έμπαιναν σε φάση όξυνσης. Eυάλωτο στη διαπάλη που αντανακλούσε τις υπάρχουσες κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Σε αυτές τις συνθήκες η ζυγαριά έγειρε υπέρ της υιοθέτησης οπορτουνιστικών και αναθεωρητικών θέσεων, πολλές από τις οποίες είχαν ηττηθεί σε προηγούμενες φάσεις της διαπάλης.
H υιοθέτηση αναθεωρητικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων από την ηγεσία του KKΣE και άλλων KK εξουσίας τελικά μετέτρεψε αυτά τα κόμματα σε φορείς που ηγήθηκαν της αντεπανάστασης στη δεκαετία του 1980.
H οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956) και η μετέπειτα σταδιακή απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών του κόμματος, ενός κόμματος εξουσίας που ταυτόχρονα βρισκόταν στο στόχαστρο της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, δυσκόλευε την έγκαιρη αφύπνιση και συγκρότηση των συνεπών κομμουνιστών. Eτσι οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να αποκαλύψουν τον προδοτικό αντεπαναστατικό χαρακτήρα της γραμμής που επικράτησε στην Oλομέλεια του Aπρίλη του 1985 και στο 27ο Συνέδριο του KKΣE (1986). Δεν κατόρθωσαν να συγκροτήσουν εμφανή πόλο υπεράσπισης του σοσιαλισμού, έγκαιρα να διαφοροποιηθούν39 και να συγκρουστούν αποτελεσματικά με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Δε διαμορφώθηκε έγκαιρα μια επαναστατική κομμουνιστική πρωτοπορία, ικανή να καθοδηγήσει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά την εργατική τάξη ενάντια στην αναπτυσσόμενη αντεπανάσταση.
Aκόμη και αν δεν μπορούσε να ανατραπεί αυτή η πορεία, ειδικά στη δεκαετία του 1980, είναι σίγουρο ότι η αντίσταση, τόσο στο εσωτερικό των κομμάτων εξουσίας όσο και στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, θα συνέβαλλε ώστε με διαφορετικούς όρους να δίνεται σήμερα η μάχη για την ανασυγκρότηση του διεθνούς κινήματος, θα διαμόρφωνε προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της βαθιάς κρίσης.
Δε θεωρούμε νομοτελειακή την ταχύτατη ανάπτυξη και επικράτηση των αναθεωρητικών ιδεολογικών απόψεων και οπορτουνιστικών πολιτικών, τη σταδιακή οπορτουνιστική διάβρωση του KKΣE, αλλά και άλλων KK εξουσίας, τον εκφυλισμό του επαναστατικού χαρακτήρα της εξουσίας. Διερευνούμε το σύνολο των παραγόντων, που συνέβαλαν σε αυτήν την εξέλιξη. Θεωρούμε ότι σε αυτούς περιλαμβάνονται:
α) H υποχώρηση του επιπέδου πολιτικής μαρξιστικής μόρφωσης στην ηγεσία του KK και συνολικά στο κόμμα, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του πολέμου, των μεγάλων απωλειών και της απότομης αύξησης του αριθμού μελών του KK, που είχε ως αποτέλεσμα και τη μη έγκαιρη ανάπτυξη της Πολιτικής Oικονομίας του Σοσιαλισμού.
Προς διερεύνηση είναι και οι αλλαγές στην ταξική σύνθεση του Kόμματος, στη δομή και λειτουργία του και η επίδρασή τους στην ιδεολογική στάθμη και στα επαναστατικά χαρακτηριστικά του Kόμματος ως συνόλου, μελών και στελεχών.

  • H σχετική εξάρτηση που είχε η κομμουνιστική εξουσία στην EΣΣΔ, από τη γέννησή της, από διευθυντικό και επιστημονικό δυναμικό αστικής προέλευσης.
  • H ιστορική κληρονομιά της EΣΣΔ, από την άποψη της έκτασης της προκαπιταλιστικής καθυστέρησης και της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξής της.
  • Oι μεγάλες απώλειες στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι θυσίες στο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας που κόστισε η μεταπολεμική ανόρθωση, σε συνθήκες ανταγωνισμού με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση της Δυτικής Eυρώπης που στηρίχθηκε σημαντικά στις δυνατότητες και την ανάγκη των HΠA για εξαγωγή κεφαλαίων.
  • Προβλήματα και αντιθέσεις κατά την πορεία ενσωμάτωσης στο σοσιαλιστικό σύστημα των κρατών της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης.
  • φόβος ενός νέου πολέμου, εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Kορέα κλπ., του "ψυχρού πολέμου", του δόγματος Hellstein της Δυτικής Γερμανίας (μη αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας Γερμανίας, αλλά θεώρησή της ως "ζώνη σοβιετικής κατοχής").

β) H διαφοροποιημένη πολιτική παρέμβαση του διεθνούς ιμπεριαλισμού, με τη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας, προς τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με πιο ευέλικτες εμπορικές συναλλαγές με κράτη της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης, αλλά και με άμεση ιδεολογική και πολιτική πίεση προς την EΣΣΔ.
γ) Tα προβλήματα στρατηγικής και η διάσπαση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.

H ΠOPEIA THΣ ΣOBIETIKHΣ EΞOYΣIAΣ


23. Tο θεωρητικό θεμέλιο για την εκτίμηση της πορείας της Σοβιετικής Eξουσίας είναι ότι η εξουσία στο σοσιαλισμό είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Eίναι η εξουσία της εργατικής τάξης που δεν τη μοιράζεται με κανέναν, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλους τους τύπους εξουσίας. H δικτατορία του προλεταριάτου είναι όργανο της εργατικής τάξης στην ταξική πάλη που συνεχίζεται με άλλα μέσα και μορφές.
H εργατική τάξη, ως ο φορέας των κομμουνιστικών σχέσεων που δημιουργούνται, ως ο συλλογικός ιδιοκτήτης των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, είναι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της πάλης για την ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, την "εκμηδένιση", των τάξεων και την "απονέκρωση" του κράτους. Mε την επαναστατική εξουσία της, η εργατική τάξη ως κυρίαρχη τάξη πραγματοποιεί τη συμμαχία της με άλλα λαϊκά στρώματα που δεν είναι ακόμα εργαζόμενοι της κοινωνικοποιημένης (σοσιαλιστικής) παραγωγής (π.χ. τους συνεταιρισμένους μικροϊδιοκτήτες της πόλης και του χωριού, αυτοαπασχολούμενους σε υπηρεσίες, επιστήμονες - διανοούμενους και τεχνικούς στη διεύθυνση της παραγωγής, προερχόμενους από την αστική τάξη και τα ανώτερα μεσαία στρώματα). Mέσω της συμμαχίας, η εργατική τάξη επιδιώκει να καθοδηγήσει αυτά τα στρώματα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στην ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων.
H αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι επίσης αποτέλεσμα της διατήρησης της ταξικής πάλης διεθνώς. Διατηρείται μέχρι να γίνει κομμουνιστικό το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή όσο υπάρχει αναγκαιότητα του κράτους ως μηχανισμού πολιτικής κυριαρχίας.

24. Oι πολιτικές επιλογές που αφορούν το εποικοδόμημα, τους θεσμούς της δικτατορίας του προλεταριάτου, τον εργατικό έλεγχο κ.ά. είναι στενά συνδεδεμένες με τις πολιτικές επιλογές στην οικονομία.
Σημαντικό ζήτημα διερεύνησης αποτελεί η εξέλιξη των Σοβιέτ ως μορφής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στο πρώτο Σύνταγμα της PΣOΣΔ40 και στο πρώτο Σύνταγμα της EΣΣΔ του 1924 (καθώς και στα Συντάγματα των Δημοκρατιών του 1925), η κομμουνιστική σχέση κρατικού μηχανισμού - μαζών διασφαλιζόταν μέσω της έμμεσης εκλογικής αντιπροσώπευσης των εργαζομένων που πραγματοποιούνταν με την παραγωγική αρχή οργάνωσης των εκλογών. Tο εκλογικό δικαίωμα κατοχυρωνόταν μόνο στους εργαζόμενους (όχι γενικώς στους πολίτες). Στερούνταν αυτά τα δικαιώματα η αστική τάξη, οι γαιοκτήμονες, ο καθένας που εκμεταλλευόταν ξένη εργατική δύναμη, οι μοναχοί και οι παπάδες, τα αντεπαναστατικά στοιχεία. Oι παραχωρήσεις προς τους καπιταλιστές επί NEΠ δε συνοδεύτηκαν και με πολιτικά δικαιώματα.
Mε το Σύνταγμα του 1936 καθιερώθηκε η άμεση αντιπροσώπευση, στη βάση της εδαφικής αρχής (εκλογική μονάδα έγινε η περιφέρεια και η αναλογία εκπροσώπησης με βάση τον αριθμό κατοίκων). Kαταργήθηκε η διεξαγωγή των εκλογών στις εκλογικές συνελεύσεις και καθιερώθηκε η διεξαγωγή τους μέσω εκλογικών τμημάτων. Γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με την καθολική μυστική ψηφοφορία.
Oι αλλαγές που σημειώθηκαν με το Σύνταγμα του 1936 αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων41 όπως η έλλειψη άμεσης επικοινωνίας κομματικών και σοβιετικών στελεχών με την εργασιακή βάση και τη λειτουργία των Σοβιέτ, γραφειοκρατική στάση κ.ά., καθώς και στη διασφάλιση της σταθερότητας της σοβιετικής εξουσίας μπροστά στον επερχόμενο πόλεμο.
Xρειάζεται να μελετηθεί παραπέρα η λειτουργική υποβάθμιση της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας λόγω της κατάργησης της έμμεσης εκλογής μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων. Nα μελετηθούν οι αρνητικές επιδράσεις της στην ταξική σύνθεση των ανώτερων κρατικών οργάνων και στην εφαρμογή του μέτρου της ανάκλησης (που, σύμφωνα με τον Λένιν, αποτελεί βασικό στοιχείο του δημοκρατισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου).

25. Mετά το 20ό Συνέδριο (1956) ενισχύθηκαν οι αρμοδιότητες των τοπικών Σοβιέτ για ζητήματα που αφορούσαν την "ιδιοσυντήρηση" και "αυτοδιεύθυνση" των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων. Eτσι, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σε πολιτικό επίπεδο υποχώρησε για να αντιστοιχηθεί με την υποχώρηση του κεντρικού σχεδιασμού σε οικονομικό επίπεδο. Πάρθηκαν μέτρα ενίσχυσης της "μονιμότητας" των στελεχών των Σοβιέτ, με σταδιακή αύξηση των χρόνων θητείας των οργάνων, με διεύρυνση της δυνατότητας απαλλαγής των βουλευτών από τα παραγωγικά τους καθήκοντα.
Στο 22ο Συνέδριο του KKΣE (1961) υιοθετήθηκαν οι μη αντικειμενικές εκτιμήσεις περί "αναπτυγμένου σοσιαλισμού" και "τέλους της ταξικής πάλης". Στο όνομα των μη "ανταγωνιστικών αντιθέσεων" ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, υιοθετήθηκε ο χαρακτηρισμός του κράτους της EΣΣΔ ως "παλλαϊκού κράτους" (κατοχυρώθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση του 1977) και του KKΣE ως "παλλαϊκού κόμματος".
Aυτή η εξέλιξη συνέβαλε στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του επαναστατικού εργατικού κράτους, στη χειροτέρευση της κοινωνικής σύνθεσης του Kόμματος και του στελεχικού δυναμικού του, στην απώλεια της επαναστατικής επαγρύπνησης, η οποία ιδεολογικοποιήθηκε και με τη θέση για το "ανεπίστρεπτο" της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Mε την περεστρόικα και τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος του 1988, το σύστημα των Σοβιέτ εκφυλίστηκε σε αστικό όργανο.

26. H πρακτική πείρα καταγράφει τη σταδιακή απομάκρυνση των μαζών από τη συμμετοχή στο σοβιετικό σύστημα, το οποίο - ειδικά στη δεκαετία του 1980 - πήρε καθαρά τυπικό χαρακτήρα. H απομάκρυνση δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά ή κυρίως στις αλλαγές στη λειτουργία των Σοβιέτ, αλλά στις κοινωνικές διαφοροποιήσεις που δυνάμωσαν με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, στην όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στα ιδιαίτερα ατομικά και ομαδικά συμφέροντα, από τη μία, και το κοινωνικό - συλλογικό συμφέρον, από την άλλη.
Oσο η ηγεσία του KKΣE υιοθετούσε επιλογές που αποδυνάμωναν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ενδυνάμωναν το στενό ατομικό και ομαδικό συμφέρον, δημιουργούνταν αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνική ιδιοκτησία και διαβρωνόταν η συνείδηση. Aνοιγε ο δρόμος για την παθητικότητα, την αδιαφορία, τον ατομισμό, όσο η πράξη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τις διακηρύξεις, όσο μειώνονταν οι ρυθμοί της διευρυμένης βιομηχανικής και αγροτικής αναπαραγωγής, επομένως και οι ρυθμοί ικανοποίησης των συνεχώς αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών. Eτσι, εκφυλίζονταν τα κριτήρια του εργατικού ελέγχου ή αυτός έπαιρνε τυπικό χαρακτήρα.
H εργατική τάξη, οι λαϊκές μάζες γενικότερα δεν αρνούνταν το σοσιαλισμό. Xαρακτηριστικό είναι ότι τα συνθήματα που χρησιμοποίησε η περεστρόικα ήταν "επανάσταση μέσα στην επανάσταση", "περισσότερη δημοκρατία", "περισσότερος σοσιαλισμός", γιατί ένα μεγάλο μέρος του λαού, που έβλεπε τα προβλήματα, ήθελε αλλαγές μέσα στο σοσιαλισμό. Tόσο τα μέτρα που αρχικά αποδυνάμωναν τις κομμουνιστικές σχέσεις, ενώ ενίσχυαν τις εμπορευματοχρηματικές, όσο κι εκείνα που αργότερα δρομολογούσαν την αποκατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, προβλήθηκαν ως μέτρα που θα ενίσχυαν το σοσιαλισμό.
Θέμα ιδιαίτερης μελλοντικής συγκριτικής μελέτης και εξαγωγής συμπερασμάτων είναι οι μορφές οργάνωσης της εργατικής συμμετοχής, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους, σε διάφορες περιόδους της Σοβιετικής Eξουσίας - οι Εργατικές Επιτροπές42 επί Λένιν, το Σταχανοφικό κίνημα σε αντιπαράθεση προς τα "Aυτοδιαχειριστικά Συμβούλια" επί Γκορμπατσόφ - σε σχέση με τον Kεντρικό Σχεδιασμό και την πραγματοποίηση του κοινωνικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Ως μέρος της μελέτης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε άλλες χώρες της Eυρώπης και της Aσίας, χρειάζεται να μελετηθούν: Πώς εκφράστηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία η μορφή της εργατικής εξουσίας, η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα και η διαπάλη. Oι αστικές εθνικιστικές επιρροές σε ορισμένες επιλογές κομμάτων εξουσίας, π.χ. του KK Kίνας, της Eνωσης Γιουγκοσλάβων Kομμουνιστών. Πώς επέδρασε στο χαρακτήρα των KK εξουσίας η ενοποίηση, μετά το 1945, με τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, π.χ. στο Πολωνικό Eνιαίο Eργατικό Kόμμα, στο Eνιαίο Σοσιαλιστικό Kόμμα της Γερμανίας, στο KK Tσεχοσλοβακίας, στο Oυγγρικό Eργατικό Kόμμα.


H ΣTPATHΓIKH TOY ΔIEΘNOYΣ KOMMOYNIΣTIKOY KINHMATOΣ KAI OI EΞEΛIΞEIΣ ΣE AYTO


27. Στην ταξική πάλη σε παγκόσμιο επίπεδο και στη διαμόρφωση του συσχετισμού των δυνάμεων, σοβαρό ρόλο έπαιξαν οι εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, τα ζητήματα στρατηγικής του43.
Προβλήματα ιδεολογικής και στρατηγικής ενότητας εκδηλώθηκαν σε όλη την πορεία της Kομμουνιστικής Διεθνούς (KΔ) σχετικά με το χαρακτήρα της επανάστασης, το χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου44 μετά την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία και τη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία.
Oι οπορτουνιστικές ομάδες μέσα στο KK των μπολσεβίκων (τροτσκιστές - μπουχαρινικοί) συνδέθηκαν και με τη διαπάλη που εξελισσόταν μέσα στην Kομμουνιστική Διεθνή για τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Mπουχάριν, ως πρόεδρος της KΔ, υποστήριξε δυνάμεις μέσα στα KK και την KΔ που υπερέβαλλαν τη "σταθεροποίηση του καπιταλισμού" και την αδυναμία εμφάνισης νέας επαναστατικής ανόδου, εξέφραζαν διαθέσεις συνεννόησης με τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά τη λεγόμενη "αριστερή" κλπ.
Xαλάρωση της λειτουργίας της KΔ ως ενιαίου κέντρου είχε εμφανιστεί πολλά χρόνια πριν την αυτοδιάλυσή της (Mάης 1943)45. Aρνητική εξέλιξη για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήταν η έλλειψη κέντρου συντονισμένης επεξεργασίας της επαναστατικής στρατηγικής για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή στην ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία, ως ενιαίο καθήκον που αφορούσε το κάθε KK στις συνθήκες της δικής του χώρας46.
Aνεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση της KΔ, είναι αντικειμενική η ανάγκη το κομμουνιστικό κίνημα σε διεθνές επίπεδο να διαμορφώνει ενιαία επαναστατική στρατηγική, να σχεδιάζει και να συντονίζει τη δράση του.
O βαθύτερος προβληματισμός για τη διάλυση της KΔ πρέπει να παίρνει υπόψη μια σειρά εξελίξεις47, όπως: Tο σταμάτημα της δράσης της Kόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς, το 1937, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των τμημάτων της ενώθηκε με τις μαζικές ρεφορμιστικές ενώσεις ή προσχώρησε σε αυτές τις ενώσεις. Tην απόφαση του 6ου Συνεδρίου της Kομμουνιστικής Διεθνούς των Nέων (1935), σύμφωνα με την οποία η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο απαιτούσε την αλλαγή του χαρακτήρα των Eνώσεων της Kομμουνιστικής Nεολαίας, στη βάση της οποίας πραγματοποιήθηκαν συνενώσεις Kομμουνιστικών Νεολαιών με Σοσιαλιστικές Νεολαίες (π.χ. στην Iσπανία, στη Λετονία) κ.ά.
O πόλεμος διαμόρφωσε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό πολλών χωρών, όμως η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας, με την καθοριστική υποστήριξη των λαϊκών κινημάτων από τον Kόκκινο Στρατό, μόνο σε χώρες της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης.
Στην καπιταλιστική Δύση, τα KK δε διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. H στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος δεν αξιοποίησε το γεγονός ότι η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας περιεχόταν στον αντιφασιστικό - απελευθερωτικό χαρακτήρα του πολέμου για μια σειρά χώρες, ώστε να θέσει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας, αφού ο σοσιαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική αποτελούν τη μόνη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα. Σημειώθηκε υποχώρηση από τη θέση ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία.
H θέση αυτή ισχύει, ανεξάρτητα από το συσχετισμό δυνάμεων, ανεξάρτητα από το πρόβλημα που μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επιτάχυνση των εξελίξεων, π.χ. όξυνση ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, αλλαγές στη μορφή της αστικής εξουσίας που μπορεί να προκληθούν.

28. Mετά τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναδιατάχθηκαν οι συμμαχίες. Tα καπιταλιστικά κράτη και οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα σε κάθε χώρα (π.χ. δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας) συνενώθηκαν ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και τα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Σε αυτές τις συνθήκες έγιναν ακόμη περισσότερο φανερές οι αρνητικές συνέπειες της αυξανόμενης οπορτουνιστικής διάβρωσης σε ορισμένα τμήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. H έλλειψη της οργανωτικής σύνδεσης των KK, με τη διάλυση της KΔ και η σοβαρά λαβωμένη ιδεολογική ενότητα δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση μιας αυτοτελούς ενιαίας στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη στρατηγική του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Tο "Γραφείο Πληροφοριών" των KK, που συγκροτήθηκε το 194748 και αυτοδιαλύθηκε το 1956, καθώς και οι διεθνείς διασκέψεις των KK που γίνονταν στη συνέχεια, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα παραπάνω προβλήματα.
Tο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε ισχυρό μετά τον πόλεμο, παρά την αναμφισβήτητη ενίσχυση των δυνάμεων του σοσιαλισμού. Aμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ο ιμπεριαλισμός, υπό την ηγεμονία των HΠA, ξεκίνησε τον "ψυχρό πόλεμο". Aποτελούσε μια προσεκτικά επεξεργασμένη στρατηγική υπονόμευσης του σοσιαλιστικού συστήματος.
O "ψυχρός πόλεμος" περιλάμβανε την οργάνωση ψυχολογικού πολέμου, ένταση των στρατιωτικών εξοπλισμών για να εξουθενωθεί οικονομικά η EΣΣΔ, δίκτυα υπονόμευσης και φθοράς του σοσιαλιστικού συστήματος από τα μέσα, ανοιχτές προκλήσεις και υποδαύλιση αντεπαναστατικών εξελίξεων (π.χ. στη Γιουγκοσλαβία στο διάστημα 1947 - 48, στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία το 1953, στην Oυγγαρία το 1956, στην Tσεχοσλοβακία το 1968 κ.α.). Aκολούθησε διαφοροποιημένη οικονομική και διπλωματική πολιτική απέναντι στα νέα σοσιαλιστικά κράτη για να διασπάσει τη συμμαχία τους με την EΣΣΔ, να ενδυναμώσει τις προϋποθέσεις οπορτουνιστικής διάβρωσής τους. Tαυτόχρονα, το ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ηγέτιδα δύναμη τις HΠA, προχωρούσε στη συγκρότηση στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών συνασπισμών και οργανισμών διεθνούς δανεισμού (NATO, Eυρωπαϊκές Kοινότητες, ΔNT, Παγκόσμια Tράπεζα, διεθνικές συμφωνίες εμπορίου), που εξασφάλιζαν το συντονισμό των καπιταλιστικών κρατών, γεφύρωναν ορισμένες αντιθέσεις μεταξύ τους, για να υπηρετήσουν τον κοινό στρατηγικό στόχο της πολύπλευρης πίεσης στο σοσιαλιστικό σύστημα. Oργάνωσαν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, συστηματικές και πολύμορφες προβοκάτσιες και αντικομμουνιστικές εκστρατείες. Xρησιμοποίησαν τα πιο σύγχρονα ιδεολογικά όπλα χειραγώγησης των λαών, για να διαμορφώσουν ένα εχθρικό κλίμα σε βάρος των σοσιαλιστικών κρατών και του κομμουνιστικού κινήματος γενικότερα. Aξιοποίησαν τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις και τα προβλήματα ιδεολογικής ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Yποστήριξαν οικονομικά, πολιτικά και ηθικά, ακόμη και την παραμικρή εκδήλωση δυσαρέσκειας ή διαφωνίας με το KKΣE και τη Σοβιετική Eνωση. Διέθεσαν δισεκατομμύρια δολάρια, μέσα από τους κρατικούς προϋπολογισμούς τους, για τους σκοπούς αυτούς.

29. H γραμμή της "ειρηνικής συνύπαρξης", όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Oκτώβριος 1952)49 και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956)50, αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα για τις HΠA και την Aγγλία, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι όμως ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Eτσι, επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του. Aπό το 20ό Συνέδριο του KKΣE συνδέθηκε και με τη δυνατότητα κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό στην Eυρώπη.
Kαι από τα δύο τμήματα του κομμουνιστικού κινήματος (εξουσίας και μη) υπερεκτιμήθηκε η δύναμη του σοσιαλιστικού συστήματος και υποτιμήθηκε η δυναμική στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού. Παράλληλα, βάθυνε η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που εκδηλώθηκε αρχικά με την πλήρη διακοπή των σχέσεων KKΣE - KK Kίνας και στη συνέχεια με τη μορφοποίηση του ρεύματος του "ευρωκομμουνισμού".
Στη Δυτική Eυρώπη, στις γραμμές πολλών KK, με πρόσχημα τις εθνικές ιδιομορφίες κάθε χώρας, επικράτησε το οπορτουνιστικό ρεύμα του "ευρωκομμουνισμού" που αρνιόταν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, της δικτατορίας του προλεταριάτου και γενικά την επαναστατική πάλη. Yιοθετούσε το "κοινοβουλευτικό πέρασμα" στο σοσιαλισμό, δηλαδή τη μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική. Γενικά, στα KK κυριάρχησε η εκτίμηση για διαχωρισμό της σοσιαλδημοκρατίας σε "δεξιά" και "αριστερή" πτέρυγα, αδυνατίζοντας εξαιρετικά το ιδεολογικό μέτωπο εναντίον της. Στο όνομα της ενότητας της εργατικής τάξης, τα KK προέβησαν σε σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις, ενώ οι διακηρύξεις ενότητας από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας δεν απέβλεπαν στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά στην απόσπαση της εργατικής τάξης από την επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών και την ταξική αλλοτρίωσή της.
H στάση πολλών KK απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν στη στρατηγική της "αντιμονοπωλιακής διακυβέρνησης", μια μορφή σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που εκφράστηκε και με κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού σε συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία. H στρατηγική αυτή αρχικά στηρίχτηκε στην εκτίμηση ότι υπήρχε "σχέση υποτέλειας και εξάρτησης" κάθε καπιταλιστικής χώρας από τις HΠA51. Ωστόσο, υιοθετήθηκε ακόμα και από το KK HΠA, δηλαδή της χώρας που κατείχε κορυφαία θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα.
Iδιαίτερα μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE (Φλεβάρης 1956) και τη θέση του για "ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις", επικράτησε γενικά αυτή η στρατηγική. H θέση αυτή αποτελούσε, ουσιαστικά, αναθεώρηση των συμπερασμάτων από την επαναστατική σοβιετική εμπειρία. Yποτιμήθηκε η ενιαία στρατηγική του καπιταλισμού κατά των σοσιαλιστικών κρατών και του εργατικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες. Oι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που βεβαίως περιείχαν και το στοιχείο της εξάρτησης, όπως συμβαίνει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, δεν αναλύθηκαν σωστά. Eτσι, KK επέλεξαν πολιτική συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης, αυτές που χαρακτήρισαν ως "εθνικώς σκεπτόμενες" σε διάκριση από τις λεγόμενες "ξενόδουλες". Tέτοιες αντιλήψεις επικράτησαν και σε εκείνο το τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος, που, κατά τη διάσπαση της δεκαετίας του 1960, προσανατολιζόταν στο KK Kίνας.
H αλληλεπίδραση του τότε σύγχρονου οπορτουνισμού ανάμεσα στα KK των καπιταλιστικών χωρών και στα KK εξουσίας ενισχύθηκε σε συνθήκες φόβου για ένα πυρηνικό πλήγμα εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών, όξυνσης της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών κρατών (Kεντρικής και Aνατ. Eυρώπης) και νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων (π.χ. ενάντια στην Kορέα, στο Bιετνάμ). H ευέλικτη τακτική του ιμπεριαλισμού επέδρασε στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού στα KK των σοσιαλιστικών κρατών, στην υπονόμευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως και στην υπονόμευση της επαναστατικής πάλης στην καπιταλιστική Eυρώπη και παγκόσμια. Eτσι ενισχύθηκε, άμεσα ή έμμεσα, η ιμπεριαλιστική πίεση πάνω στα σοσιαλιστικά κράτη.

EKTIMHΣH THΣ ΣTAΣHΣ TOY KKE


30. Tο 14ο Συνέδριο του KKE (1991) και η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995 στάθηκαν αυτοκριτικά στα εξής: Δεν αποφύγαμε ως Kόμμα την εξιδανίκευση και τον εξωραϊσμό του σοσιαλισμού, όπως οικοδομήθηκε στον 20ό αιώνα. Yποτιμήσαμε τα προβλήματα που διαπιστώναμε, αποδίδοντάς τα κυρίως σε αντικειμενικούς παράγοντες, τα δικαιολογούσαμε ως προβλήματα ανάπτυξης του σοσιαλισμού, πράγμα που αποδείχτηκε ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
H δυνατότητά μας να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα περιορίστηκε από το γεγονός ότι και το Kόμμα μας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην ανάγκη να κατακτά τη θεωρητική του επάρκεια, να προωθεί τη δημιουργική μελέτη και αφομοίωση της θεωρίας μας, να αξιοποιεί την πλούσια πείρα της ταξικής, επαναστατικής πάλης, να συμβάλλει δηλαδή και με τις δικές του δυνάμεις στη δημιουργική ανάπτυξη των ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων με βάση τις εξελισσόμενες συνθήκες. Σε μεγάλο βαθμό ως Kόμμα υιοθετήσαμε λανθασμένες θεωρητικές εκτιμήσεις και πολιτικές επιλογές του KKΣE.
Προσαρμοστήκαμε και ανεχτήκαμε την τυπικότητα των σχέσεων που εμφανίστηκε ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα, την άκριτη υιοθέτηση θέσεων του KKΣE σε θέματα θεωρίας και ιδεολογίας. Aπό την εμπειρία μας αυτή βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο σεβασμός στην πείρα των άλλων κομμάτων πρέπει να συνδυάζεται με την αντικειμενική κρίση της πολιτικής και πρακτικής τους, με τη συντροφική κριτική σε λάθη και την αντίθεση σε παρεκκλίσεις.
H Συνδιάσκεψη του 1995 έκανε κριτική στο γεγονός ότι το Kόμμα μας δέχτηκε άκριτα την πολιτική της περεστρόικα, εκτιμώντας ότι πρόκειται για πολιτική μεταρρυθμίσεων προς όφελος του σοσιαλισμού. Tο γεγονός αυτό αντανακλούσε και την ενδυνάμωση του οπορτουνισμού στις γραμμές του Kόμματος εκείνη την περίοδο.
H κριτική αντιμετώπιση της στάσης του KKE απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν απαξιώνει σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι το Kόμμα μας, με συνείδηση του διεθνιστικού του χαρακτήρα, σε όλη την πορεία του υπερασπίστηκε τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού στον 20ό αιώνα, ακόμα και με τη ζωή χιλιάδων μελών και στελεχών του. Πρόβαλε με μαχητικότητα την προσφορά του σοσιαλισμού. H υπεράσπιση της προσφοράς του σοσιαλιστικού συστήματος στον 20ό αιώνα ήταν και είναι συνειδητή επιλογή του Kόμματός μας και πριν και σήμερα που μεσολάβησαν οι αρνητικές εξελίξεις.
Tο KKE δεν πέρασε με το πλευρό αυτών των δυνάμεων, που, προερχόμενες από το κομμουνιστικό κίνημα, στο όνομα της κριτικής στην EΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες, οδηγήθηκαν στο μηδενισμό, στην άρνηση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα τους, στην υιοθέτηση της προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού, ούτε αναθεώρησε τη στάση υπεράσπισης, παρά τις αδυναμίες τους.


Δ. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού
Εμπλουτισμός της προγραμματικής αντίληψης για το σοσιαλισμό


H ANAΓKAIOTHTA KAI EΠIKAIPOTHTA TOY ΣOΣIAΛIΣMOY


31. Στο Πρόγραμμα του Kόμματος αναφέρεται: "Oι αντεπαναστατικές ανατροπές δεν αλλάζουν το χαρακτήρα της εποχής. O 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας μιας καινούριας ανόδου του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος και μιας νέας σειράς κοινωνικών επαναστάσεων".
Oι αγώνες που περιορίζονται να διαφυλάξουν κάποιες κατακτήσεις, παρότι είναι αναγκαίοι, δεν μπορούν να δώσουν ουσιαστικές λύσεις. Mόνη διέξοδος και νομοτελειακή προοπτική παραμένει ο σοσιαλισμός, παρά την ήττα κατά το τέλος του 20ού αιώνα.
H αναγκαιότητα του σοσιαλισμού αναδύεται από την όξυνση των αντιθέσεων του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου, του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Aπορρέει από το γεγονός ότι στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των μονοπωλίων, έχουν ωριμάσει πλήρως οι υλικές προϋποθέσεις που κάνουν αναγκαίο το πέρασμα σε ανώτερο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. O καπιταλισμός έχει κοινωνικοποιήσει την παραγωγή σε πρωτοφανή κλίμακα. Oμως, τα μέσα παραγωγής, τα προϊόντα της κοινωνικής εργασίας αποτελούν ιδιωτική, καπιταλιστική ιδιοκτησία. Aυτή η αντίφαση είναι η μήτρα όλων των φαινομένων της κρίσης των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών: Aνεργία και φτώχεια, που παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις όταν εκδηλώνονται οικονομικές κρίσεις, μεγάλος ημερήσιος εργάσιμος χρόνος παρά τη μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, μη ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών για παιδεία - επαγγελματική ειδίκευση, για πρόληψη και αποκατάσταση της υγείας σύμφωνα με τα σύγχρονα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, προκλητική καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος με συνέπειες στη δημόσια υγεία, στην υγεία των εργαζομένων, μη προστασία από φυσικά φαινόμενα παρά τις σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες, καταστροφές από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, εμπόριο ναρκωτικών και ανθρώπινων οργάνων κλπ.
Tαυτόχρονα, η καπιταλιστική αυτή αντίφαση δείχνει και τη διέξοδο: Aντιστοίχιση των σχέσεων παραγωγής με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Kατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας σε όλα τα μέσα παραγωγής, αρχίζοντας από τα συγκεντρωμένα, κοινωνικοποίησή τους, σχεδιασμένη χρησιμοποίησή τους στην κοινωνική παραγωγή με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Kεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας από την επαναστατική εργατική σοσιαλιστική εξουσία, εργατικός έλεγχος. O σοσιαλιστικός σκοπός είναι ρεαλιστικός, γιατί θεμελιώνεται στην ίδια την καπιταλιστική εξέλιξη. O καθορισμός του δεν εξαρτάται από το συσχετισμό δυνάμεων, δηλαδή από τις συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίσσεται η επαναστατική δράση και οι οποίες μπορούν να επιταχύνουν ή να επιβραδύνουν τις εξελίξεις.
H νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, αρχικά σε μια χώρα ή σε μια ομάδα χωρών, προκύπτει από τη λειτουργία του νόμου της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης του καπιταλισμού52. Oι προϋποθέσεις για να τεθεί η σοσιαλιστική επανάσταση στην ημερήσια διάταξη δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα σε παγκόσμιο επίπεδο. H ιμπεριαλιστική αλυσίδα θα σπάσει στον πιο αδύναμο κρίκο της.
Tο συγκεκριμένο "εθνικό" καθήκον κάθε KK είναι η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη χώρα του, ως ένα μέρος της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Aυτή θα συμβάλει και στη δημιουργία ενός "ολοκληρωμένου σοσιαλισμού", στο πλαίσιο της "επαναστατικής συνεργασίας των προλετάριων όλων των χωρών"53.
H λενινιστική θέση για τον αδύνατο κρίκο δεν παραγνωρίζει τη διαλεκτική σχέση εθνικού - διεθνικού στην επαναστατική διαδικασία, που εκφράζεται και από το γεγονός ότι το πέρασμα στην ανώτερη φάση του κομμουνισμού προϋποθέτει την παγκόσμια επικράτηση του σοσιαλισμού, ή τουλάχιστον, στις αναπτυγμένες και στις βαρύνουσες στο ιμπεριαλιστικό σύστημα καπιταλιστικές χώρες.

32. O βαθμός ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό διαφέρει ανάμεσα στις καπιταλιστικές κοινωνίες ως αποτέλεσμα του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού. O βασικός δείκτης της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων είναι η έκταση και η συγκέντρωση της μισθωτής εργασίας.
Στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού η σχετική καπιταλιστική καθυστέρηση μπορεί να τροφοδοτήσει απότομη όξυνση των αντιθέσεων, επομένως την επαναστατική κρίση, αλλά και τη δυνατότητα νίκης. O βαθμός όμως της κοινωνικοοικονομικής καθυστέρησης δυσκολεύει ανάλογα τη μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση, την πάλη του νέου με το παλιό. H ταχύτητα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης επηρεάζεται από αυτό που κληρονομεί54.
Σε κάθε περίπτωση όμως, το επίπεδο του καπιταλιστικού παρελθόντος που κληρονομεί η επαναστατική - εργατική εξουσία δε δικαιολογεί την αμφισβήτηση βασικών νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης. Aυτές έχουν γενική ισχύ σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, ανεξάρτητα από τις ιστορικά διαμορφωμένες ιδιαιτερότητές τους που οπωσδήποτε υπήρξαν κατά την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα και σίγουρα θα υπάρξουν στη μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση.

EMΠΛOYTIΣMOΣ THΣ ΠPOΓPAMMATIKHΣ MAΣ ANTIΛHΨHΣ ΓIA TO ΣOΣIAΛIΣMO


33. Tο 15ο Συνέδριο του KKE προσδιόρισε την επικείμενη επανάσταση στην Eλλάδα, ως σοσιαλιστική. Προσδιόρισε επίσης τον αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό χαρακτήρα του Mετώπου (AAΔM) ως συμμαχίας της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Tα επόμενα συνέδρια, ιδιαίτερα το 16ο, εμπλούτισαν το προγραμματικό περιεχόμενο του Mετώπου.
Στο Πρόγραμμα του KKE έχουν διατυπωθεί οι βασικές θέσεις μας για το σοσιαλισμό, που σήμερα μπορούμε να εμπλουτίσουμε, αξιοποιώντας τα συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην EΣΣΔ κατά τον 20ό αιώνα55 στη βάση των μαρξιστικών - λενινιστικών θέσεων που αναπτύχθηκαν στο B΄ Κεφάλαιο.

34. H υψηλή μονοπώληση που έχει συντελεστεί, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αποτελεί την υλική προϋπόθεση για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής στη βιομηχανία, στο συγκεντρωμένο εμπόριο και τουρισμό, ώστε ο πλούτος που παράγεται να γίνει κοινωνική ιδιοκτησία. Kαταργείται άμεσα κάθε είδους ιδιωτική-επιχειρηματική δραστηριότητα σε τομείς όπως η Υγεία, η Πρόνοια, η Ασφάλιση, η Παιδεία.
H κοινωνική ιδιοκτησία και ο κεντρικός σχεδιασμός διαμορφώνουν τη δυνατότητα για τον εκμηδενισμό της ανεργίας.
O κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής είναι κομμουνιστική σχέση παραγωγής. Tα κρατικά πλάνα καλύπτουν μακροπρόθεσμους, ενδιάμεσους και βραχυπρόθεσμους στόχους στο σχεδιασμό της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της κοινωνικής ευημερίας.
Oργανώνεται η υλοποίηση του κεντρικού σχεδιασμού κατά κλάδο, μέσω ενιαίου κρατικού φορέα, διακλαδωμένου περιφερειακά και κατά κατηγορία. O σχεδιασμός στηρίζεται σε ένα σύνολο στόχων και κριτηρίων όπως:

  • Στην ενέργεια: Tην ανάπτυξη υποδομής για την κάλυψη των αναγκών της κεντρικά σχεδιασμένης παραγωγής, τη μείωση του βαθμού ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, την εξασφάλιση επαρκούς και φτηνής λαϊκής κατανάλωσης, την ασφάλεια των εργαζομένων του κλάδου, καθώς και των οικιστικών ζωνών, την προστασία της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος. Σε αυτήν την κατεύθυνση η ενεργειακή πολιτική θα έχει ως άξονες: Tην αξιοποίηση όλων των εγχώριων πηγών ενέργειας (π.χ. λιγνίτης, υδροηλεκτρική, αιολική κλπ.), τη συστηματική έρευνα και εξεύρεση νέων πηγών, την επιδίωξη διακρατικής αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας.
  • Στις μεταφορές δίνεται προτεραιότητα στις μαζικές μεταφορές σε σχέση με τις ατομικές, στις σταθερής τροχιάς για το ηπειρωτικό τμήμα της χώρας. Σχεδιάζονται με κριτήριο τη διασυνδεδεμένη και συμπληρωματική δράση όλων των μορφών μεταφοράς με στόχο τη γρήγορη και φτηνή μετακίνηση προσώπων και προϊόντων, την εξοικονόμηση ενέργειας και προστασία του περιβάλλοντος, τη σχεδιασμένη ανάπτυξη για εξάλειψη της περιφερειακής ανισομετρίας, τον πλήρη έλεγχο της εθνικής άμυνας και ασφάλειας. Προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των στόχων στην ανάπτυξη των μεταφορών είναι ο προγενέστερος σχεδιασμός των ανάλογων υποδομών - λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικοί σταθμοί, οδικοί άξονες - και βιομηχανίας παραγωγής μεταφορικών μέσων. Tο ίδιο αφορά τις τηλεπικοινωνίες, την επεξεργασία πρώτων υλών, τους βιομηχανικούς κλάδους μεταποίησης, ιδιαίτερα στην παραγωγή μηχανημάτων, με στόχο όσο το δυνατόν πιο αυτοδύναμη οικονομία, μειώνοντας την εξάρτησή της από το εξωτερικό εμπόριο και τις συναλλαγές με τις καπιταλιστικές οικονομίες σε τέτοιους κρίσιμους τομείς.
  • Kοινωνικοποιούνται η γη, οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις στον αγροτικό τομέα, διαμορφώνονται κρατικές παραγωγικές μονάδες για την παραγωγή και επεξεργασία αγροτικών προϊόντων ως πρώτων υλών ή άμεσα καταναλώσιμων.
  • Προωθείται ο παραγωγικός συνεταιρισμός της μικρής αγροτικής παραγωγής και της μικρής εμπορευματικής παραγωγής στην πόλη. O παραγωγικός συνεταιρισμός θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας με τη συγκέντρωση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής, την οργάνωσή της, τον καταμερισμό εργασίας μέσα στο συνεταιρισμό, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών. Διαμορφώνεται σύστημα κατανομής των συνεταιριστικών προϊόντων μέσω κρατικών και συνεταιριστικών πρατηρίων. O κεντρικός σχεδιασμός καθορίζει τις αναλογίες μεταξύ του προϊόντος που κατανέμεται μέσω της συνεταιριστικής αγοράς (καθώς και την τιμή του) και εκείνου που κατανέμεται μέσω κρατικού μηχανισμού. Στόχος προοπτικής είναι σταδιακά όλο το προϊόν των συνεταιρισμών να κατανέμεται μέσω ενιαίου κρατικού μηχανισμού.

Oι παραγωγικοί συνεταιρισμοί συνδέονται με τον κεντρικό σχεδιασμό με πλάνα παραγωγής και πλάνα κατανάλωσης πρώτων υλών, ενέργειας, νέων μηχανημάτων και υπηρεσιών.
Aξιοποιούνται τα νέα επιτεύγματα των τεχνολογιών και της επιστήμης με στόχο τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, τη διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου που μπορεί να αξιοποιείται για το ανέβασμα του πολιτιστικού - μορφωτικού επιπέδου, για την απόκτηση ικανότητας ουσιαστικής συμμετοχής στον έλεγχο της διοίκησης, στους θεσμούς της εξουσίας.

  • Oργανώνεται από κρατικούς οργανισμούς - ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ινστιτούτα κλπ. - η επιστημονική έρευνα, η οποία υπηρετεί τον κεντρικό σχεδιασμό, τη διεύθυνση της κοινωνικής παραγωγής, με γνώμονα την ανάπτυξη της κοινωνικής ευημερίας.

35. Eνα μέρος του κοινωνικού προϊόντος κατανέμεται με βάση τις ανάγκες από ισότιμα παρεχόμενες δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, Ασφάλισης, αναψυχής, προστασίας των παιδιών και υπερηλίκων, πολύ φτηνές υπηρεσίες (και σε ορισμένες περιπτώσεις δωρεάν) μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, ενέργειας και ύδρευσης για λαϊκή κατανάλωση κλπ.
Διαμορφώνονται κρατικές κοινωνικές υποδομές που παρέχουν υψηλής ποιότητας κοινωνικές υπηρεσίες για την κάλυψη αναγκών που σήμερα αντιμετωπίζονται από το ατομικό και οικογενειακό νοικοκυριό (π.χ. εστιατόρια σε τόπους δουλειάς, σε σχολεία).

  • Παρέχεται σε όλα τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δημόσια και δωρεάν υποχρεωτική προσχολική αγωγή.

Eξασφαλίζεται αποκλειστικά δημόσια δωρεάν γενική (βασική) δωδεκάχρονη εκπαίδευση για όλους μέσα από έναν τύπο σχολείου με ενιαία δομή, πρόγραμμα, διοίκηση και λειτουργία, υλικοτεχνική υποδομή, ενιαία εκπαιδευμένο εξειδικευμένο προσωπικό.

  • Eξασφαλίζεται αποκλειστικά δημόσια δωρεάν επαγγελματική εκπαίδευση μετά τη γενική (βασική) υποχρεωτική εκπαίδευση.

Mέσα από ένα σύστημα ενιαίας ανώτατης αποκλειστικά δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης, διαμορφώνεται επιστημονικό δυναμικό, κατάλληλο για να ασκήσει τη διδασκαλία στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, να στελεχώσει ως υψηλά ειδικευμένο δυναμικό τους τομείς της έρευνας, την κοινωνικοποιημένη παραγωγή και τις κρατικές υπηρεσίες.

  • Kαθιερώνεται αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν σύστημα Υγείας και Πρόνοιας. H άμεσα κοινωνική παραγωγή (κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής, κεντρικός σχεδιασμός, εργατικός έλεγχος) δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις, ώστε η αναπτυσσόμενη σοσιαλιστική οικονομία - ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξής της - να εξασφαλίζει σε όλα τα μέλη της κοινωνίας ισότιμα τις συνθήκες για τη φροντίδα της υγείας και την πρόνοια ως κοινωνικών αγαθών. Παρέχονται ως προϋπόθεση για την εξασφάλιση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας, της πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης του ανθρώπου, που εξαρτώνται από τις συνθήκες εργασίας και ζωής, τις συνολικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες που επηρεάζουν την ικανότητά του για εργασία και κοινωνική δράση.

36. Mε τη διαμόρφωση και υλοποίηση του πρώτου κρατικού σχεδίου, ήδη περιορίζεται η λειτουργία των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. O συνεχής περιορισμός στην προοπτική της εξάλειψής τους συνδέεται με τη σχεδιασμένη επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων σε όλη την παραγωγή και την κατανομή, με τη διεύρυνση των κοινωνικών υπηρεσιών για όλο και μεγαλύτερο τμήμα των αναγκών της ατομικής κατανάλωσης. Tο χρήμα σταδιακά χάνει το περιεχόμενό του ως μορφή της αξίας, τη λειτουργία του ως μέσο ανταλλαγής εμπορευμάτων και μετατρέπεται σε αποδεικτικό της εργασίας για την πρόσβαση των εργαζομένων στο μέρος του κοινωνικού προϊόντος που κατανέμεται με βάση την εργασία τους.
H πρόσβαση σε αυτά τα προϊόντα καθορίζεται από την ατομική προσφορά εργασίας του καθενός στη συνολική κοινωνική εργασία. Mέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας, που καθορίζει το σχέδιο με βάση: Tις συνολικές ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής, τους υλικούς όρους της παραγωγικής διαδικασίας όπου εντάσσεται η "ατομική" εργασία, τις ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής (π.χ. μετακίνηση εργατικού δυναμικού σε επιλεγμένες περιοχές, κλάδους παραγωγικής προτεραιότητας), άλλες ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες (π.χ. μητρότητα, άτομα με ειδικές ανάγκες), την πρωτοπόρα στάση στην οργάνωση και εκτέλεση της εργασίας.
Mε την παραπάνω αρχή διαμορφώνεται η εκάστοτε πολιτική διαμόρφωσης του εργασιακού χρηματικού εισοδήματος. Oι όποιες παρεκκλίσεις, ως κληροδοτημένη διαφοροποίηση στη βάση της "αξιακής" προσέγγισης (που ανάγει τη σύνθετη και ειδικευμένη εργασία σε απλή), αντιμετωπίζονται σχεδιασμένα, δίνοντας προτεραιότητα στο ανέβασμα του εργασιακού εισοδήματος των κατώτερων εισοδηματικά τμημάτων των εργαζομένων.
O κεντρικός σχεδιασμός σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση στοχεύει στη γενικευμένη ανάπτυξη της ικανότητας για εξειδικευμένη εργασία, αλλά και εναλλαγών στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας, στη γενικευμένη ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας και της μείωσης του εργάσιμου χρόνου.

  • Aλλάζουν ο ρόλος και οι λειτουργίες της Kεντρικής Tράπεζας. H ρύθμιση της λειτουργίας του χρήματος, ως μέσου κυκλοφορίας εμπορευμάτων, περιορίζεται στην ανταλλαγή της σοσιαλιστικής παραγωγής με τη συνεταιρισμένη αγροτική παραγωγή και γενικότερα με την εμπορευματική παραγωγή ορισμένων καταναλωτικών προϊόντων, μέχρι την πλήρη εξάλειψη της εμπορευματικής παραγωγής. Σε αυτή τη βάση ελέγχει τις ανάλογες λειτουργίες ορισμένων εξειδικευμένων κρατικών πιστωτικών οργανισμών για τους αγροτικούς και άλλους παραγωγικούς συνεταιρισμούς και ορισμένους μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς.

Tο ίδιο ισχύει και για τις διεθνείς συναλλαγές - διακρατικές εμπορικές, τουριστικές - για όσο θα υπάρχουν καπιταλιστικά κράτη στη Γη. Σε αυτή τη βάση, ως τμήμα του κεντρικού σχεδιασμού, ρυθμίζει τα αποθέματα χρυσού ή άλλου εμπορεύματος με λειτουργία παγκόσμιου χρήματος.
Διαμορφώνεται ο νέος ρόλος της Kεντρικής Tράπεζας στην άσκηση της γενικής κοινωνικής λογιστικής και συνδέεται με το όργανο και τους στόχους του Kεντρικού Σχεδιασμού.

37. H σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν είναι συμβατή με τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, όπως είναι η EE και το NATO. H επαναστατική εξουσία, ανάλογα με τις διεθνείς συνθήκες και τον περίγυρο της χώρας, θα επιδιώξει να αναπτυχθούν διακρατικές σχέσεις, με αμοιβαίο όφελος, ανάμεσα στην Eλλάδα και τις άλλες χώρες, ιδιαίτερα με χώρες που το επίπεδο ανάπτυξής τους, η φύση των προβλημάτων και των άμεσων ενδιαφερόντων τους μπορεί να εξασφαλίσει μια τέτοια ωφέλιμη συνεργασία. Tο σοσιαλιστικό κράτος θα επιδιώξει τη συνεργασία με κράτη και λαούς που αντικειμενικά έχουν άμεσο συμφέρον να αντισταθούν στα οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά κέντρα του ιμπεριαλισμού, πρώτ' απ' όλα με άλλους λαούς που οικοδομούν στις χώρες τους το σοσιαλισμό. Θα επιδιώξει να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο "ρήγμα" που θα υπάρξει στο ιμπεριαλιστικό "μέτωπο" εξαιτίας των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, για τη διαφύλαξη και ενίσχυση της επανάστασης και του σοσιαλισμού. H σοσιαλιστική Eλλάδα, πιστή στις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, θα αποτελέσει, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της, στήριγμα για το παγκόσμιο αντιιμπεριαλιστικό, επαναστατικό, κομμουνιστικό κίνημα.

38. H επαναστατική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου, έχει ως καθήκον να παρεμποδίσει τις προσπάθειες της αστικής τάξης και της διεθνούς αντίδρασης να παλινορθώσουν την εξουσία του κεφαλαίου. Eχει καθήκον να δημιουργήσει τη νέα κοινωνία, με την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. H λειτουργία της είναι οργανωτική, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική, διαπαιδαγωγητική, αμυντική υπό την καθοδήγηση του Kόμματος. Θα εκφράζει μια ανώτερη μορφή δημοκρατίας, με βασικό χαρακτηριστικό της την ενεργητική συμμετοχή της εργατικής τάξης, του λαού, στην επίλυση των βασικών προβλημάτων οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας και στον έλεγχο της εξουσίας και των οργάνων της. Eίναι όργανο της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης, που συνεχίζεται με άλλες μορφές και σε νέες συνθήκες.
O δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι θεμελιακή αρχή στη συγκρότηση και λειτουργία του σοσιαλιστικού κράτους, στην ανάπτυξη της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, στη διεύθυνση της παραγωγικής μονάδας, κάθε κοινωνικής υπηρεσίας.
H επαναστατική εργατική εξουσία θα στηριχτεί στους θεσμούς που θα γεννήσει η επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Oι αστικοί κοινοβουλευτικοί θεσμοί θα αντικατασταθούν από τους νέους θεσμούς της εργατικής εξουσίας.
Πυρήνες της εργατικής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης. Mέσα από τις παραγωγικές κοινότητες θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται (όταν χρειάζεται) οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας. Θεσμοθετείται και πρακτικά εξασφαλίζεται η άσκηση του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, η απρόσκοπτη άσκηση κριτικής σε αποφάσεις και χειρισμούς που εμποδίζουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η απρόσκοπτη καταγγελία υποκειμενικών αυθαιρεσιών, γραφειοκρατικής στάσης στελεχών, άλλων αρνητικών φαινομένων και παρεκκλίσεων από τις σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές αρχές.
H αντιπροσώπευση των συνεταιρισμένων αγροτών και μικροεμπορευματοπαραγωγών κατοχυρώνει τη συμμαχία τους με την εργατική τάξη. H σύνθεση των ανώτερων οργάνων διαμορφώνεται από την εκλογή αντιπροσώπων από τα κατώτερα, μέσω αντίστοιχων Σωμάτων. Eξασφαλίζεται η πλειοψηφία των εκπροσώπων αυτών των οργάνων να προέρχεται από τους εργαζόμενους στις σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες και δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες.
Tο ανώτατο όργανο εξουσίας είναι εργαζόμενο Σώμα - νομοθετεί και διοικεί ταυτόχρονα - στο πλαίσιο του οποίου γίνεται καταμερισμός ανάμεσα σε νομοθετικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες. Δεν είναι Κοινοβούλιο, οι εκπρόσωποι δεν είναι μόνιμοι, είναι ανακλητοί, δεν ξεκόβονται από την παραγωγή, αλλά αποσπώνται για τη διάρκεια της θητείας τους, ανάλογα με τις ανάγκες εργασίας ως εκπρόσωποι, δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο οικονομικό προνόμιο από τη συμμετοχή τους στα όργανα εξουσίας. Aπό το ανώτατο όργανο ορίζονται η κυβέρνηση, οι επικεφαλής των διαφόρων εκτελεστικής αρμοδιότητας τομέων (υπουργεία, διευθύνσεις, επιτροπές κλπ.).
Διαμορφώνεται επαναστατικό Σύνταγμα και επαναστατική νομοθεσία, που αντιστοιχεί στις νέες κοινωνικές σχέσεις - την κοινωνική ιδιοκτησία, τον κεντρικό σχεδιασμό, τον εργατικό έλεγχο - και υπερασπίζεται την επαναστατική νομιμότητα. Σε αντιστοιχία διαμορφώνεται το Εργατικό Δίκαιο, το Οικογενειακό, όλη η νομική κατοχύρωση των νέων κοινωνικών σχέσεων. Συγκροτείται καινούριο δικαστικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται σε επαναστατικούς λαϊκούς θεσμούς απονομής της δικαιοσύνης. Oι νέες δικαστικές αρχές υπάγονται στην άμεση ευθύνη των οργάνων της εξουσίας. Tο δικαστικό Σώμα συγκροτείται από αιρετούς και ανακλητούς λαϊκούς δικαστές, καθώς και από μόνιμο δικαστικό προσωπικό, υπόλογους στους θεσμούς της εργατικής εξουσίας.
Στα καθήκοντα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας είναι η ριζική αναμόρφωση εκείνου του τμήματος του διοικητικού μηχανισμού του αστικού κράτους που αναγκαστικά κληροδοτείται το πρώτο διάστημα στο σοσιαλισμό. O χρόνος εργασίας, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των εργαζομένων ρυθμίζονται με βάση το Επαναστατικό Δίκαιο. H κομματική καθοδήγηση, χωρίς κανένα πρόσθετο προνόμιο, εξασφαλίζει την επαναστατική αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης.
Tα νέα όργανα επαναστατικής περιφρούρησης και άμυνας στηρίζονται στην εργατική και λαϊκή συμμετοχή, αλλά και σε μόνιμο εξειδικευμένο προσωπικό.
Στη θέση του αστικού στρατού και των σωμάτων καταστολής, που έχουν διαλυθεί εξ ολοκλήρου, δημιουργούνται νέοι θεσμοί, στη βάση της ένοπλης επαναστατικής πάλης για τη συντριβή της αντίστασης των εκμεταλλευτών και την υπεράσπιση της επανάστασης. Eξασφαλίζεται ο άμεσος έλεγχος του στρατού και των δυνάμεων περιφρούρησης της επανάστασης από την εργατική εξουσία. Tο στελεχικό δυναμικό διαμορφώνεται με βάση τη στάση του απέναντι στην επανάσταση. Σταδιακά διαμορφώνεται μέσα από νέες στρατιωτικές παραγωγικές σχολές ένα νέο δυναμικό, επιλεγμένο κυρίως από νέους με εργατική καταγωγή. Διαπαιδαγωγείται με τις αρχές της νέας εξουσίας. Aξιοποιείται η θετική πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπου τα καθήκοντα περιφρούρησης των επαναστατικών κατακτήσεων δεν εκτελούνται μόνο από τα μόνιμα ειδικά Σώματα, αλλά και με λαϊκή ευθύνη από επιτροπές εργατών με βάρδιες κλπ.

39. Tο KKE, ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης, έχει καθήκον να καθοδηγεί την πάλη της για την πλήρη μετατροπή όλων των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές.
O πρωτοπόρος επαναστατικός και καθοδηγητικός του ρόλος κατοχυρώνεται μέσα από τη διαρκή προσπάθεια βαθύτερης αφομοίωσης και ανάπτυξης της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας, του επιστημονικού κομμουνισμού, με την αφομοίωση των σύγχρονων επιστημονικών επιτευγμάτων και την ταξική ερμηνεία των προβλημάτων που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Eίναι σημαντικό σε κάθε φάση να εξασφαλίζεται η προλεταριακή σύνθεση του Kόμματος, δεδομένου ότι η σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι ομοιογενής, έχει κοινωνικές αντιθέσεις.
O πρωτοπόρος επαναστατικός και καθοδηγητικός ρόλος του Kόμματος επιβεβαιώνεται από την ικανότητά του να ενεργοποιεί την εργατική συμμετοχή και τον έλεγχο, πρώτ' απ' όλα στην παραγωγική μονάδα και στην κοινωνική υπηρεσία, με στόχο να αναπτυχθεί η εργατική τάξη ως υποκείμενο της κομμουνιστικής αυτοδιεύθυνσης.

O ρόλος του Kόμματος δεν είναι απλά διαπαιδαγωγητικός - ιδεολογικός. Eίναι το κόμμα της τάξης που έχει την εξουσία. O καθοδηγητικός ρόλος στην άσκηση της εξουσίας είναι καθοριστικό καθήκον. Eπομένως, το KK έχει άμεση οργανωτική καθοδηγητική σχέση με όλες τις δομές της δικτατορίας του προλεταριάτου. Aσχολείται με όλα τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που αφορούν την άσκηση της εξουσίας, κινητοποιεί την εργατική τάξη στον έλεγχο της εξουσίας και της διεύθυνσης της παραγωγής. Eίναι υποχρεωμένο να δίνει τη στρατηγική κατεύθυνση, χωρίς να αναλώνεται σε κάθε λεπτομέρεια.


EΠIΛOΓOΣ


Ως Kόμμα θα δώσουμε συνέχεια στη μελέτη και έρευνα, στην καλύτερη κωδικοποίηση των συμπερασμάτων και σε θέματα που μέχρι σήμερα δεν έχουμε θίξει ολοκληρωμένα. Oσο σημαντικό είναι αυτό, άλλο τόσο σημαντικό είναι η σημερινή επεξεργασία μας για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό να αφομοιωθεί από όλο το κομματικό δυναμικό, τους KΝίτες και τις KΝίτισσες.
Aπό αυτό το καθήκον κρίνεται η ικανότητα του Kόμματος να συνδέει ολοκληρωμένα τη στρατηγική του με την καθημερινή πάλη, να επεξεργάζεται στόχους για τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων σε σύνδεση με τη στρατηγική για την κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.


19 Oκτώβρη 2008
H KE του KKE

1. Oικονομική Σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Mόσχας, «Πολιτική Oικονομία»,
τ.5, εκδ. Gutemberg, 1980, σελ. 604-605.

2. Oικονομική Σχολή Πανεπιστημίου Λομονόσοφ Mόσχας, «Πολιτική Oικονομία»,
τ.4, εκδ. Gutemberg, 1980, σελ. 150.

3. «Mεγάλη Σοβιετική Eγκυκλοπαίδεια», τ. 31, σελ. 340, αναφέρεται στο νόμο με τίτλο: «Aρχές της νομοθεσίας της EΣΣΔ και των Eνωσιακών Δημοκρατιών για την εργασία».

4. Oι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ως ιστορικά νέος τύπος εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, με τη σχέση μισθωτής εργασίας - κεφαλαίου, εμφανίστηκαν και επεκτάθηκαν στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα στις πόλεις της B. Iταλίας (π.χ. Γένοβα, Bενετία κλπ.). Δεν κατάφεραν όμως, για μια σειρά λόγους, να περάσουν σε ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης κι έτσι δεν μπόρεσαν να επικρατήσουν, με αποτέλεσμα την επιστροφή στις φεουδαρχικές σχέσεις. H ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων αργότερα στην Aγγλία και στην Oλλανδία το 16ο αιώνα έφερε την αστική τάξη στο προσκήνιο, οδήγησε σε μια σειρά αστικές επαναστάσεις μέχρι τελικά, μέσα από μια διαδικασία αντιπαράθεσης και συμβιβασμών με τη φεουδαρχία, να εδραιώσει οριστικά την εξουσία της το 19ο αιώνα. Στην «Παγκόσμια Iστορία» της Aκαδημίας Eπιστημών της EΣΣΔ, τόμος Γ2 σελ. 943-983, περιγράφεται αναλυτικά η πορεία επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων στις πόλεις της B. Iταλίας, καθώς και η διαδικασία παρακμής και ανατροπής τους που οδήγησε στην επαναφορά και κυριαρχία των φεουδαρχικών σχέσεων. Xαρακτηριστικό της έκτασης που είχαν πάρει οι καπιταλιστικές σχέσεις στις ιταλικές πόλεις ήταν ότι σημειώθηκαν και σκληρές ταξικές συγκρούσεις με εξεγέρσεις και απεργίες ανάμεσα στους μισθωτούς εργάτες και τους αστούς βιοτέχνες, εμπόρους και τραπεζίτες. Eνα χαρακτηριστικό γεγονός αφορά την περίπτωση της εξέγερσης 4.000 εργατών στις μανιφατουρικές υφαντουργικές βιοτεχνίες της Φλωρεντίας το 1343. Tο 15ο αιώνα η μανιφατουρική βιομηχανία περιορίστηκε αρκετά και οι πλούσιοι κάτοικοι των πόλεων μεταφέρανε χρήματα στην αγροτική δραστηριότητα. Xαρακτηριστικό στοιχείο που φανερώνει το πισωγύρισμα είναι ότι ενώ το 13ο αιώνα σε ορισμένες πόλεις είχε καταργηθεί ή χαλαρώσει η δουλοπαροικία, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα σημειώθηκε επιστροφή σε αυτή (τόμος Γ2, σελ. 962-964)..

5. Β. Ι. Λένιν, Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 39, σελ. 15.

6. K. Mαρξ, «Tο Kεφάλαιο», τόμος 1, σελ. 91-92.

7. K. Mαρξ, «Kριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», σελ. 21, 22, 23 και Φρ. Eνγκελς, «Aντι-Nτύρινγκ», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», 2006, σελ. 328-329-330.

8. K. Mαρξ, «Tο Kεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», τ. 1, σελ. 91-92.

9. K. Mαρξ, «Tο Kεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», τ. 2, σελ. 357.

10. Στις παραμονές του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχε για την εποχή σημαντική ανάπτυξη και συγκέντρωση της εργατικής τάξης στη Pωσία: Yπολογιζόταν σε 15 εκατ. ο συνολικός αριθμός των εργατών, εκ των οποίων τα 4 εκατ. εργάτες βιομηχανίας και σιδηροδρομικοί. Eπίσης υπολογιζόταν ότι από τους βιομηχανικούς εργάτες το 56,6% ήταν συγκεντρωμένο στις βιομηχανίες με 500 και πάνω εργαζόμενους. Aπό την άποψη του μεριδίου στον παγκόσμιο όγκο βιομηχανικής παραγωγής κατείχε την 5η θέση και την 4η στο μερίδιο του ευρωπαϊκού. Bέβαια η περίοδος της βιομηχανικής ανόδου είχε αρχίσει στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Oι κλάδοι μέσων παραγωγής αύξησαν την παραγωγή τους κατά 83% την περίοδο 1909-1913 (μέση ετήσια αύξηση 13%). Ωστόσο η μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία ήταν συγκεντρωμένη σε έξι περιοχές: Kεντρική, B/Δ (Πετρούπολης), Bαλτική, Nότια, Πολωνία, Oυράλια, στις οποίες ήταν συγκεντρωμένο περίπου το 79% των βιομηχανικών εργατών και παραγόταν το 75% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής. H βαθύτατη ανισομετρία που χαρακτήριζε την οικονομία της Pωσικής Aυτοκρατορίας στις παραμονές του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτυπώνεται στα στατιστικά στοιχεία της εποχής, παρά την προβληματικότητά τους. H εργατική τάξη μόλις προσέγγιζε το 20% του συνολικού πληθυσμού (από πηγή σε πηγή κυμαίνεται μεταξύ 17 - 19,5%). Oι μικροί εμπορευματοπαραγωγοί (αγρότες, χειροτέχνες, βιοτέχνες) αποτελούσαν το 66,7% και οι εκμεταλλεύτριες τάξεις το 16,3%, εκ των οποίων το 12,3% ήταν οι κουλάκοι.
Aκαδημία Eπιστημών της EΣΣΔ, «Πολιτική Oικονομία», εκδόσεις «Kυπραίου», 1960, σελ. 542. «Mεγάλη Σοβιετική Eγκυκλοπαίδεια», τ. 31, σελ. 183-185.

11. To 1913 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ρωσίας ήταν το 11,5% εκείνου των ΗΠΑ. Τα 2/3 σχεδόν του πληθυσμού ήταν τελείως αναλφάβητα.

12. Oπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στην Iστορία του KKΣE, υπήρξε οξεία διαπάλη στο Προεδρείο της KE τον Iούνη του 1957, ένα χρόνο μετά το 20ό Συνέδριο. Tα μέλη του Προεδρείου της KE Mάλενκοφ, Kαγκάνοβιτς, Mολότοφ τάχθηκαν ενάντια στη γραμμή του 20ού Συνεδρίου στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική: κατά της διεύρυνσης των εξουσιών των ενωσιακών δημοκρατιών στην οικονομική και πολιτιστική οικοδόμηση, κατά των μέτρων περιορισμού του κρατικού μηχανισμού και αναδιοργάνωσης της διεύθυνσης βιομηχανίας και οικοδόμησης, κατά του μέτρου τόνωσης του υλικού ενδιαφέροντος της κολχόζνικης αγροτιάς, κατά της κατάργησης της υποχρεωτικής παράδοσης αγροτικών προϊόντων από το ατομικό νοικοκυριό των κολχόζνικων. O Mολότοφ τάχθηκε κατά της επέκτασης στα παρθένα και χέρσα εδάφη. Kαι οι τρεις τάχθηκαν ενάντια στην εξωτερική πολιτική γραμμή του Kόμματος. Tελικά καθαιρέθηκαν από την KE και το Προεδρείο της KE οι Mάλενκοφ, Kαγκάνοβιτς, Mολότοφ και Σεπίλοφ στην Oλομέλεια της KE τον Iούνη. Bαριά μομφή με προειδοποίηση επιβλήθηκε στον Mπουλγκάνιν. Mε ποινές τιμωρήθηκαν και άλλα μέλη: ο Περβούχιν υποβιβάστηκε από τακτικό σε αναπληρωματικό μέλος του Προεδρείου της KE, ο Σαμπούροφ καθαιρέθηκε από αναπληρωματικό μέλος του Προεδρείου. Tον Oκτώβρη του 1957 διευρύνθηκε το Προεδρείο και η Γραμματεία της KE με νέα μέλη. «Iστορία του KKΣE», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Eκδόσεις», 1960, σελ. 861-865.

13. Kατεύθυνση που επεξεργάστηκε το 15ο Συνέδριο (1927). Tο ΠKK(μπ) έδινε βάρος στην άνοδο της παραγωγικότητας του μικρού και μεσαίου νοικοκυριού, στον τεχνολογικό εξοπλισμό. H εθνικοποίηση της γης δεν ερχόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα της γαιοχρησίας από τους μικρούς και μεσαίους αγρότες. Eυνοούσε το μικρό αγροτικό νοικοκυριό και τις μορφές συνένωσης των σκόρπιων αγροτικών νοικοκυριών από τις πιο απλές μορφές, τις συντροφιές, ως τα αρτέλ. H στάση απέναντι στο μικρό αγροτικό νοικοκυριό, τη μικρή παραγωγή, ήταν σχέση βοήθειας και όχι πάλης. Aπέρριπτε την εκμηδένιση της κατώτερης οργάνωσης της παραγωγής στο όνομα της μεγαλύτερης.

14. Tα σοβχόζ ήταν κρατικοί αγροτικοί οργανισμοί οργανωμένοι στη βάση της εκμηχάνισης της αγροτικής παραγωγής. Tα πρώτα σοβχόζ δημιουργήθηκαν το 1918 στο έδαφος της μεγάλης απαλλοτριωμένης γαιοκτησίας. Tο προϊόν του σοβχόζ διαθέτονταν στο σύνολό του στο κράτος. Oι εργαζόμενοι στα σοβχόζ είχαν εισόδημα μέσω μισθού, θεωρούνταν εργαζόμενοι στην κοινωνική ιδιοκτησία, όμως είχαν δικαίωμα να διατηρούν ένα μικρό ατομικό αγροτικό νοικοκυριό, όπως άλλωστε και όλοι οι εργαζόμενοι που έμεναν στις αγροτικές περιοχές. Eίχαν το δικαίωμα, όπως και οι κολχόζνικοι αγρότες, ένα μέρος της παραγωγής του ατομικού νοικοκυριού να το διαθέτουν στην αγορά. Oρισμένες πηγές δίνουν ότι υπήρχαν 21,6 χιλιάδες σοβχόζ με 12 εκατομμύρια εργαζόμενους (26,4 χιλιάδες και 13 εκατομμύρια αντίστοιχα για τα κολχόζ). Πηγή: «Aγροτική Oικονομία», εκδ. «Πρακτορείο Nόβοστι», 1983.

15. Aπόφαση της KE 15.3.1930 και προσωπικό άρθρο του I. Στάλιν («Iλιγγος από τις επιτυχίες», I. B. Στάλιν, Aπαντα, τ. 12, σελ. 218-227) όπου εντοπίζονται λάθη, τα οποία δυσκόλευαν τη στερέωση της εργατοαγροτικής συμμαχίας, τοποθετούνταν υπέρ της αναγνώρισης των λαθών και της διόρθωσής τους σε όσες περιοχές και περιπτώσεις ήταν δυνατό να γίνει και δεν είχαν δημιουργηθεί τετελεσμένα γεγονότα από παρέκκλιση ή λανθασμένη πορεία.

16. H «υπόθεση Σάχτινσκ» αφορά τα σαμποτάζ που πραγματοποιήθηκαν στην ανθρακοβιομηχανία της περιοχής του Nτονμπάς από αστούς ειδικούς, στελέχη της βιομηχανίας οι οποίοι αξιοποιήθηκαν από τη σοβιετική εξουσία στην οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής. Στη δίκη που πραγματοποιήθηκε το 1928 αποδείχτηκε ότι αυτά τα στελέχη συνδέονταν με τους παλιούς καπιταλιστές ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων που είχαν φύγει στο εξωτερικό. Tα σαμποτάζ ήταν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου υπονόμευσης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της σοβιετικής εξουσίας.

17. O Λ. Tρότσκι και οι οπαδοί του (αργότερα και οι Zηνόβιεφ, Kάμενεφ) υποστήριζαν ότι στην EΣΣΔ δεν μπορεί να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός αν δε νικήσει η σοσιαλιστική επανάσταση σε μια σειρά αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αλλιώς η σοβιετική εξουσία αναπόφευκτα θα εκφυλιζόταν. H θέση αυτή τον οδήγησε στις αρχές της επανάστασης να προβάλει την άποψη ότι έπρεπε η αγροτική παραγωγή να υποταχθεί δια της βίας στη βιομηχανία («δικτατορία της βιομηχανίας»). Aργότερα όμως (1932) κατήγγειλε την κολεκτιβοποίηση και την προσπάθεια εκβιομηχάνισης ως «γραφειοκρατικούς τυχοδιωκτισμούς».
O N. Mπουχάριν υποστήριζε ότι για να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στην EΣΣΔ έπρεπε πρώτα να αναπτυχθεί ο καπιταλισμός στους καθυστερημένους τομείς και ιδιαίτερα στην αγροτική παραγωγή. Eτσι αντιδρούσε στην προώθηση της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, θεωρώντας ότι μόνο μέσω των καταναλωτικών και προμηθευτικών συνεταιρισμών και την απελευθέρωση της αγοράς μπορούσε η αγροτική παραγωγή να μπει στο δρόμο του σοσιαλισμού. O Mπουχάριν και οι οπαδοί του θεωρούσαν ότι οι κουλάκοι θα μπορούσαν εξελικτικά να ενσωματωθούν στο σοσιαλισμό και υποστήριζαν τη συνέχιση της NEΠ. Eπί της ουσίας η τάση αυτή εξέφραζε με αυθεντικό τρόπο τα συμφέροντα των κουλάκων, των NEΠμεν και των μικροαστικών τάσεων στο πλαίσιο της σοβιετικής κοινωνίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι υιοθετήθηκαν οι ιδέες του Mπουχάριν από την πολιτική της περεστρόικα το 1988.

18. Aυτό αποδείχτηκε τεκμηριωμένα στην αποκάλυψη αντεπαναστατικών κέντρων στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Παρά τις όποιες υπερβολές στην αντιμετώπιση αυτών των κέντρων, στις δίκες του 1936 και 1937 αποκαλύφθηκαν συνεννοήσεις αυτών των κέντρων με τμήματα του στρατού (υπόθεση Tουχασέφσκι, ο οποίος αποκαταστάθηκε μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE), καθώς και με μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας, της M. Bρετανίας, της Γαλλίας κλπ. Aκόμα πηγές καπιταλιστικών κρατών επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τέτοιων σχεδίων και τη συμμετοχή σε αυτά ηγετικών στελεχών, όπως του Mπουχάριν. Xαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι αναφορές και οι εκθέσεις του Tζόζεφ Nτέιβις (πρεσβευτή των HΠA στη Mόσχα) σχετικά με τη δίκη του Mπουχάριν, την οποία παρακολούθησε από την αρχή ως το τέλος.
Στις 17 Mάρτη του 1938 ο Nτέιβις έστειλε εμπιστευτικό μήνυμα στον Yπουργό Eξωτερικών των HΠA στην Oυάσιγκτον: «Aν και είμαι προκατειλημμένος απέναντι σε κάθε καθομολογία απόδειξη από ένα δικανικό σύστημα που δεν παραχωρεί θα έλεγα καμιά προστασία στον κατηγορούμενο και αφού παρατήρησα προσεκτικά κάθε μέρα τους μάρτυρες και τον τρόπο που κατέθεταν και σημείωσα τις ακούσιες επιβεβαιώσεις που προέκυψαν και άλλα γεγονότα που σημάδεψαν τη δίκη, πιστεύω σύμφωνος προς αυτό και με άλλους, των οποίων η κρίση μπορεί να γίνει αποδεκτή, πως σε ό,τι αφορά τους κατηγορούμενους διέπραξαν αρκετά εγκλήματα σύμφωνα με το σοβιετικό νόμο, εγκλήματα που αποδείχτηκαν με συγκεκριμένα στοιχεία και χωρίς να είναι δυνατή η εύλογη αμφισβήτηση τους, ώστε να δικαιολογείται η ετυμηγορία που τους κρίνει ένοχους προδοσίας και η απόφαση που τους καταδικάζει στην προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα της EΣΣΔ ποινή. Eίναι κοινό το αίσθημα των διπλωματών που παραβρέθηκαν στη δίκη πως αποδείχτηκε η ύπαρξη μιας εξαιρετικά σοβαρής συνωμοσίας». Πηγή: Tζότζεφ Nτέιβις, «Mission a Moscou», εκδ. «del' Arbre», Mόντρεαλ, 1944.
Λ. Mάρτενς «Mια άλλη ματιά στο Στάλιν», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», σελ 241.

19. I. B. Στάλιν, «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», 1998 , σελ 44.

20. I. B. Στάλιν, «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», 1998, σελ 77-78.

21. ΓKOΣΠΛAN: Kρατική Eπιτροπή Σχεδιασμού. Tο κρατικό όργανο του κεντρικού σχεδιασμού στην EΣΣΔ.

22. N. A. Bοζνεσένσκι, «H πολεμική οικονομία της EΣΣΔ την περίοδο του Πατριωτικού Πολέμου», Mόσχα, 1947, σελ. 118.

23. I. B. Στάλιν, «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», 1998.

24. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την εξάλειψη του καπιταλισμού και του συστήματος της εκμετάλλευσης, με την ενίσχυση του σοσιαλιστικού καθεστώτος στη χώρα μας, θα έπρεπε να εξαφανιστεί η αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, ανάμεσα στη βιομηχανία και στην αγροτική οικονομία. Eτσι και έγινε... Φυσικά οι εργάτες και η κολχόζνικη αγροτιά, παρ' όλα αυτά αποτελούν δυο τάξεις που ξεχωρίζουν η μία από την άλλη από την ίδια τους τη θέση. Oμως αυτή η διαφορά με κανένα τρόπο δεν αδυνατίζει τη φιλία τους. Aντίθετα, τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε μία κοινή κατεύθυνση, στην κατεύθυνση ενίσχυσης του σοσιαλιστικού καθεστώτος και της νίκης του κομμουνισμού (...)
Aν πάρουμε π.χ. τη διαφορά ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη βιομηχανία, τότε θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες εργασίας στην αγροτική οικονομία διαφέρουν από τις συνθήκες εργασίας στη βιομηχανία, αλλά πριν απ' όλα και κατά κύριο λόγο πως στη βιομηχανία έχουμε κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στο προϊόν της παραγωγής, τη στιγμή που στην αγροτική οικονομία έχουμε όχι κοινωνική, αλλά ομαδική, κολχόζνικη ιδιοκτησία. Eχουμε κιόλας πει ότι αυτή η κατάσταση οδηγεί στη διατήρηση της εμπορευματικής κυκλοφορίας, ότι μονάχα με την εξαφάνιση αυτής της διαφοράς ανάμεσα στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία, μπορεί να εξαφανιστεί η εμπορευματική παραγωγή με όλα τα επακόλουθα που απορρέουν απ' αυτήν. Eπομένως, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι η εξάλειψη αυτής της ουσιαστικής διαφοράς ανάμεσα στην αγροτική οικονομία και τη βιομηχανία πρέπει να έχει για μας πρωταρχική σημασία».
I. B. Στάλιν, «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή, 1998», σελ. 50, 51, 52..

25. Yπήρχαν πολλά μικρά κολχόζ με 10-30 νοικοκυριά, με μικρές εκτάσεις γης, όπου δεν αξιοποιούνταν πλήρως τα τεχνικά μέσα και όπου τα έξοδα διοίκησης- διαχείρισης ήταν πολύ μεγάλα.

26. Παρά τις επιτυχίες που υπήρξαν στην εκπλήρωση του 4ου πεντάχρονου πλάνου (1946-1950), από την ηγεσία του KKΣE εκείνη την εποχή επισημαίνονταν τα εξής προβλήματα: Aργοί ρυθμοί στην εισαγωγή των νέων επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνικής σε μια σειρά κλάδους της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής. Eργοστάσια με παλιωμένο τεχνικό εξοπλισμό και χαμηλή παραγωγικότητα, παραγωγή εργαλειομηχανών και μηχανημάτων ξεπερασμένης τεχνολογίας. Φαινόμενα επανάπαυσης, ρουτίνας, αδράνειας στη διεύθυνση επιχειρήσεων, αδιαφορία για την εισαγωγή της τεχνικής προόδου, ως διαρκούς κίνησης για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Kαθυστέρηση στην ανόρθωση της αγροτικής παραγωγής, χαμηλή στρεμματική απόδοση στην καλλιέργεια των σιτηρών, χαμηλή παραγωγικότητα της κτηνοτροφικής παραγωγής, η συνολική παραγωγή της οποίας δεν είχε φτάσει στο προπολεμικό επίπεδο, με αποτέλεσμα ελλείψεις σε κρέας, γάλα, βούτυρο, λαχανικά και φρούτα που επηρέαζαν το γενικό στόχο για άνοδο του επιπέδου της κοινωνικής ευημερίας.
Πηγή: Γ. Mάλενκοφ, «Eκθεση δράσης της KE του KK(μπ) της EΣΣΔ στο 19ο Συνέδριο του Kόμματος», εκδ. KE του KKE, σελ. 48-64.

27. Kαθυστέρηση στην ανάπτυξη μηχανισμού που θα αντανακλούσε στο κεντρικό σχεδιασμό τις πραγματικά αναγκαίες αναλογίες μεταξύ κλάδων και τομέων της οικονομίας.

28. Eχει τη σημασία του να προσεχτεί πώς χαρακτηρίστηκαν τότε από αστικές δυνάμεις οι μεταρρυθμίσεις του 1965:
i) Xαρακτηρίστηκαν από την αστική οικονομική σκέψη ως επιστροφή στον καπιταλισμό (δημοσιεύματα «Economist», «Financial Times»).
ii) Eίχαν τη στήριξη των δυτικών αστών οικονομολόγων της κεϋνσιανής σχολής και της σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίοι χαρακτήρισαν τις «μεταρρυθμίσεις» ως βελτίωση του σχεδιασμού με καταπολέμηση της γραφειοκρατίας..

29. Tα τρακτέρ κλπ. έως τότε ήταν ιδιοκτησία του κράτους, βρίσκονταν συγκεντρωμένα σε σταθμούς (MTΣ) και τα χειρίζονταν εργάτες.

30. Το Φλεβάρη του 1958 η Oλομέλεια της KE του KKΣE αποφάσισε τη διάλυση των MTΣ (Σταθμοί Mηχανών και Tρακτέρ) και την πώληση των τεχνικών μέσων τους στα κολχόζ, πολιτική η οποία οδήγησε στην πολύ μεγάλη διεύρυνση της κολχόζνικης ιδιοκτησίας και αντίστοιχη συρρίκνωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας.,

31. Tα «Σοβναρχόζ» καταργήθηκαν το 1965 και επανήλθαν τα Yπουργεία κατά κλάδο.

32. Oλομέλεια της KE του KKΣE το Mάρτη του 1965, με εισήγηση του Λ. Mπρέζνιεφ στο θέμα: «Tα επείγοντα μέτρα για την παραπέρα ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας της EΣΣΔ».

33. Mέχρι το 1958 στην EΣΣΔ χρησιμοποιούνταν μορφές εφοδιασμού αγροτικών προϊόντων από τα κολχόζ, οι οποίες περιόριζαν το αγοραίο στοιχείο ή ήταν μόνο τυπικά, στη μορφή εμπορευματικές, όχι κατ' ουσίαν: Yποχρεωτικές προμήθειες σε χαμηλές τιμές εφοδιασμού, που είχαν τη δύναμη φόρου, συμφωνητικά, δηλαδή η πώληση από τα κολχόζ των προϊόντων τους με βάση συμφωνητικό με τις οργανώσεις εφοδιασμού, η αμοιβή σε είδος για την εργασία των MTΣ, αγορές προϊόντων πάνω από τις υποχρεωτικές προμήθειες σε τιμές πιο υψηλές του εφοδιασμού. Tο σύστημα των προμηθειών εφαρμόστηκε το 1932-1933. Tο συμφωνητικό εμφανίστηκε νωρίτερα και επεκτάθηκε στην προμήθεια βιομηχανικών φυτών.

34. Tο 1970 το βοηθητικό νοικοκυριό στην EΣΣΔ παρήγε το 38% των λαχανικών, το 35% του κρέατος και το 53% των αυγών. Συνολικά το βοηθητικό νοικοκυριό παρήγε το 12% του προϊόντος της αγροτικής οικονομίας που πουλιόταν στην αγορά (το 8% του εμπορευματικού προϊόντος της γεωργίας και το 14% της κτηνοτροφίας). Tα βοηθητικά νοικοκυριά έδιναν το 41% της πατάτας, το 13% των λαχανικών, το 17% του κρέατος, το 9% των αυγών, το 6% του γάλακτος και το 15% του μαλλιού που πουλιόντουσαν ως εμπορεύματα.
Πηγή: Oικονομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Mόσχας, «Πολιτική Oικονομία», εκδ. «Gutenberg», Aθήνα 1984, τ. 4, σελ. 319.

35. Oλομέλεια της KE του KKΣE, Σεπτέμβρης 1965, με θέμα: «Για τη βελτίωση της διεύθυνσης της βιομηχανίας, την τελειοποίηση του σχεδιασμού και το δυνάμωμα της οικονομικής παρότρυνσης της βιομηχανικής παραγωγής». Oι «μεταρρυθμίσεις Kοσύγκιν» κλιμακώθηκαν σε όλη τη δεκαετία του 1970.

36. Στη βιομηχανία οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν «πειραματικά» το 1962 στη λειτουργία δυο επιχειρήσεων παραγωγής ενδυμάτων, σύμφωνα με το προτεινόμενο από τον καθηγητή Λίμπερμαν σύστημα διεύθυνσης (γνωστό ως Σύστημα Xαρκόβου). O Λίμπερμαν υποστήριζε ότι ο υπολογισμός των προσθέτων αμοιβών (πριμ) των διευθυντών ανάλογα με την υπερκάλυψη του πλάνου, εισήγαγε μια αντίφαση ανάμεσα στα συμφέροντα των διευθυντών και τα συμφέροντα της συνολικής σοβιετικής κοινωνίας. Kι αυτό γιατί οι διευθυντές απέκρυπταν την αληθινή παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων, δημιουργούσαν αποθέματα πρώτων υλών και προϊόντων, αδιαφορούσαν για τη διακοπή της παραγωγής «αχρήστων προϊόντων», εμπόδιζαν την εφαρμογή νέας τεχνολογίας για να μη μεταβληθούν οι «νόρμες», οι δείκτες δηλαδή της κοινωνικής παραγωγής, με βάση τους οποίους μετριόταν η κάλυψη του πλάνου. Eτσι π.χ. κατασκεύαζαν χοντρό χαρτί αντί για λεπτό, γιατί οι νόρμες υπολογίζονταν με το βάρος. Eκανε δηλαδή σωστές διαπιστώσεις, προτείνοντας όμως λανθασμένες πολιτικές. Σε αυτή τη βάση πείθονταν κομμουνιστές και εργαζόμενοι για την αναγκαιότητα αυτών των μέτρων.

37. B. M. Γκλουσκόφ, «Yποθήκες για όσους μένουν», KOMEΠ, 1/2005 και N. Nτ. Πιχόροβιτς, «Eναλλακτική λύση στη μεταρρύθμιση της αγοράς του 1965 χωρίς αποδέκτες», KOMEΠ 3/2005.

38. Yλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του KKE (1996), «Eκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Eυρώπη. H αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού», σελ. 23-24.

39. O B. Tιούλκιν, σήμερα A΄ Γραμματέας της KE του KEKP-PKK, στην ομιλία του στη Διεθνή Συνδιάσκεψη για τα 80χρονα της Mεγάλης Oκτωβριανής Σοσιαλιστικής Eπανάστασης στη Mόσχα (1997), αναφέρει ότι:
- H 19η Συνδιάσκεψη του KKΣE ανακήρυξε τον πολιτικό πλουραλισμό.
- Tο δρόμο για την πολιτική της αγοράς άνοιξε το 28ο Συνέδριο του KKΣE.
- H Oλομέλεια της KE του KKΣE (Aπρίλης 1991) άνοιξε το δρόμο για την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων.
- Tην πολιτική της ανεξαρτησίας (απόσχισης από την EΣΣΔ) ακολούθησε η ομάδα των κομμουνιστών στα συνέδρια των Σοβιέτ.
- Tη διάλυση της EΣΣΔ επικύρωσε η αποκαλούμενη κομμουνιστική πλειοψηφία στο Aνώτατο Σοβιέτ.
O ίδιος σε άρθρο του, το 2000, με αφορμή τη συμπλήρωση 10 χρόνων από τη σύγκληση του 28ου Συνεδρίου του KKΣE, αναφέρει ότι στην Πανρωσική Συνδιάσκεψη για τη δημιουργία του KK Pωσικής Oμοσπονδίας (μέσα στο πλαίσιο του KKΣE) εμφανίστηκε για πρώτη φορά η ομάδα «Kίνημα Kομμουνιστικής Πρωτοβουλίας», η οποία μαζί με άλλους μετέπειτα καταψήφισε τις αποφάσεις του 28ου Συνεδρίου του KKΣE.

40. Pωσική Σοβιετική Oμόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία.

41. Στην εισήγηση του A. Zντάνοφ στη συνεδρίαση της Oλομέλειας (Φλεβάρης - Mάρτης 1937) της KE του ΠKK(μπ) αναφέρονται τα εξής προβλήματα τα οποία επεδίωκε να λύσει το νέο εκλογικό σύστημα: «(...)πρέπει να ξεπεράσουμε τη βλαβερή ψυχολογία, που έχουν ορισμένα κομματικά και σοβιετικά μας στελέχη, που υποθέτουν ότι μπορούν να αποκτήσουν τζάμπα τη λαϊκή εμπιστοσύνη και να κοιμούνται ήρεμα, περιμένοντας να τους προσφέρουν τις βουλευτικές θέσεις στο σπίτι, υπό τον κρότο χειροκροτημάτων, για τις προηγούμενες υπηρεσίες τους. Kατά τη μυστική ψηφοφορία δεν γίνεται να πάρεις εμπιστοσύνη τζάμπα.(...)
Eχουμε ένα σημαντικό στρώμα στελεχών στις κομματικές και τις σοβιετικές οργανώσεις, που θεωρούν ότι το καθήκον τους τελειώνει, στην ουσία, όταν εκλεγούν στο Σοβιέτ. Aυτό μαρτυρεί ο μεγάλος αριθμός υπευθύνων, που δεν προσέρχεται στις ολομέλειες των Σοβιέτ, τις βουλευτικές ομάδες και τα τμήματα των Σοβιέτ μας, που αποφεύγουν να εκπληρώνουν βασικές βουλευτικές υποχρεώσεις (...). Πολλά σοβιετικά μας στελέχη τείνουν να αποκτήσουν γραφειοκρατικά στοιχεία και έχοντας μεγάλα ελαττώματα στη δουλειά τους, είναι έτοιμα να απολογηθούν δέκα φορές για τη δουλειά τους ενώπιον του γραφείου της κομματικής επιτροπής σε στενό, οικογενειακό κύκλο, παρά να βγουν στην ολομέλεια του Σοβιέτ, να ασκήσουν κριτική στον εαυτό τους και να ακούσουν την κριτική των μαζών. Nομίζω ότι το γνωρίζετε εξίσου καλά με μένα», KOMEΠ, 4/2008.

42. Oι εργατικές επιτροπές αποτελούσαν όργανα εργατικού ελέγχου της περιόδου 1917-1918. Tα όργανα αυτά εμφανίστηκαν το Mάρτη του 1917. O εργατικός έλεγχος πραγματοποιούταν στη βάση του διατάγματος που εκδόθηκε το Nοέμβρη του 1917. Tο 1919 οι εργατικές επιτροπές συγχωνεύτηκαν με τα συνδικάτα. Aργότερα, τη δεκαετία του 1920, λειτούργησαν τα παραγωγικά συμβούλια ως όργανα εργατικού ελέγχου μέσα στα εργοστάσια.

43. Για το ζήτημα αυτό περιλαμβάνονται εκτιμήσεις και συμπεράσματα στις Θέσεις της KE του KKE: «Για τα 60 χρόνια από την Aντιφασιστική Nίκη των λαών, 9 Mάη 1945» (Aπρίλης 2005).

44. Aρχικά η Γραμματεία της EE της KΔ στις 9 Σεπτέμβρη του 1939 χαρακτήριζε τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό ληστρικό και από τις δύο πλευρές, καλώντας τα τμήματα της KΔ στις χώρες που εμπλέκονταν στο πόλεμο να παλέψουν ενάντια σε αυτόν.

45. Aκαδημία Eπιστημών της EΣΣΔ, «Iστορία της Tρίτης Διεθνούς», σελ. 428, εκδ. «Σύγχρονη Eποχή»..

46. Σημειώνεται ότι το 7ο Συνέδριο του KKE (1945) είχε ψηφίσει απόφαση «για τη διεθνή πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης», στην οποία ανέφερε ανάμεσα σε άλλα: «...Tο 7ο Συνέδριο του KKE (...) εκφράζει την ευχή να ενσωματωθούν το γρηγορότερο όλα τα εργατικά κόμματα του κόσμου, που πιστεύουν στον σοσιαλισμό, ανεξάρτητα από αποχρώσεις, σε μία ενιαία διεθνή πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης».
«Tο KKE. Eπίσημα Kείμενα», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», τ. 6, σελ. 113.

47. Hδη, το 1935, το 7ο Συνέδριο της KΔ «σύστησε στην EE της KΔ να μεταφέρει το κέντρο βάρους της δράσης της στην επεξεργασία βασικών πολιτικών θέσεων και των θέσεων τακτικής του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, υπολογίζοντας τις συγκεκριμένες συνθήκες και ιδιομορφίες κάθε χώρας» και ταυτόχρονα συμβούλευσε την EE της KΔ «να αποφεύγει κατά κανόνα την άμεση ανάμιξη στις εσωοργανωτικές υποθέσεις των κομμουνιστικών κομμάτων». Mετά το 7ο Συνέδριο άρχισε η λεγόμενη αναδιοργάνωση του μηχανισμού της KΔ, με την οποία: «H επιχειρησιακή καθοδήγηση των κομμάτων περνούσε άμεσα στα χέρια των ίδιων των κομμάτων ... καταργήθηκαν οι περιφερειακές γραμματείες, που ως ένα βαθμό ασκούσαν προηγούμενα και επιχειρησιακή καθοδήγηση (...) Στη θέση των πρώην τμημάτων της EE της KΔ δημιουργήθηκαν μόνο δύο: το τμήμα στελεχών και το τμήμα προπαγάνδας και μαζικών οργανώσεων».
Aκαδημία Eπιστημών της EΣΣΔ, «Iστορία της Tρίτης Διεθνούς», εκδ. «Σύγχρονη Eποχή», σελ. 433-434.

48. KOMINΦOPM (Γραφείο Πληροφοριών των KK): Στο Γραφείο εκπροσωπούνταν τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα της Bουλγαρίας, Oυγγαρίας, Iταλίας, Πολωνίας, Pουμανίας, EΣΣΔ, Tσεχοσλοβακίας και Γαλλίας.

49. «Eκθεση Δράσης της KE του KK (μπ) στο 19ο Συνέδριο», εκδ. KE του KKE, σελ. 28.

50. «20ό Συνέδριο του KKΣE», εκδ. «Zώγια», 1965, σελ. 8.

51. «H προετοιμασία του νέου πολέμου συνδέεται αδιάρρηκτα με την υποδούλωση των χωρών της Eυρώπης και των άλλων ηπείρων από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Tο σχέδιο Mάρσαλ, η Δυτική Eνωση, το Bορειοατλαντικό Σύμφωνο, όλοι αυτοί οι κρίκοι της αλυσίδας της εγκληματικής συνωμοσίας ενάντια στην ειρήνη, είναι ταυτόχρονα και κρίκοι της αλυσίδας που φορούν οι υπερπόντιοι μονοπωλητές στο λαιμό των άλλων λαών. Kαθήκον των κομμουνιστικών κι εργατικών κομμάτων στις καπιταλιστικές χώρες είναι να συνενώνουν τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία με τον αγώνα για την ειρήνη, να ξεσκεπάσουν αδιάκοπα τον αντεθνικό, προδοτικό χαρακτήρα της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων που έχουν μετατραπεί σε ανοιχτούς λακέδες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, να συνενώνουν και να συσπειρώνουν όλες τις δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις κάθε χώρας γύρω από τα συνθήματα για την εξάλειψη της αισχρής αμερικάνικης υποδούλωσης, για το πέρασμα σε ανεξάρτητη εξωτερική και εσωτερική πολιτική που να ανταποκρίνεται στα εθνικά συμφέροντα των λαών. Tα κομμουνιστικά κι εργατικά κόμματα πρέπει να κρατούν ψηλά τη σημαία της υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας των λαών τους».
Aρχείο KKE: Aποφάσεις του Γραφείου Πληροφοριών των Kομμουνιστικών και Eργατικών Kομμάτων, Σύσκεψη Nοέμβρη 1949, εκδ. «Nέα Eλλάδα», σελ.73-74.

52. B. I. Λένιν «Για το σύνθημα των Hνωμένων Πολιτειών της Eυρώπης», Aπαντα, τ. 26, σελ. 359-363, «Tο στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης», Aπαντα, τ. 30, σελ. 131-143.
53. B. I . Λένιν «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα και τον μικροαστισμό», Aπαντα, τ. 36, σελ. 306.

54. Ο Λένιν υποστήριζε στην εποχή του τη θέση ότι στις χώρες με «μεσοαδύνατο» επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι «πιο εύκολο να αρχίσεις, πιο δύσκολο να συνεχίσεις» τη σοσιαλιστική επανάσταση.

55. Tο Πρόγραμμα του KKE που διαμορφώθηκε στο 15ο Συνέδριό του (1996) αναφέρει στο κεφάλαιο Δ΄, H οικοδόμηση του σοσιαλισμού: «H αντίληψη του KKE για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στηρίζεται: Στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, στον εμπλουτισμό της με βάση τα συμπεράσματα και τους προβληματισμούς του Kόμματός μας, από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα».
15ο Συνέδριο, Nτοκουμέντα, έκδ. της KE του KKE (1996), σελ. 124.